Στη ναρκοσλάνγκ, ο τύπος ή το μέρος που μπορείς να βρεις ή/και να προμηθευτείς ό,τι βάλει ο νους σου (θεωρητικά) από τα είδη ναρκωτικών που κυκλοφορούν. Συνήθως αυτός ή εκεί που υπάρχει κάποια ποικιλία γιατί σπάνια έως ποτέ δεν τα έχει κάποιος όλα.

-Λέω να φύγω για κάνα μήνα κάμπινγκ στη Ίφκινθο και πρέπει να ψωνίσω τίποτα, έχεις καμιά καλή άκρη;
-Tράβα στο Τζίμακα, αυτος είναι φαρμακείο. Ό,τι γουστάρεις τό 'χει.
-Και οι ξήγες του, λένε;
-Όπως σε κόψει...

«Με περνάει μια βόλτα από τό Σύνδεσμο... μαλάκα φαρμακείο εκεί μέσα... χόρτα, σκόνες, χάπια... Τα πάντα όλα! Τρόμαξα να βγω...»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Mαγαζί προϊόντων ή υπηρεσιών, με ατελείωτη και συνεχή πελατεία. Ο μαγαζάτορας δεν προλαβαίνει να πουλάει και να κόβει μονέδα αβέρτα. Σα να έχει δηλαδή μία μηχανή και να κόβει λεφτά. Η ποιότητα είναι αντιστρόφως ανάλογη της επιτυχίας του στην αγορά. Στην εξυπηρέτηση ισχύει το «φύγε εσύ, έλα εσύ». Η επιτυχία του είναι αποτέλεσμα καλής διαφήμισης, δημοσίων σχέσεων και της αγελαίας νοοτροπίας αυτών που προθύμως καταθέτουν τον οβολό τους. Κοφτήρια μπορεί να χαρακτηριστούν οιεσδήποτε επιχειρήσεις, από περίπτερα ή φαστφουντάδικα, μαγαζιά γωνία, μέχρι ιατρικές κλινικές και δικηγορικά γραφεία. Το άκουσα από κάποιον που μιλούσε για κλινικές εξωσωματικής γονιμοποίησης.

  2. Επικίνδυνο οδικό σημείο, για οδηγούς ή πεζούς. Π.χ., για τους πεζούς που διασχίζουν το δρόμο, η Κηφισίας στο ύψος της Εθνικής Αντιστάσεως ή του Φάρου Ψυχικού. Μουστάκια, τον παίρνεις.

  3. Κοφτήριο (και κόφτης), λέγεται ο αμυντικός ποδοσφαιριστής με ειδικότητα στα τζατζαρίσματα και τα κλαδέματα των αντιπάλων επιθετικών. Επικίνδυνος αλλά αποτελεσματικός.

  1. Κοφτήριο λιρών είναι αυτά τα καλσόν, άσε που πιάνεις και κανένα μπουτάκι από τα μοντέλα που τα δοκιμάζουν (από ιστολόγιο).

  2. βλέπω στα αριστερά, πάνω στο δρόμο, δύο σκυλιά. το ένα ξαπλωμένο, το άλλο από πάνω του στηλωμένο να το κοιτά. εκείνο το σημείο είναι «κοφτήριο». όποτε μπαίνω γκαζώνω μη με πάρει αμπάριζα το ρεύμα της Ηλιουπόλεως που κατεβαίνει αλαφιασμένο. έτσι μπήκα και χτες, προσπέρασα τα σκυλιά, προσέχοντας απλά μην με πάρουν στο κατόπιν. ομόνοια, εφημερίδες, μια έγνοια μην και δεν έκλεισα τον εξαερισμό και τον ακούνε οι γείτονες όλη νύχτα, πάλι πίσω, ήταν κλειστός. ξανά Ηλιουπόλεως, η κίνηση κάλμα. τα σκυλιά-είκοσι λεπτά μετά-ασάλευτα στην ίδια θέση. τα προσπερνάω αργά αργά και τα κοιτώ. το ξαπλωμένο είναι σκοτωμένο με το αίμα στην άσφαλτο. το όρθιο, με τονα πόδι αριστερά και το άλλο δεξιά από το ψοφίμι, το κοιτά μπρος του αδιαφορώντας παντελώς για τα αμάξια που έρχονται από πίσω του στη λωρίδα της ταχείας κυκλοφορίας. παρκάρω κανένα τέταρτο παρακάτω και κοιτώ από τον καθρέφτη τα δύο σκυλιά. τέτοιο ξενύχτι νεκρού δεν έχω ξαναδεί... (από ιστολόγιο, έβαλα όλη την παράγραφο γιατί μου άρεζε)

  3. Ο Καλλιτζάκης ήταν μεγάλο κοφτήριο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη Κουτάλας παραπέμπει στο διασημότερο ίσως περίπτερο της ευρύτερης μητροπολιτικής περιοχής της Αθήνας. Κατά καιρούς του έχουν γίνει διάφορα χαζο-αφιερώματα σε περιοδικά κλπ. Βρίσκεται στην παραλιακή λεωφόρο, στην κάθοδο, αμέσως μετά τη διασταύρωση της Βάρης και καμιά κατοσταριά μέτρα από εκεί που τελειώνει η λεωφ. Βουλιαγμένης.

Διατί Κουτάλας; Διότι σ' αυτό το περίπτερο όλοι σχεδόν οι πελάτες εξυπηρετούνται όντες εντός του αυτοκινήτου τους, μέσω μιας μακριάς κουτάλας (πιο πολύ φέρνει σε φτιάρι που 'χει για λαβή ένα σκουπόξυλο) που χειρίζεται ο επιδέξιος περιπτερούχος. Οι εποχούμενοι πελάτες, αφούν πουν τι θέλουν, τοποθετούν πρώτα το αντίτιμο στην αδηφάγο κουτάλα. Κατόπιν, αφού ο κουτάλας τσεπώσει το μπακίρι, η κουτάλα επιστρέφει γέμουσα αγαθών.

Εννοείται πως ο Κουτάλας έχει θησαυρίσει και τρώει κυριολεκτικά με χρυσά κουτάλια. Είναι κυριολεκτικά μαγαζί-γωνία. Δεν υπάρχει παραλιόβιος που να μη γνωρίζει το πέρασμα αυτό. Όλα τα σκυλιά της αθηναϊκής (καλοκαιρινής) νύχτας έχουν κάποτες αφήσει τον οβολό τους εκεί. Το ίδιο ισχύει και για τα στίφη των λουόμενων του καλοκαιριού, που κατευθύνονται προς τις παραλίες της Βουλιαγμένης, της Βάρκιζας, της Σαρωνίδας κ.ο.κ.

Διότι (και αυτό είναι πολύ σημαντικό) μετά τον Κουτάλα, τα περίπτερα στην παραλιακή μετριούνται στα δάχτυλα του μισού χεριού. Εκτός αυτού, είναι ψιλοχωμένα και δεν βρίσκονται ακριβώς απάνω στον κεντρικό δρόμο, ώστε να σκάσεις εκεί μπαμ με το αμαξικό σου και να τσιμπήσεις κύριος τα σιγαρέτα σου ή ότι άλλο γουσταρίζεις. Πρέπει να κάνεις παρακάμψεις και μανούβρες για να τα προσεγγίσεις, όπως π.χ. με το περίπτερο που ειναι στο Λαιμό της Βουλιαγμένης. Μανουριάρικες καταστάσεις, όπου χάνεις χρόνο και γίνονται τα νεύρα σου ζαρτιέρες.

Και στο πέρασμα του Κουτάλα όμως παίζει να γίνουν τα νεύρα σου κρόσια, εξαιτίας του τράφικ που δημιουργείται εκεί από αυτοκίνητα που περιμένουν στην ουρά να εξυπερετεθούν. Αν τώρα εσύ υπήρξες τόσο μαλάκας, ώστε προνόησες να καβατζωθείς με τσιγάρα κλπ και να μην ψάχνεις τελευταία στιγμή, τότε καλά να πάθεις. Θα τους λουστείς και θα περιμένεις μαζί τους...

Σ.ς.: Το παρόν λήμμα αναφέρεται σε συγκεκριμένο φαινόμενο του λεκανοπεδίου Αττικής και ειδικότερα της παραλιακής λεωφόρου. Ως εκ τούτου, ζητούμε την κατανόηση χρηστών μη εξοικειωμένων, για οποιοδήποτε λόγο, με το μαγικό κόσμο της και καλούα ελληνικής Ριβιέρας.

  1. - Μαλάκα ελπίζω να πήρες τσιγάρα.
    - Ω ρε πούστη μου το ξέχασα τελείως. Θα σταματήσουμε στον κουτάλα.

  2. - Άντε ρεεεεε...! Τσουλάτε καμιά ώρα τα καρότσα σας να φύγουμε!
    - Κουλ ντάουν βρε μαλάκα! Δλδ τι περίμενες, Κυριακή μεσημέρι καλοκαιριάτικο και να μην έχει κίνηση στην παραλία;
    - Δεν κατάλαβες, είναι που όλοι οι μαλάκες έχουν σταματήσει εδώ στον κουτάλα και κλείνουν το δρόμο.
    - Ε νταξ ρε φίλε, τότε ας πρόσεχες να μην έπιανες δεξιά λωρίδα σαν τους γέρους.
    - Βρε δε γαμιέσαι κι εσύ κι ο κουτάλας λέω γω;

Φωτό: Βράσταγκιρλ. (από Vrastaman, 21/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified