Selected tags

Πλιζ, απόφυγε αυτήν την ετικέτα, καθώς πρόκειται σύντομα να απαλειφθεί!

Αν δεν βρεις ετικέτες που να ταιριάζουν στον ορισμό σου, ανέβασέ τον χωρίς ετικέτες και στείλε κατόπιν αναφορά στους συντονιστές υποδεικνύοντας τις ετικέτες που θα ήθελες να του προσαρτηθούν.

Με πήρε η μπάλα, μας πήρε η μπάλα, θα σε πάρει η μπάλα κλπ.

Σημαίνει ότι θα βρούμε κι εμείς μπελά, ότι η οργή κάποιου θα συμπεριλάβει και την αφεντιά μας, ή γενικότερα ότι θα εμπλακούμε άθελά μας σε άσχημη ή απευκταία κατάσταση.

Ετυμολογείται μάλλον από την καταστροφική πορεία μεγάλης μπάλας, π.χ. χιονοστιβάδας, που κυλάει και παρασέρνει τα πάντα στο πέρασμά της. Υπάρχει, πάντως, και η ποδοσφαιρική εκδοχή, κατά την οποία κάποιος τραυματίζεται καθώς, ατυχώς, βρίσκεται στην πορεία πολύ δυνατού σουτ. Όπως και να 'χει, σημαίνει ότι εμπλεκόμαστε σε δυσάρεστη κατάσταση χωρίς να ευθυνόμαστε άμεσα, από σπόντα.

  1. - Τα 'μαθες; Αυξάνονται τα όρια ηλικίας στις γυναίκες.
    - Μη γελάς καθόλου. Θα μας πάρει κι εμάς η μπάλα.

  2. - Χθες χακέψαν το δίσκο του γενικού. Θα γίνει της πουτάνας.
    - Ωχ, θα μας πάρει κι εμάς η μπάλα.

  3. Απολύονται τα STAGE. Λες να πάρει η μπάλα και τις συμβάσεις έργου;

Μας πήρε η μπάλα! (από panos1962, 15/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γενική και ασαφής απειλή όπου δεί. Μάλλον ετυμολογείται από θυελλώδες ξέσπασμα το οποίο, δίκην χιονοστιβάδας, ή ανεμοστροβίλου, μας παρασέρνει και μας σηκώνει.

  1. Μη διανοηθεί να βγάλει κανείς σκονάκι, σας πήρε και σας σήκωσε, κωλόπαιδα!

  2. Αν την πέσεις στην Ελένη, σε πήρε και σε σήκωσε. Εξηγούμαι για να μην παρεξηγούμαι. Γκέγκε;

  3. Ήρθε ο Μάνος από τις Βρυξέλλες και τους βρήκε να καπνίζουν χόρτο μέσα στο γραφείο. Άσε, έγινε της πουτάνας· τους πήρε και τους σήκωσε!

(από panos1962, 15/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η επί τόπου πληρωμή, η καταβολή ποσού τοις μετρητοίς για υπηρεσίες που πιστεύαμε (κακώς) ότι είναι δωρεάν. Η ετυμολογία του λήμματος δεν είναι γνωστή, αλλά πιθανόν να πρόκειται για ηχοποιητή λέξη, από τον ήχο των κερμάτων κατά την ώρα της καταμέτρησης.

  1. - Μπήκα στο RapidShare και κατεβάζω τα πάντα [στο φτερό]. Καμία σχέση με το μTorrent!
    - Να μπω κι εγώ τότε. Πώς μπαίνεις;
    - Τι λέει το λιλί σου ρε; Γκέγκερε! 50€ το χρόνο. Αν ήταν τζάμπα θα μπαίναν όλοι.

  2. - Περνάω μ' αυτά τα ρούχα;
    - Περνάς, αλλά θέλει γκέγκερε...

  3. - Έβαλα Skype και κάνω δωρεάν βιντεοκλήσεις. Μου είπαν ότι έχει και τηλέφωνα.
    - Μπορείς, όντως, να πάρεις τηλέφωνο μέσω Skype, αλλά γκέγκερε.

Γκέγκερε (από panos1962, 15/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποσπώ από κάποιον χρηματικό ποσό, (συνήθως μεγάλο), το οποίο δεν δικαιούμαι υπό Κ.Σ.. Στην συνέχεια στο άψε σβήσε παντελονιάζω τα λεφτά και μην τον είδατε, από 'δω παν κι άλλοι.

Το δάγκωμα γίνεται με διάφορους τρόπους. Είτε εξαπατώντας το θύμα, με την κλασσική έννοια του ποινικού νόμου, π.χ. δουλεύοντας κάποιον ότι θα επενδύσω τα χρήματά του επωφελώς, σε μία ευκαιρία που τάχαμου μόνον εγώ γνωρίζω, είτε ζητώντας δανεικά και αγύριστα, (βλ. παράδειγμα 1), είτε προσφέροντας κάποιες πραγματικές υπηρεσίες, τις οποίες όμως όταν έρθει η ώρα της πληρωμής, θα τις χρεώσω πολύ παραπάνω απ΄ ότι αξίζουν, πουλώντας φύκια για μεταξωτές κορδέλες, (βλ. παράδειγμα 2). Το θύμα, συχνά ευρισκόμενο σε ανάγκη, καλόπιστα πληρώνει.

Λέγεται από αεριτζήδες και απατεωνίσκους κάθε είδους, σε στιγμές ειλικρίνειας μεταξύ τους. Είναι εντυπωσιακό ότι στην εγχώρια οικονομική πιάτσα, μεγάλα χρηματικά ποσά αλλάζουν χέρι με πολύ μεγάλη ταχύτητα και ευκολία, χωρίς πολλά – πολλά, βάσει λόγου τιμής, (βλ. και την καθιερωμένη φράση : ο λόγος μου είναι συμβόλαιο), πρακτική που ευνοεί τα κάθε είδους δαγκώματα.

Σημαντικό ρόλο για το τελικό δάγκωμα παίζει και το ίδιο το θύμα, ο χαρακτήρας του και οι προθέσεις του. Υπάρχει ολόκληρη επιστήμη (θυματολογία) που ερευνά την σχέση θύματος και θύτη και τις μεταξύ τους αλληλεπιδράσεις. Εάν αποδειχθεί ότι το θύμα επεδίωκε εξ ίσου αθέμιτα με το θύτη το εύκολο και άκοπο κέρδος, π.χ. αν έδωσε τα λεφτά θεωρώντας ότι συμμετέχει σε μία κομπίνα και νομίζοντας ότι αυτός πρώτος εξαπατά κάποιους άλλους, τότε ο σοφός λαός (αλλά μπορεί και η ίδια η δικαιοσύνη), πολύ λογικά θα αποφανθεί : τα ήθελε ο κώλος σου. Είναι η λεγόμενη αυτοδιακινδύνευση του θύματος (βλ. παράδειγμα 3).

Η φράση παραπέμπει στο δάγκωμα του φιδιού, ακαριαίο και δραστικό. Την χρησιμοποιούσε πολύ και ο γνωστός Ακάλυπτος αλλά υπήρχε και πριν από αυτόν.

  1. - Πέρασε από τη δουλειά ο ρεμπεσκές ο ξάδερφός μου και μου ζήτησε δανεικά. - Ε, και συ τού' δωσες ;;; - Τι να κάνω, αφού μου πούλησε παραμύθι για τα παιδάκια του. - Πάλι σε δάγκωσε το κωλόπαιδο. Και συ ρε παιδάκι μου ποιος είσαι τέλοσπάντων, ο Καραμουρτζούνης ;;;

  2. - Μου ήρθε μία χαροκαμένη για να σώσω το γιο της, πρέζονας τελειωμένος, τον πιάσανε με μεγάλη ποσότητα και τον προφυλακίσανε. Είναι παντελώς απελπισμένη. Τις λές να την δαγκώσω;;;. Μου είπε ότι έχει να πουλήσει και ένα οικοπεδάκι. - 'Ασε ήσυχη ρε θεομπαίχτη τη γιαγιά, τι ψυχή θα παραδώσεις ;;;;.
    - Καλά, θα το σκεφτώ.

  3. - Έδωσα τριάντα χιλιάρικα στον Θανάση. Θα φέρει λαθραία κάτι μαϊμούδες από Βουλγαρία, θα τα πουλήσει για ορίτζιναλ και μου είπε ότι θα τριπλασιάσει σε δύο βδομάδες το κεφάλαιο. - Ρε συ, αυτός είναι απατεώνας ολκής, έχει δαγκώσει όλο τον τηλεφωνικό κατάλογο. Άρχισε να τα κλαις από τώρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποιούμε για να διακόψουμε κάποιον που επιδίδεται σε ασύστολα ψεύδη, ή τερατολογίες. Η φράση είναι από γνωστό ανέκδοτο στο οποίο, ένας κυνηγός διηγείται σε άλλους τη μάχη του με μια αρκούδα σώμα με σώμα (αν είναι δυνατόν). Οι υπόλοιποι κυνηγοί, όμως, δείχνουν συνεπαρμένοι και ρωτάνε ολοένα: «Και μετά, και μετά;». Οπότε ο ψευταράς λέει κι άλλα ψέμματα, κι άλλα, κι άλλα, ώσπου έχει φτάσει στη φάση που η αρκούδα τον έχει βάλει κάτω και έχει ανοίξει το φοβερό της στόμα μια πιθαμή απ' τη μύτη του. Οπότε:

- Και μετά, και μετά;
- Ε, μετά, μ' έφαγε! Ρε τι μαλάκες είστε εσείς;

Κατά το αράδιασμα λοιπόν ασύστολων ψευδών, μπορούμε να διακόψουμε τον αφηγητή λέγοντας: «και μετά μ' έφαγε». Η φράση μπορεί να ειπωθεί και στην περίπτωση ακατάσχετης παπαρολογίας ή μπουρδολογίας. Αν ούτως ειπωθεί, συνεχίζουμε αμέσως με άλλο θέμα, απαξιώνοντας τελείως τον παπαρολόγο και τα λεγόμενά του.

- Πήγα στην ξαδέρφη της Μαίρης να της δώσω τις σημειώσεις της Βιολογίας. Μαλάκα, έπαθα πλάκα! Μου ανοίγει με το μπουρνούζι, και τί μου λέει νομίζεις;
- Τι;
- «Θα έρθεις μέσα που 'παίζουμε' με δύο φίλες μου;» Να μη σου πω τι έγινε. Παρτούζα ολκής. Τρελάθηκα στο γαμήσι. Και μετά, ήρθαν κι άλλες...
- Ναι, και μετά μ' έφαγε! Βρε δε με παρατάς πρωί πρωί;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που λέμε όταν κάποιος δείχνει σε κάποιον άλλο, με τρόπο ανάγλυφο και αδιαμφισβήτητο, ότι έχει άδικο. Η ετυμολογία της φράσης είναι μάλλον προφανής, καθώς σημαίνει ότι κάποιος «βοηθάει» τον άλλο να δει τα πράγματα πιο σωστά, πιο καθαρά.

  1. - Είδες τη συζήτηση στη βουλή; Ο Γιώργος τα είπε ωραία.
    - Ναι, αλλά ο Βαγγέλης, στο τέλος, του φόρεσε τα γυαλιά.

  2. Ο γενικός μας έριξε κάτι πουστριλίκια το πρωί, αλλά ο Αντώνης έφερε όλα τα παραστατικά, που ο ίδιος είχε υπογράψει, και του φόρεσε τα γυαλιά.

(από panos1962, 18/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση γκραν γκρινιόλ που σημαίνει όχι το τι κάνω εγώ, αλλά το τι πρέπει να κάνεις εσύ: να σκάσεις. Σε αυτή την αντιστροφή της σημασίας της έγκειται όλη κι όλη η σλανγκιά της λέξης.

Λέγεται όταν είμαστε πολύ θυμωμένοι και δεν μας παίρνει να αναπτύξουμε ολόκληρο το φλύαρο επιχείρημα που λέει: «αν δεν σε πειράζει, μπορείς να περιμένεις να τελειώσω πρώτα αυτό που έχω να πω και μετά λες το δικό σου;» ή «τώρα είναι η σειρά μου και θα κάτσεις να τα ακούσεις όλα όσα έχω να πω, γιατί έχεις άδικο και δεν σε παίρνει να πεις κουβέντα» κλπ.

Αφού το βροντοφωνάξουμε, συνεχίζουμε απλά τα όσα λέγαμε.

Άλλες χρήσεις της λέξης δεν είναι σλανγκ, πχ όταν μιλάμε στο τηλέφωνο και κάποιος μας φωνάζει επιμόνως από το διπλανό δωμάτιο επειδή δεν έχει καταλάβει ότι δεν είμαστε διαθέσιμοι, οπότε του φωνάζουμε «Μιλάω!», δηλαδή «μωρό μου (ή: τον χριστό μου μέσα), μιλάω στο τηλέφωνο και δεν μπορώ τώρα να σου μιλήσω, έρχομαι σε λίγο!».

- ... και όχι μόνον αυτό, αλλά σε είδα μέσα στο αυτοκίνητό μας να του παίρνεις πίπα και...
- Μα δεν ήταν πίπ...
- ΜΙΛΑΩ! ... και νάσου πάνω κάτω το κεφάλι, και μετά φιληθήκατε και...
- μα...
- ΜΙΛΑΩ είπα!

Got a better definition? Add it!

Published

Παλιά ειρωνική παροιμία, που αποδίδει στην δημοτική (χωρίς να ταυτίζεται) το εξιλεωτικό «ο νεκρός δεδικαίωται» και μπαλατζάρει με το αντίθετό του «σκατά στον τάφο του»!

Δηλαδή ό,τι και να έχει διαπράξει κάποιος στον βίο του, μόλις τα κορδώσει αποσβέννυνται όλα του τα ατοπήματα, δίκην σεβασμού μετά κιλλίβαντος (δίκαια-άδικα, ο λαός το λέει).

Χρησιμοποιείται εύστοχα για τεθνεώτες πολιτικούς με αμαρτωλό παρελθόν, από νέους με μέλλον...

- Είδες τον τάδε; Μας έχει κάτσει στο σβέρκο πενήντα χρόνια τώρα -μια ζωή στη ρεμούλα κι ατσάκιγος, εδέησε ο Κύριος και σκυλοψόφησε, τώρα λέει θα του κάνουν κι ανδριάντα!
- Ε, τί περίμενες; Μόνο κάτι λίγα γερόντια θυμούνται τί κουφάλα ήταν. Δεν τα ξέρεις τώρα; Τον κασίδη σαν πεθάνει, χρυσομάλλη θα τον πούν. Είναι και το σόι του στα πράγματα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει τσιμουδιά, ησυχία. Το λέμε όταν θέλουμε να επιβάλουμε σιωπή σε θορυβώδη ομήγυρη (σχολική τάξη, στρατιωτικός θάλαμος κλπ), ή σε φλύαρο (ή αυθάδη) συνομιλητή. Πρόκειται για κλασσικότατη έκφραση που η χρήση της χάνεται στα βάθη του χρόνου. Μάλλον οφείλει την ετυμολογία του στην συμπροφορά των άφωνων (άηχων) «κ» και «χ».

  1. Μη κάνεις κιχ! Θα μας ακούσουν.

  2. Κιχ! Σκασμός, κωλόπαιδα!

  3. Τον πήρε απ' τον κώλο και δεν έβγαλε κιχ. Μεγάλη πουτάνα.

(από panos1962, 20/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω κάποιον ασήκωτο σημαίνει ότι τον δέρνω πάρα πολύ, σε βαθμό να μην μπορεί να σηκωθεί, να μην μπορεί να πάρει τα πόδια του. Πρόκειται για μπαμπαδισμό, αλλά χρησιμοποιείται ευρέως και στις μέρες μας.

  1. Άσε, πιαστήκαμε στα χέρια με κάτι ΟΥΚάδες και μας κάνανε ασήκωτους.

  2. Τη βγήκε σε κάτι ψωμιά και τον έκαναν ασήκωτο.

(από electron, 21/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified