Χρηματικό ποσό που καταβάλλεται σε κάποιον δικαιούχο και που όμως αποτελεί ένα μόνο μικρό κλάσμα της συνολικής οφειλής, η οποία βέβαια στις μέρες που ζούμε είναι άγνωστο αν και πότε θα εξοφληθεί ολόκληρη.

Συνέχισε ο ΕΟΠΥΥ με τις ευλογίες όλων των ...παρεπιδημούντων την πληρωμή μας με την μέθοδο των ...σφηνακίων . Καθιερώνεται πλέον ΟΡΙΣΤΙΚΩΣ η μέθοδος αυτή χωρίς να ληφθεί υπόψην ότι οι επιταγές μας δεν ειναι ...σφηνάκια! Και ότι οι κατασχέσεις πάνε σύννεφο!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λήμμα που κατατίθεται με απεριόριστο ρισπέκ στον τρισμέγιστο ορίτζιναλ σλανγκογνώστη Γιώργο Γεωργίου.

Ερμηνεύεται ως το έσχατο σημείο απελπισίας λόγω χρεών, ένα βήμα πριν το πουλί δηλαδής. Το σημείο αυτό χαρακτηρίζεται απαξιωτικό ακόμα και μεταξύ των αλανιών που μεταχειρίζονται τέτοιου είδους εκφράσεις, και που βεβαίως δεν θεωρούν ανήθικο το να είσαι ωραίος και να έχεις και τα χρέη σου.

Μπαινοντας βαθιά στην ουσία του λήμματος, διαπιστώνουμε τα εξής:

  • Ότι η αλυσίδα του χρέους καταλήγει σε άτομα εκτός του monkeysphere του ομιλούντος
  • Μιλάμε σαφώς για ένα πληθος πολυάριθμο, αλλά ποτέ «όλον τον κόσμο», να μη λεμε και υπερβολές, σοβαροί άνθρωποι!
  • Η υποδιαίρεση της ανθρωπότητας στην οποία αναφερόμαστε αποτελεί κομματι του δυτικού ανεπτυγμένου κόσμου, οπότε και θα στραφούν σε ένδικα (και όχι μονο) μέσα για να πάρουν τα λεφτά τους.

(φορουμοαποριών συνέχεια....)

Γεια σας παιδιά.
Δουλεύω 6 χρόνια σε Α.Ε. ως τεχνικός η/υ με σύμβαση αορίστου χρόνου. Η συγκεκριμένη εταιρία χρωστάει σε όποιον φοράει παπούτσια. Ειδικά σε μένα χρωστάει «μόνο» μισθούς 10 μηνών συν δώρα. Το Φλεβάρη εγώ μπαίνω φαντάρος και από ότι διάβασα σε μερικές απαντήσεις σας δεν είμαι υποχρεωμένος να παραιτηθώ. Δυστυχώς θα κινηθώ δικαστικά [...] (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

βερεσέ (επίρρημα): με πίστωση. Από το τουρ. veresiye, υπάρχει και ο τύπος της λέξης βερσιγιέ.

Ο βερεσές είναι η αγορά ή η πώληση με πίστωση. Τα βερεσέδια είναι τα οφειλόμενα χρήματα της αγοράς ή πώλησης με πίστωση. Το βερεσέδικο είναι το αντικείμενο που αγοράζεται/πωλείται με πίστωση.

τα ακούω βερεσέ: χωρίς να δίνω σημασία, χωρίς να τα λαμβάνω υπόψη. Απάντηση με έμφαση στο «ότι έχω ήδη πάρει την απόφαση μου και δεν με μεταπείθεις».

τζάμπα και βερεσέ: χωρίς σοβαρή αιτία, άσκοπα, μάταια, άδικος κόπος, πήγε στράφι.

  1. Αυτός, όλο βερεσέ αγοράζει χωρίς να ξεπληρώνει, πότε θα αγριέψουν οι προμηθευτές να του κάνουν κατάσχεση στην περιουσία του, δεν ξέρω… (=με πίστωση)

  2. – Δεν φοβάσαι τι θα ‘πει ο κόσμος αν προχωρήσεις στο διαζύγιο; - Αυτά τα ακούω βερεσέ! Ήδη έκανα την αίτηση διαζυγίου. (=δεν δίνω σημασία)

  3. –Τελικά ο δρόμος θα περάσει από αλλού. - Κρίμα, τόσος κόπος για να φτιάξουμε το εστιατόριο πήγε τζάμπα και βερεσέ. (=μάταιος κόπος)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified