Further tags

Η φυλακή στα καλιαρντά. Ο Ηλίας Πετρόπουλος το συσχετίζει με το χάψη εκ του τουρκικού hapis με την ίδια σημασία.

ο γαβαλας στην χουμση φωτο και σε επισκεψη το πρωην πελατολογουαζ του.... (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ξενυχτάδικο στα καλιαρντά, όπου συχνάζουν αγλαρότεκνα, αγλαροπουροί και αγλαρογκόμενες. Ο Ηλίας Πετρόπουλος το ετυμολογεί από το στερητικό α- και το γλαρώνω.

  1. Καλέ Μαρίνα πού είσαι, γαμώ το μπελά σου. Είμαι στη μαρίνα, φοράω εφαρμοστό κοντό μπλουζάκι, έχω τη σκύλα στα χέρια, ανταύγεια στο μαλλί κι αγόρασα κι λίγο νταμί για το δρόμο, άσε που φάγαμε τα μουνιά μας με μία μούτζα από τη Τερψιθέα, αν αργήσεις να κάτσω σε κάνα αγλαρόκεντρο να περιμένω, αλλά φοβάμαι μη μου τη πέσει κάνα βαβαρότεκνο, εδώ στο Πειραιά ο δορκάκης πάει σύννεφο, το λοιπόν, γράφω εδώ στην Αθηνά μπας κι το δεις αυτή την εφταζουρνού κι κανονίσουμε. Κοίτα μη μού 'ρθεις με ισμίρ-πατσούλ, σε θέλω φρέσκια και γεμάτη κλέβα. (Αποκατέ).

  2. Καλέ, αφού άβελε γύρες με τα αγλαροπουρά στα αγλαρόκεντρα και άβελε διακόνα στο μπερντέ, τι περίμενες; (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καλιαρντή λέξη που σημαίνει εις το επανιδείν, au revoir γαλλιστί, στο ξαναντάμωμα, καλώς να ξαναειδωθούμε. Προκύπτει από το λατσός = όμορφος < lačho της ρομανί με την ίδια σημασία, και του δικέλω = βλέπω < dikhel της ρομανί με την ίδια σημασία. Επομένως, σημαίνει κατ' ακρίβεια όμορφα να ξαναειδωθούμε. Συχνά μπαίνει μπροστά το ούψα που ο Ηλίας Πετρόπουλος το έχει αγνώστου ετύμου και σημαίνει γεια. Είναι δηλαδή πάγια έκφραση ούψα και στο λατσοδίκελμα. Ασφαλώς μπορεί να χρησιμοποιηθεί και επιθετικά σε φάση άντε γεια.

"Ούψα και στο λατσοδίκελμα", στο τέλος.

  1. Λάκης Γαβαλάς: Είμαι άντρας με balls. Σχόλιο: ΤΡΙΑ ΚΑΚΝΑ ΤΗΣ ΚΑΚΝΗΣ.. ΚΑΛΕ ΓΚΑΡΣΟΝ ΑΒΕΛΕ ΜΟΥΤΖΑ. ΜΩΡΗ ΓΑΒΑΛΟΥ ΟΥΨΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΛΑΤΣΟΔΙΚΕΛΜΑ... (Από κράξιμο στο Φέισμπουκ).
  2. Σου αβέλω λατσαβαλέ καλέ Γκοντορελιά. Αβέλω να σε δικέλουμε αποκατέ με τα ισάντες λέτρα. Ούψα και στο λατσοδίκελμα. (Καλιαρντά και λετριστική ποίηση).
  3. Μάλλον χρειάζεται περισσότερη ευελιξία και αλλαγή πολιτικής νοοτροπίας, γιατί μπορεί να τα βρεις μπροστά σου όλα αυτά. Μπαρδόν άμα μπενάβω ανθυγιεινά αλλά εγώ για το καλό σου τα λέω, κι ας θα με πεις λούγκρα, γραφική, λαϊκιά και ανάξια απάντησης. Ορεβουάρ, και στο λατσοδίκελμα! (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι η ζάλη και δη η ερωτική ζάλη, εκ του δικέλω (=βλέπω < dikhel στη ρομανί) και του σβούρα. Δηλαδή φάση η όρασή μου γίνεται σβούρα,

Όλα γύρω μου γυρίζουν

είμαι δικελοσβουριασμένος.

Μόλις τον είδα τον γκούρμπαντο, έπαθα μια δικελόσβουρα άλλο πράμα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καλιαρντή λέξη εκ των λίγδα και μπερντές, που σημαίνει τον πολύ φτωχό. Η λίγδα ετυμολογείται από το αρχαίο λίγδην = με τριβή, ακροθιγώς, εκ της ινδοευρωπαϊκής ρίζας (s)leig- που έχει ένα φάσμα σημασιών σχετικών με το γλοιώδες, το αηδιαστικό και το ολισθηρό. Για τη λίγδα στο σλανγκρ βλ. λιγδοκοκόρετσο, λιγδοκώλης, λιγδοτάγαρο, λιγδοτάμπαρο.

Ενώ ο λαός, λιγδομπερντές, δικελοσβουριασμένος, ατζινάβωτος και αναιμιάρης συνεχώς στο ανεμοτζάσιμο και στη γκοντάχαλη, αβέλει διακόνα στο μπερντέ και έχει πέσει στην αχαλού και στο γυρωδιακονιάρισμα.

Στο 0.34

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καλιαρντή λέξη εκ των λέξεων της ρομανί džal, džala, džal-tar που σημαίνουν φεύγω. Τζαστικό σημαίνει φευγιό, φυγή, διώξιμο και λέγεται συνήθως ως αβέλω τζαστικό δηλαδή φεύγω, παίρνω δρόμο, την κάνω, την κανά.

  1. Θα σας αβέλωνα πιασμάν τώρα μωρή γκαζοζού, αλλά εντός ολίγου πρέπει να αβελώσω τζαστικό. (Από το μπου).
  2. Ωρα να βουέλω τζαστικο. Ουψα και στο λατσοδίκελμα. (Από το μπου).
  3. εξκιούζμι τώρα αλλά αβέλω τζαστικό γιατί έχω ραντεβού μ’ένα κέκ στη παραλία που έχει όλα τα δόντια του. (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά καπνολεκές σημαίνει μουντζούρα, αλλά μπενάβω καπνολεκέδες σημαίνει κουτσομπολεύω, κάνω κους κους, με την έννοια λέω βρωμιές.

Μπενάβω καπνολεκέδες στο φόνι τώρα,αβέλω τζαστικό. (Κλείσιμο σε συμβουλές μπενάβοντος σε γυναίκα εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει τη βρώμα στα καλιαρντά. Μάλλον από το τυρί γοργοντζόλα (βλ. εδώ για ετυμολογία) που έχει μια χαρακτηριστική οξεία οσμή.

Λοιπόν νάμαι κι εγώ εδώ η δειλή!!! Εξκιούσμι Λουκίες μου αλλά τέτοιο ξεκατίνιασμα δεν έχω δικέλει ποτές !!! τέτοια γοργόντζα πια, να βγάνετε τα άπλυτά σας στη φόρα και να καταριόσαστε μεταξύ σας, εσείς πρώην φιλινάδες και συναγωνίστριες, σα τις σαρμούτες για τα τσέτουλα, λυσσαγμάν πια!!!! (Αποκατέ).

-ΤΑ ΕΒΑΛΑ στο φαι που τρως μαν.
-Καλη σας ορεξη.
-Μπά μωρή γοργόντζα... Που να βουέλετε πιασμαντό σε μουτζό και φακιροπίπιζα να γίνεται... (Από το μπου)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καλιαρντή λέξη που σημαίνει την κόρη, τη θυγατέρα, ετυμολογούμενη από το ηράκλω (<rakli, rakhli = κοπέλα, κόρη ξένη στη ρομανί) και το μουτζό (<mindž = αιδοίο στη ρομανί). Βλ. και ηρακλοβιρτζίνω.

Αβέλετε τζαστικό μωρή γκαζοζού, που μου μου θέλετε και κουραβέλτες με την ηρακλομουτζού. (Από το μπου).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι η λαϊκή τραγουδίστρια εκ των καημός και μπουρού (δηλαδή το όστρακο που αντηχεί και κάνει βουητό, εκ του τουρκικού boru). Είναι 'λαδή σαν να λέμε αυτή που βουίζει με καημό. Κατ' επέκταση και όποιος άλλος βουίζει ή βοά με καημό και οδύνη.

Αγαπημένες καλιαρντές φιλεναδίτσες, οι ντελεκτουέλ κατσικοπόδαρες και καημομπουρούδες, άσεφτες αβέλωτες κακομοίρες, σας αβέλω καλιαρντομπέναμα... Προσέξτε καλά... θα αρπάξω την ψωμοσάκουλα και θα αβέλω καλιαρντά χαλέματα... Προσέξτε θα πάτε ατζινάβωτες απ'το καλιαρντό ντούπ και απ'το τσουρνό... Θα σας αβέλω συνεχώς στο ανεμοτζάσιμο και στην γκοντάχαλη μέχρι να τζάσουν τα παγκριά σας και να αφρίσουν τα μουτζά σας... Όσο για εσάς τις άλλες τις σαρμελοτζουσαριστές, θα σας βγάλω στο γυρωδιακονιάρισμα... Λούγκρες Έλλεεινες... Σας αβέλω κόντρα τέμπο σε όλους τους κατέδες που μπενάβουν καλιαρντά. Θα σας αβέλω μπαξ και λατσή καλιαρντό τζαστικό μέχρι η πούλη σας να κροταλάει στον κατήφορο. Σας δικέλω να τζάτε τα τιραχά και να αδικοκουτιαζόσαστε. Αυτά λοιπόν καλιαρντές φιλενάδες μου ούψα και στο λατσοδίκελμα, μπλαντορούφες καλιαρντές. Σας ΑΓΑΠΩ. (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified