Selected tags

Πλιζ, απόφυγε αυτήν την ετικέτα, καθώς πρόκειται σύντομα να απαλειφθεί!

Αν δεν βρεις ετικέτες που να ταιριάζουν στον ορισμό σου, ανέβασέ τον χωρίς ετικέτες και στείλε κατόπιν αναφορά στους συντονιστές υποδεικνύοντας τις ετικέτες που θα ήθελες να του προσαρτηθούν.

Τα πολύ βαριά και ασήκωτα λαϊκά τραγούδια.

-Τι ακούς ρε μαλάκα;
-Ζαγοραίο
-Ατσά βαρυμπομπίες

Got a better definition? Add it!

Published

Η φράση εστιάζει στο πρόσωπο του Δημήτρη Μπαϊρακτάρη που ήταν πρόγονος του ιδιοκτήτη της παμπάλαιας και πασίγνωστης ταβέρνας, του Σπύρου Μπαϊρακτάρη, που βρίσκεται στο Μοναστηράκι. Ο Δημήτρης Μπαϊρακτάρης γεννήθηκε το 1833 στο Αγρίνιο και πέθανε το 1900 στην Αθήνα. Είχε σουλιώτικη καταγωγή. Διακρίθηκε για τις στρατηγικές του ικανότητες και τη γενναιότητα του στην Κρητική επανάσταση του 1866 και στον άτυχο για την Ελλάδα, ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897.

Το 1893 διορίστηκε από τον Χαρίλαο Τρικούπη στον βαθμό του ταγματάρχη, ως πρώτος αστυνομικός διευθυντής της Αθήνας. Ήταν δε ο φόβος και τρόμος των κουτσαβάκηδων που μάστιζαν το κέντρο της Αθήνας και σύχναζαν κυρίως στην πλατεία του Ψυρρή. Οι κουτσαβάκηδες, εκ του κουτσά βαίνω, βάδιζαν μ΄αυτόν τον τρόπο και ήταν οι ψευτοπαλληκαράδες και οι νταήδες της εποχής. Ανάμεσα τους ήταν κλεφτρόνια, χασικλήδες, νταβατζήδες, μπράβοι σε χαρτοπαικτικές λέσχες, αλλά και μπράβοι στη δούλεψη κομματαρχών της εποχής και επηρέαζαν μεγάλη μερίδα ψηφοφόρων. Ήταν με δυο λόγια το «ανφάν γκατέ» της εποχής. Ο Μπαϊρακτάρης, επικεφαλής ευζώνων, εισέβαλε σε καφενεία, σε καπηλειά και σε κουτούκια της εποχής, τους συνελάμβανε και τους διαπόμπευε, εξευτελίζοντάς τους στην πλατεία Κλαυθμώνος. Τους ξύριζε το μισό μουστάκι, τους έκοβε τούφες απ’ τα μαλλιά τους, τους ψαλίδιζε το μόνιμα αφόρετο μανίκι του σακακιού τους, τους έκοβε τις μύτες των παπουτσιών τους και τους έκοβε το ζωνάρι που έπεφτε στο χώμα ώστε να γίνει τσαμπουκάς αν κάποιος κατά λάθος τους το πατούσε. Μ’ αυτόν τον τρόπο ρεζίλευε τους μάγκες, οι οποίοι αισθάνονταν πως καταρρακωνόταν η «υπόληψη τους», ενώ παράλληλα παραδειγμάτιζε και τους άλλους. Στη συνέχεια πήγαινε τους κουτσαβάκηδες, σιδηροδέσμιους στη φυλακή.

Όταν στη σημερινή εποχή λοιπόν, λέμε τη φράση: Ε... ρε, Μπαϊρακτάρης που σου χρειάζεται, το λέμε σε στυλ πλάκας για κάποιον που δεν φορά το ένα ή και τα δύο ακόμα μανίκια του μπουφάν, του σακακιού, του παλτού του, μ' αποτέλεσμα το μανίκι, ή τα μανίκια να χάσκουν στο κενό και να λειτουργούν ως διακοσμητικά στοιχεία.

Ο Πέτρος φορά ριχτό το μπουφάν στον ώμο και ξάφνου βλέπει στο δρόμο, το φίλο του το Γιώργο.
Γιώργος: - Ε... ρε, Μπαϊρακτάρης που σου χρειάζεται... Πέτρος:
- Γιατί το λες;
Γιώργος:
- Eμ καλά λέω, φόρα κανά μανίκι ντε. Τι look είναι αυτό;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ατάκα περίτεχνου ελιγμού και αποφυγής όταν ζητούνται εξηγήσεις.

Ειπώθηκε στα «Φτηνά Τσιγάρα» του Ρένου Χαραλαμπίδη, στην κορύφωση ενός επικού διαλόγου (βλέπε βίδεο). Όχι απλά δεν σου λέω, αλλά θα μείνεις και με την απορία τίστομπούτσο μπορεί να έκανα και σε προφυλάσσω μη λέγοντάς σου.

- Επ, Μήτσακλα!! Χτες σε είδα από μακρυά, σου φώναζα, αλλά στα παπάρια σου. Πού πήγαινες έτσι βιαστικός ρε συ;
- Άσε, μη μάθεις... θα μπλέξεις.

και το ντοκουμέντο...απλά σπεκτ... (από jesus, 26/09/08)κ ένα δεύτερο από την ίδια ταινία, έτσι για την επικούρα (από jesus, 26/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρωσοποντιακή προσφώνηση.

- Ρε μπλιετ, προχώρα να πούμε...
- Καλά ρε μπλιετ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απηρχαιωμένο ευφυολόγημα που έλεγαν οι προπαππούδες μας και διατηρήθηκε για καμιά δυο γενεές ακόμα.

Ως γνωστόν ήρθε το 1917 η μέρα κατά την οποία Τσάρος δεν υπήρχε πια. Οι προπάπποι μας λοιπόν, που έζησαν αυτές τις στιγμές και οι οποίοι δεν είχαν το προστυχολογιό και τόσο εύκολο, έλεγαν, κουνώντας το κεφάλι τους δήθεν νοσταλγικά: «Πού Τσάρος!...» (σα να λέγανε «τώρα πια, πού τσάρος!») όταν ήθελαν να πούνε για κάποιον λόγο ότι πάει, τέλος, το χ πράγμα ανήκει στο παρελθόν κλπ. Φρόντιζαν μάλιστα να τονίζουν κάπως περισσότερο το πού, ακουγόταν «Πούτσαρος» και σκάγανε στα γέλια σαν να λέγανε κάτι το πάρα πολύ αστείο.

Εδώ που τα λέμε, αν η έκφραση διδασκόταν στα σχολεία από το δημοτικό, θα ήταν ο μόνος τρόπος να εμπεδώσουν οι μαθητές την διαφορά μεταξύ που και πού.

- Ρε γαμώτο, ήθελα νά 'κανα κανα μπανάκι ακόμα στη θάλασσα...
- Ε, τώρα, πού τσάρος... Χειμώνιασε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και γενικότερα, εννοώντας την θέληση να αποκτήσουμε ή να φτάσουμε σε ένα επιθυμητό σημείο.

Πωπω, και γαμώ τα κινητά αυτό το καινούργιο της ericsson, πέρασα σήμερα απ' τον Γερμανό και το καυλάντισα καλά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολλές φορές η ηθική ανταμοιβή για το αποτέλεσμα κάποιας μεγάλης προσπάθειας αποδίδεται με ένα βραβείο.

Τι γίνεται όμως στην περίπτωση που επικρατεί η αντίληψη πως το αποτέλεσμα ενός μεγάλου εγχειρήματος που έγινε, ή προτίθεται να γίνει από μας ή από κάποιους άλλους, είναι μηδαμινό, ή αντίθετο από το αναμενόμενο; Μιας επιλογής, ή μιας μεγάλης προσπάθειας, που μπορεί να σχετίζεται με χαμένο χρόνο, απώλεια χρημάτων, μη προσδοκώμενα συναισθήματα, αχαριστία, ψεύτικες υποσχέσεις, κλπ.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν θα μπορούσε να αποδοθεί βραβείο. Τι θα μπορούσε όμως να αποδοθεί;

Η αίσθηση της απωλείας μας οδηγεί πολλές φορές στο να εκφράσουμε τα συναισθήματά μας για το θέμα με το να αποδώσουμε έναν εικονικό τίτλο τιμής για την περίσταση μέσω ενός εικονικού φασκελώματος... το βραβείο της ανοικτής παλάμης. Πολλές φορές για μεγαλύτερη εκφραστικότητα, ακολουθεί και πραγματικό φασκέλωμα

  1. - Ξόδεψα για σένα μια ολόκληρη περιουσία, χωρίς κανένα ευχαριστώ, χωρίς καμία αναγνώριση. Ξέρεις τι κέρδισα; Το βραβείο της ανοιχτής παλάμης κέρδισα.
    (Ακολουθεί αυτοφασκέλωμα του ομιλούντος.)

  2. - Σκέπτομαι να παντρευτώ τη Μαρία;
    - Αν το κάνεις θα 'σαι πολύ ηλίθιος
    - Γιατί το λες;
    - Γιατί αυτό που θα κερδίσεις θα είναι το βραβείο της ανοιχτής παλάμης. Είναι σχιζοφρενής, ρε, η κοπέλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποιούμε α. για να δείξουμε πόσο πειραχτήκαμε από το θράσος κάποιου μη οικείου που μας προσφωνεί με το «ρε» συν κάποιον άλλο χαρακτηρισμό, β. για να ειρωνευτούμε τον απόλυτα εύστοχο χαρακτηρισμό κάποιου, συνήθως ως ομοφυλόφιλου και γ. ως αναφορά στο β, με άσχετη τοποθέτηση όμως μέσα στη φράση.

  1. - Πόσο κάνει το μαραφέτι αυτό ρε μαγκίτη;
    - Ε όχι και «ρε»...

  2. - Ρε τον πούστη!
    - Ε όχι και «ρε»!

  3. - Πολύ ύποπτα τα πράγματα... Για κολομπίνα τον κόβω τον φιλενάδο σου...
    - Ε όχι και «ρε»!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δήλωση του Πορδηπουργού (1980 - 1981) Γεωργίου Ράλλη , που προέκυψε από το φοβεγό του ελάττωμα στην εκφορά του ρο.
Σε αυτήν την αξιομνημόνευτη φράση, ο Ράλλης συμπύκνωσε το όγαμά του για την παιδεία. Πρέπει να σημειωθεί ότι τότε ακόμα η Δεξιά δεν απέρριπτε τον κρατικό σχεδιασμό προς χάριν νεοφιλελεύθερων ιδεολογημάτων, αλλά προσπαθούσε ενεργά να κατευθύνει τον πληθυσμό σε στρατηγικές εθνικά και αναπτυξιακά επιλογές.

Η φράση έμεινε ως επιβεβαίωση της επαγγελματικής ανωτερότητας των εφαρμοσμένων γνωστικών αντικειμένων έναντι των χιουμάνιτις.

- Τι τα θελα τα ΦΟΥ ΚΟΥ ΣΟΥ ΨΟΥ ρε πούστη, δεν πήγαινα ψυκτικός, τώρα θα κονόμαγα...
- Εμ, οι μισοί Έλληνες θα μάθουν τέχνες, οι άλλοι μισοί γάματα, δεν τό 'ξερες;

(από Khan, 21/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βαθυστόχαστη προσέγγιση του αληθινού νοήματος της ζωής από τον πάνσοφο ελληνικό λαό.

- Ρε Μιχάλη, μη χαλιέσαι που δεν πέρασες Πάντειο. Σε τελική ανάλυση, ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε και ό,τι αρπάξει ο κώλος μας είναι αυτή η ζωή.

Για αναλόγου βάθους έκφραση περί του νοήματος της ζωής βλέπε και θα γυρίσει ο τροχός, θα γαμήσει κι ο φτωχός

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified