Αρκτικόλεξο για το For What It's Worth, δηλαδή όποια κι αν είναι η αξία του στα αγγλικά. Χρησιμοποιείται σε εμαίλ ή σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όταν δίνεις μια πληροφορία που δεν είσαι σίγουρος για την αξία της.

FWIW το καλύτερο παγωτατζίδικο βρίσκεται στην αρχή της Ερμού.

Got a better definition? Add it!

Published

Δημοφιλές ακρωνύμιο στο Διαδίκτυο σημαίνει θα είμαι ειλικρινής (Not Gonna Lie).

NGL, η καινούργια ταινία του είναι μάπα.

Got a better definition? Add it!

Published

Αρκτικόλεξο για το That Feeling When δηλαδή Αυτό Το Συναίσθημα Που. Συνηθίζεται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ως αρχή ποστ.

TFW που σου έχουν στρώσει το κρεβάτι σε πεντάστερο ξενοδοχείο και δεν θέλεις να βγεις από το δωμάτιό σου όλη μέρα, ακόμη κι αν είναι να δεις τα καλύτερα αξιοθέατα...

Got a better definition? Add it!

Published

αρτί, αρτάρω, ντιέμ(ι), (αν)φόλο, φαβ

Πολύ συνηθισμένη τουιτεράδικη αργκό, που ναι, και κατά την δική μου γνώμη, έχει μεγάλη σχέση με το σεκσ και το Fuckingham (βλέπε τα περισσότερα παραδείγματα).

  • Άρτι ή αρτί είναι η κοινοποίηση, το RT, δηλ. το retweet στο ελληνικό τουίτερ (μη το φοβάστε, δε δαγκώνει ;)). Και το ρήμα, αρτάρω.

    1. Μην χαίρεστε που σας κάνει αρτι βρε κορίτσια, αλλού πηδάει ΕΔΩ
    2. Ο καλός νέος φολλοερ ειναι ο αρτι αφιχθεις.
    3. Μη μου κανετε αρτι. Μου σηκώνεται.
    4. Αν τον έχεις παίξει κι εσύ με την Σία κάνε αρτί. #debate #skai_mounares
    5. Εφαγε τη ζωη του στα αρτια ΕΔΩ
    6. Να θες να αρτάρεις Αϊβαλιώτη και να σ' έχει μπλοκαρισμένο, αυτή η μάστιγα. ΕΔΩ
  • Ντιέμ και ντιέμι είναι το προσωπικό μήνυμα, το DM (από το “Direct Message”).

    1. Αναβει φωτακι: "ΩΧ ΕΧΩ ΠΕΣΗΜΑΤΙΚΟ ΝΤΙΕΜΙ", το ανοιγεις, σου λεει οτι εχεις γινει σουργελο καπου, σου δινει το http://mintopatiseis.com/mpravomalaka
    2. τον τζονυ λυπαμαι που κατεληξε να μιλαει με μενα αντι ν καυλαντιζει στα ντιεμια (εδω)
    3. ε όχι κ ντιέμι για ορθογραφικό λάθος δεν είμαι η μπαμπινιώτισσα η βάντα είμαι #kollhmenoi_or8ografoi
  • Φόλο και το αντίθετό του ανφόλο (απ' το follow και unfollow, αντίστοιχα): να ακολουθείς κάποιον και να σταματάς, πατώντας το αντίστοιχο κουμπάκι.
    Συνώνυμο του ανφόλο: κερνάω ανφρέντο

    1. Μερικοί το έχουν πάρει πολύ σοβαρά το twitter.. Σε λίγο θα τους κάνεις ανφολο και θα σου ζητάνε διατροφή ΕΔΩ
    2. Γμτ παλεύω συνέχεια με αυτά τα ωραία σας (αρτί, φόλο, ανφόλο, ιντεράξια, ντιέμ, τιέλ, τουιτάρει) Ωραίες λέξεις, αχαχαχαχαχαχ, αλαμπουρνέζικα ΕΔΩ
  • Φαβ (απ' το favorite) = να χαρακτηρίζεις αγαπημένο ένα τουί.
    Συνώνυμο: φαβορίτα.

    1. -Πόσο καιρό είστε μαζί;
      -Γύρω στα 10 φολο/ανφολο, 400 ντιεμ, 90 αρτί και 30 φαβ ΕΔΩ
    2. Γαμάτα περνάμε Σαββατο βραδυ εδώ μέσα, αρτια, φαβ, αμένσιοτα, ντιεμ, άκυρα σχόλια, κουοτ, .... τί βρίσκουν οι άλλοι οι μαλακες εξω;.. ε παιδιά; ΕΔΩ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα σβαγκουροειδή πιπιναριά το κλίνουν πλέον το γιόλο κανονικά. Ωσεκτουτού λημματογραφούμε την σλανγκιά αυτή εν τη γενέσει της, στα σχολειά, τα ινσταγκράμια και στα ασκ.εφέμια.

Για να το κάνω πιο λιανά σε όσους γεννήθηκαν προ του 2000, γιολάρω σημαίνει προβαίνω σε κάθε λογής μαλακία, γιατί η ζωή είναι και καλά μικρή, και τις απαθανατίζω στο εξυπνόφωνο με ένα τσίου ή με μια σέλφικη ποζεριά, ποιούμενος πάντα την νήσσαν και με παρατεταμένα τον δείκτη και το μέσο δάχτυλο.

Βλ. το τελευταίο γιολάρισμα στην άσφαλτο γνωστού χιπχοπά (1ο μήδι).

1.
- Είδα τη λέξη «Σελφάρω».Έχω πάρει το λεξικό του Μπαμπινιώτη σκίζω μία μία τη σελίδα και τη μασάω.
- που να δείς και το «Γιολαρω». Όλη τη βιβλιοθήκη του Καποδιστριακού θα φας.

2.
- Θέλει αντοχές να ζεις χωρίς καταχρήσεις.. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι χάνεις το ωραίο κομμάτι αυτής της ζωής. Γιολάρουν.. και τέλος; έχουμε μία ζωή για να τα κάνουμε όλα πουτάνα...; ή μήπως για να τη ζήσουμε όσο καλύτερα γίνεται και να την αξιοποιήσουμε στο έπακρον.. Γιόλαρε το και άλλες πίπες. Ζήσε καλά.

3.
- «Δεν μπορώ τώρα, γιολάρω.» ~Barack Obama

4.
- γενικά γιολάρω τα σαββατοβραδα βλεποντας ταινιες

5.
- Τελικά ξεανγχωθηκα, δόξα τω θεω. Πέρα από το γεγονός ότι κατάλαβα ότι δεν έχω ξεχάσει τα πάντα όπως νόμιζα Razz συνειδητοποίησα ότι σήμερα είναι η τελευταία μέρα άγχους και από αύριο θα γιολαρω σα τις πουτάνες Laughing

6.
- ΓΙΟ ΓΙΟ ΚΑΤΣΑΡΙΔΑ ΜΕ ΜΑΓΙΟΟ ΠΟΥ ΓΙΟΛΑΡΕΙ ΣΑΝ ΤΡΕΛΟ ΓΙΟ ΓΙΟ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελληνοποιημένα το «gr» (τζι αρ) που απαντάται σε sites και σε ηλεκτρονικές διευθύνσεις.

- Για πες μου την ηλεκτρονική σου διεύθυνση για να σου στείλω με mail τα αρχεία που μου ζήτησες.
- Petropoulos τελεία γκουρού.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διαδικτυακή συντομογραφία της έκφρασης «κατά την ταπεινή μου γνώμη» με την οποία τα Greek geeks αποδίδουν το αγγλικό ΙΜΗΟ (in my humble opinion).

  1. - Η Huffington post μαζεύει χρήσιμα widgets για την αποτελεσματικότερη διαδικτυακή παρακολούθηση των εκλογών στις ΗΠΑ. Από αυτά πιο ενδιαφέρον το google map κττμγ.

  2. - ΚΤΤΜΓ, το πρόβλημα είναι ότι αν αρχίσουμε να χρησιμοποιούμε αδιακρίτως ελληνικούς τεχνικούς όρους (ακόμη και σε αμετάφραστες περιπτώσεις), κάποιος που θα μάθει τους ελληνικούς δεν θα μπορεί να διαβάσει αγγλικά βιβλία γιατί δεν θα ξέρει τους αγγλικούς.

(Παραδείγματα από την γκικόσφαιρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απλό ρήμα, αποτελούμενο από το λολ / λωλ (αγγλ. lol, δηλ. laughing out loud) και την κατάληξη -άρω, και στη γλώσσα του διαδυκτίου σημαίνει γελάω.

Η χρήση του λολάρω (τουλάχιστον στον γραπτό ιντερνετικό λόγο) εκφράζει την κυριολεκτική κατάσταση γέλωτος, στην οποία βρέθηκε ο χρήστης αφού είδε ή διάβασε κάτι που θεωρεί αστείο, και διαφοροποιείται από το απλό λολ ή lol, που πλέον χρησιμοποιείται καταχρηστικά και σχεδόν μετά από κάθε πρόταση, χωρίς να δηλώνει απαραίτητα την διάθεση του χρήστη να γελάσει.

Όσον αφορά τον προφορικό λόγο, το λολάρω χρησιμοποιείται από τον ομιλητή όταν θέλει να δώσει έναν τόνο ειρωνείας στην απάντησή του προς το, όχι και τόσο πετυχημένο, αστείο του συνομιλητή του (π.χ. να λολάρω τώρα ή μετά;). Αντιθέτως το λολ ή lol σημαίνει ότι ο χρήστης γελάει από ευγένεια, χωρίς να συνοδεύεται απαραίτητα από ειρωνεία, δοκιμάζοντας, κατ' αυτόν τον τρόπο, την νοημοσύνη του συνομιλητή, αλλά και την δική του ευγένεια, με την προφανή δήλωση ότι είναι ευγενικός που δεν γελάει ακριβώς (αντ' αυτού λολάρει).

  1. Στο Highlander είναι ο McCloud με μια γκόμενα σε ρομαντικό δείπνο υπό το φως των κεριών, και κρατάνε από ένα ποτήρι μπράντυ στο χέρι. Σε κάποια φάση ρωτάει η γκόμενα: «Shall we have a toast;». Και μεταφράζει ο μάγκας στους υπότιτλους:«Θες ένα τοστ;» Λολάρω κάνα 5λεπτο λέμε.... (Από εδώ)

  2. αφασία ειναι τα ανεκδοτάκια ειδικά αν τα ακούς από προικισμένο αφηγητη …στο internet βεβαια χάνουν αρκετή από την γοητεία τους αλλά εγώ και έτσι λολάρω. (Από εδώ)

  3. λολολολολ! λολάρω, δεν μπορώ να κάνω κάτι άλλο, βλέπω απο τον μικρό μου αδερφό παιδιά... άστε βράστε είναι η εκπαίδευση πλέον... (Από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελληνική απόδοση του «omg», συντομογραφία του «oh my god» που σημαίνει «ω θεέ μου». Χρησιμοποιείται κυρίως από gamers σε περιπτώσεις που συμβαίνει κάτι αξιοθαύμαστο ή όταν κάποιος το πνίγει.

Ο μι τζι ρε μαλάκα, το νούμερο δεν με χίλαρε και πέθανα!!

Ο μι τζι, ρε φίλε τι κώλος είναι αυτός!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified