Selected tags

Further tags

παρέαΑλληλό-κατούρημα:Η αδιαφορία η γείωση εναλλάξ μεταξύ δυο κολλητών σε βαθμό που να αναλογεί σε προσβολή αν γινόταν σε τρίτο πρόσωπο, μη ενταγμένο στην μυσταγωγία της παρέας.

Παράδειγμα εδώ -Πάω 10 λεπτά για μπάνιο και έρχομαι -οκ τρελέ μου...περνάνε 10 λεπτά -έλα ...μετά από μισή ώρα -έλα ...απροσδιόριστο χρονικό διάστημα -Αλληλοκατουρηθήκαμε δικέ μου

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συναντάται κατά τις βραδυνές εξόδους ως το μόνο αρσενικό ανάμεσα σε μια γυναικοπαρέα. Συνηθισμένη εικόνα ενός κακομοίρη που κυκλοφορεί δύο ή και περισσότερες κοπέλες για μεγάλο χρονικό διάστημα, καθώς, ο ίδιος γουστάρει μία από αυτές αλλά ποτέ δεν έχει κάνει κίνηση και ούτε πρόκειται γιατί είναι φλώρος . Η αξιολύπητη παρουσία του και μόνο αποτελεί εμπόδιο στο να κάνει άλλος κίνηση.

Στην περίπτωση που κάποιος κάνει κίνηση σε παρέα με ξάδερφο:
Ένας ξάδερφος δεν είναι διατεθειμένος να αφήσει άλλο αρσενικό να κάνει κάτι, παρόλο που γνωρίζει ότι θα πάει χαράμι η γκόμενα με την πάρτη του, επιστρατεύοντας κάθε σιχαμένο μέσο προκειμένου να κάνει χαλάστρα. Σε ακραία περίπτωση είναι ικανός να το παίξει μέχρι και γκόμενος της κοπέλας, κάνοντας σκηνές ζηλοτυπίας προκειμένου να απωθήσει έναν ενδεχόμενο μνηστήρα !

Ο ξάδερφος στην καθημερινή του ζωή χαρακτηρίζεται συνήθως από έννοιες όπως φλώρος , καληνυχτάκιας , λούζερ και σπανιότερα ως αλεπούστης .

- Τι έγινε ρε με το ξανθό ,τι λέγατε ;
- Άστα ρε , χώνονταν ο ξάδερφος κάθε λίγο και δεν μας άφησε να σταυρώσουμε κουβέντα.

- Σκέφτομαι να χωθώ στην τύπισσα απέναντι .. της μιλάει όμως εκείνος ο φλώρος.
- Μη μασάς ρε , ξάδερφος θα 'ναι. Κόψε φάτσα .

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μολόχα είναι λέλουδο και αποτελεί το συνηθέστερο είδος Μαλάχης. Εξ ου και ο άντρας μολόχα αναφέρεται σε άρρενα φλώρο, μαμάκια και ολίγον τι μαλάκα. Το Τσι είναι ενεργειακή δύναμη που ρέει από τις οντότητες μας και χρησιμοποιείται διακαώς από κουλτουλούγκρες και έντεχνα τσικάκια με ενασχόληση την Αέριαλ γιόγκα. Σε συνδυασμό αυτά τα δύο χρησιμοποιούνται για να καταδείξουν κάποιον που δυσανασχετεί με απλές και ξεκούραστες δραστηριότητες χωρίς προφανή λόγο και αιτία.

-Μαν μου, ψήνεις κάνα μπυρόνι μετά τη δουλειά?

- Δεν νομίζω να μπορέσω ρε φίλε

- Γιατί? Θα σου χαλάσει το Τσι μωρή μολόχα?

Got a better definition? Add it!

Published

Ο κάγκουρας.

Τα λεξάκια είναι οι κάγκουρες ή απλά μια παρέα από κάγκουρες.

Η λέξη προέρχεται από τα glx που συχνά χρησιμοποιούνται από τους κάγκουρες και τις παρέες τους. Αργότερα η λέξη άρχισε να χρησιμοποιείται γενικώς για τους κάγκουρες είτε οδηγούν glx είτε όχι.

GLX-ακια=λεξάκια

Αυτός εδώ είναι λεξάκι αλλά είναι καλούλης.

Μου μίλησε μια παρέα λεξάκια στο δρόμο.

Το αγόρι της είναι ένα πολύ γοητευτικό λεξάκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τυπάς που θα σου ζαλίσει τα γεννητικά σου όργανα ενοχλώντας σε με ασήμαντες πληροφορίες την ώρα που πρέπει να κάνεις κάτι σημαντικό.Συνήθως στην παρέα τους είναι είτε οι ήσυχοι που μιλάνε μόνο και μόνο για να σε ζαλίσουν είτε οι δεν βάζω γλώσσα μέσα ότι και εάν γίνει.Το κακό με αυτούς τους τύπους είναι ότι άμα δεν συμφωνείς μαζί τους με την πρώτη φορά που θα σε πουν κάτι θα συνεχίσουν να στο λένε μέχρι να τους χώσεις μπουκετίδι.

Σε εξετάσεις στο σχολείο: -Μαλάκα η Αναγέννηση Γιαννιτσών πήρε δεξί εξτρέμ από την Μποτσουάνα -Στα αρχίδια μου ρε μαλακά Παναγιώτη -Ρε παλιά ο τύπος έπαιζε στην Μπαρτσελόνα Β. -Στον πουτσο μου ρε μαλακά -Ρε θα ανεβάσει την ομάδα στην Α'Εθνική -Δεν με νοιάζει ρε μαλακά Ζαλισοπούτση

Got a better definition? Add it!

Published

Ξαφνικό παραλήρημα φλυαρίας από μέχρι πρότινος διακοσμητικής συμπαρουσιάστριας τηλεοπτικού σόου.
Χρησιμοποιείται ευρύτερα και εντός παρέας ατόμων, όταν μία μη-αντιληπτή και αμίλητη παρουσία, αρχίζει ξαφνικά έναν καταιγισμό σχολίων.

Επί δύο ώρες η Μαίρη ούτε που ξέραμε αν ήταν ζωντανή. Και μετά το γύρισε σε γλαστρίδα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ευχάριστη ατμόσφαιρα στην παρέα, με πειράγματα, γέλια και ανεβασμένη διάθεση, που είναι δυνατό να καταντήσει και ενοχλητική.

- Δεν μπορέσαμε να μιλήσουμε σοβαρά: δύο ώρες μόνο χαχαλομπούχαλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κολλητσίδας, το άτομο που δεν ξεκολλάει από μια παρέα, δεν συνειδητοποιεί πότε η παρουσία του είναι κουραστική, και δεν έχει την ευγένεια να αποσυρθεί διακριτικά.

Τον βαρέθηκα τον Γιώργο! Δεν είναι να του πω πότε θα βγω για καφέ με την κοπέλα μου, και έρχεται και κολλάει σα βδέλλα και ξεχνάει να φύγει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γελοίος, εκείνος που του αρέσει να βρίσκεται πάντα στο επίκεντρο, το σούργελο της παρέας.

- Κοίτα πάλι τι βλακείες κάνει!
- Αφού ξέρεις ρε φίλε, ο τύπος είναι τέρμα κλόουν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος που δεν κολλάει σε μια παρέα, αλλά την ακολουθεί κατ' εξακολούθηση -γίνεται κολλιτσίδας παρόλο που κανείς δεν του δίνει σημασία. Το φαινόμενο εντοπίζεται κυρίως στους φοιτητικούς κύκλους (συνήθως λέει μόνο καλημέρα-καλησπέρα ή μιλάει μόνος του).

- Ποιοι πήγατε για καφέ μετά το μάθημα;
- Οι γνωστοί και φυσικά ο Γιάννης ο άκυρος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified