Ιστορική μάρκα αθλητικών ειδών, η οποία κατέληξε να γίνει συνώνυμο του αθλητικού παπουτσιού. Μία από τις πρώτες εταιρίες αθλητικών που εισήγαγε μαζικά αθλητικά παπούτσια στην Ελλάδα. Με το πέρας του χρόνου, η μάρκα καθιερώθηκε στη συνείδηση και το καθημερινό λεξιλόγιο του Έλληνα, ως το Ersatz του αθλητικού παπουτσιού.

  1. - Ωραίο το σπορτεξάκι, καινούργιο είναι;
    - Ναι, χθες το πήρα.
    - Με γεια!

  2. - Μπαμπά, θέλω να αγοράσω καινούργια σπορτέξ, τα παλιά έχουν σκιστεί!

(από krepsinis, 14/09/08)el viela (από MXΣ, 26/04/11)

Βλ. και ελβιέλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες πατσαβουρέξ:

Εκ της πατσαβούρας, στον υπερθετικό βαθμό χάρη στο υποτιμητικό γαμοσλανγκοτέτοιο -εξ.

1.
- γαμωω τηννν πουταναα σουυυ παλιο μαλακισμενηη την νικολετα μην την ξαναενοχλήσεις γτ θα σου γαμησω οτι εχεις και δεν εχεις παλιο πουτανι αντεεε πατσαβουρεξ μπαζοοο εισαιιι εσυ ξεκωλιάρα ψαντεεεε τωραα γτ θα ξεσπάσω σε σενα ολη μου την ψυχολογία!!! .!.‎

2.
- Αγόρασα λάδι 10-40 ημισυνθετικο μάρκας ΜPΜ, 5λιτρο, και ένα φίλτρο λαδιου Πατσαβουρέξ με σύνολο 21€ με ΦΠΑ. το λάδι κάνει 4€ το λίτρο.
- Τι μαρκα λεει το κουτι; Purflux μηπως;

Πατσαβούρα της Βέρμαχτ (από Khan, 16/10/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ζευγάρι αθλητικών υποδημάτων που δίδεται στους νεοσύλλεκτους του στρατού ξηράς την 1η ημέρα της κατάταξης, μαζί με τον υπόλοιπο εξοπλισμό.

Η προέλευση της λέξης γιωτέξ είναι από το αγγλικό λήμμα sportex ή sport-x και απαντά μόνο σε πληθυντικό αριθμό.
Χρησιμοποιούνται κυρίως από τους γιωτάδες ή γιωτόμπαλα και λιγότερο - κυρίως τις πρώτες μέρες - από φαντάρους που τους έχουν «χτυπήσει» οι αρβύλες. Παλαιότερα τα γιωτέξ ήταν χρώματος λευκού με μπλε σόλα. Τώρα πια διατίθενται σε διάφορα χρώματα.

- Ρε γιωτά, πάλι με τα γιωτέξ κυκλοφορείς! Βάλε και καμιά αρβύλα...

ζιτα ελλας ηταν τα Γιωτεξ.... (από perkins, 23/06/10)τα Γιωτεξ μετά απο  ΣΩ.ΒΕ. (από perkins, 23/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλος τρόπος για να πεις ότι «είμαι τζαμπατζής και προτιμώ να κλέβω ίντερνετ από το γείτονα παρά να δίνω 17 ευρώ το μήνα». Και ίσως, για όποιον θίχτηκε, «που να τρέχω να κάνω συνδέσεις μωρέ, καλό είναι και το γειτόνεξ». Η σύνδεση γειτόνεξ είναι η τεχνολογική εξέλιξη της τράκας, του τζαμπέισον και του δαιμόνιου οικονομικού μυαλού.

Το μόνο που χρειάζεται είναι ένας γείτονας που επιλέγει το ασύρματο ρούτερ γιατί είναι πιο μούρικο και γιατί υπάρχει προοπτική αγοράς μιας συσκευής που μπαίνει ασύρματα στο ιντερνέτ. Από εκεί και πέρα μπορείτε να συνδεθείτε είτε αυτόματα χωρίς να κάνετε τίποτα, είτε με τον κωδικό «1234567890123», είτε με την ημερομηνία γέννησης του γείτονα αν τα πράγματα δυσκολέψουν και έχετε δίπλα άτομο στο οποίο θέλετε να περάσετε την εικόνα του χακερά.

Από τις λέξεις «γείτονας» συν «κόννεξ» μείον τον οτεγιάννη συν τα ψαχτήρια του 11888 (η παρένθεση για την πράξη ανοίγει ακριβώς μετά το μείον και κλείνει ακριβώς μετά το τρίτο 8άρι για να βγουν καλά τα πρόσημα).

- Τί σύνδεση έχεις ρε φιλαράκι και αργεί τόσο το εργαλείο ναούμ';
- Γειτόνεξ ρε τζάμπα αλλά αργό, δεν τα έχουμε κι όλα δικά μας, εμ σαμπού εμ κοντισιονέρ!
- Τί σαπούνια και κοντίσιονερ ρε;
- Δεν το κατάλαβες; Αφού δεν έλεγε αυτοαναφορικά ρε γαμώτο...
- Σε βάρεσε η ακτινοβολία κατακέφαλα μου φαίνεται.

(από nick, 20/05/09)(από GATZMAN, 16/11/10)

Βλέπε και γείτονετ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

O Επενδύτης εκστρατείας M65, κοινώς τζάκετ.

Παρότι κάποιοι τυχάρπαστοι στρατοί ανά τον κόσμο χορηγούν υλικά τεχνολογίας Gore-tex στους στρατευμένους τους, ο ΕΣ προτιμά
υλικά τεχνολογίας Ve-tex.

Ως γνωστό το βετέξ διακρίνεται δια την υδατοαπορροφητική του ικανότητα, όπως και το Μ65.

- Πάω να αλλάξω τον Παντελίδη!
- Πάρε και το βετέξ, ρε όρνιο! Ξυρίζει στα καύσιμα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επειδή οι εμπορικές ονομασίες όμως είναι συνήθως μακρόσυρτες και δυσνόητες και τελειώνουν σε -εξ χρησιμοποιείται ο όρος για να δηλώσει φάρμακο για αποβολή. Εναλλακτικά το χάπι της επόμενης μέρας.

Προς φαρμακοποιό: «Κανα αποβολέξ έχετε;»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified