Further tags

Χαρακτηρισμός για γυναίκα που κάνει παντρεύεται με ομοφυλόφιλο άντρα για να διατηρήσει για λόγους status την ψευδαίσθηση πως είναι ετεροφυλόφιλος

Είναι γνωστό πως ο Kanye είναι gay (ή έστω bi) και η Kim είναι γένια

Got a better definition? Add it!

Published

Τελικά γούσταρε το γκομενάκι και μάλιστα νομίζω ότι άρεσα και στην φίλη της οπότε ό,τι και να γίνει έχω και καβλάτζα.

Καβάτζα σε γκόμενα. Ρήμα: Καβαλατζώθηκα

Got a better definition? Add it!

Published

Παράδειγμα εδώ - Πω πω ρε μάγγα τι σκυλαίουρος ήταν αυτός? Να πιω τα ζουμιά της και ας πάθω ζάχαρο - Πούτσα και ξύλο ρε μάγγα, πούτσα και ξύλο.

Σώμα αιλουρίσιο, πρόσωπο σκυλί.

Φονικός συνδυασμός για πολύ ματομούνι.

Got a better definition? Add it!

Published

Όρος που χαρακτηρίζει συνήθως γκόμενα κακοφτιαγμένης σωματικής διάπλασης όπου παραπέμπει αστραπιαία σε έκθεση/απορρόφηση τεραστίων ποσοτήτων ραδιενέργειας κατά το ατύχημα του Τσερνομπίλ το σωτήριον έτος 1986.

Εντούτοις μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως συνώνυμο της φλόμπας, σώρας, φακλάνας πεταμένης κτλ Δεν έχει παρατηρηθεί προς το παρόν αν υποσυνείδητα μαγνητίζεται από τη ραδιενέργεια αυτός ο ξεχωριστός πληθυσμός γυναικών, έστω και εικονικά υπό την μορφή ταινιών(Godzilla, Hulk κτλ)

- Γιώργο κοίτα το καινούργιο μου δαχτυλίδι στο πόδι! Δεν είναι τρομερό?!!

- Μωρή Τσερνομπιλιάρα πως στραβώνει έτσι το δάχτυλο σου, τώρα το είδα!

- Αγαμήσου Γιώργο...

Τυχαίο δείγμα ποδιού Τσερνομπιλιάρας απο την διάλεξη "Τσερνομπίλ: Ημουν και εγώ εκεί"

Got a better definition? Add it!

Published

Η γκόμενα.

(προφανώς συνδέεται με τους υπάρχοντες ορισμούς, αλλά βλέπουμε ότι το λήμμα μπορεί άνετα να καλύψει μεγαλύτερο εύρος περιπτώσεων)

- Θα έρθεις σήμερα μαζί μας ρε;

- Μπά όχι ρε, βαριέμαι. Δεν έχω και λεφτά...

- Ναι, αλλά θα είναι και η ξαδέρφη της Νίκης.

- Έλα ρε, σοβαρά; Αν είναι καλό κουλούρι έρχομαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά σημαίνει το θηλυκό, τη γυναίκα, την ηρακλιά. Ευτυχώς ετυμολογήθηκε από τη ρομανί (βλ. λήμμα Πονηρόσκυλου: <rakli, rakhli = κοπέλα, κορίτσι, κόρη – ξένη, όχι Ρομ στην καταγωγή· η Ρομ κοπέλα είναι čhaj) κι έτσι δεν χρειάζεται να κάνουμε πορτοκαλιστικές παπαρετυμολογίες από τον ήρωα Ηρακλή.

Όπως ο Ηλίας Πετρόπουλος που περιέχει μια ενδιαφέρουσα γιαλομιά στην α΄ έκδοση των Καλιαρντών (1971), αναφερόμενος σε φοβία (εννοείται των ομοφυλόφιλων προς τις γυναίκες στις οποίες αποδίδουν τα ονόματα ηρακλιά, ηρακλωτό, ηράκλω) ή και σε ειρωνεία.

Έτσι μπήκα στο μουτζότσαρδο [...] κάθησα στη μολτοκαθίστρα και άβελα μαρμαρού το ηρακλωτό... Βγήκε η Μίλα η Ρωσίδα ξανθιά με ωραίο baby doll και λυγερή κίνηση. (Από κριτική στο Μπου).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα που έχει σεξουαλικές σχέσεις με πάρα πολλούς άντρες. Πρόκειται για κάτι σαν ψωλαποθήκη, μόνο που όχι μόνο αποθηκεύει τις ψωλές, αλλά είναι και φύλακάς τους, βγάζοντας και κάτι το κυριαρχικό επί των ψωλών. Ας πούμε, ένα είδος φαροφύλακα που οργανώνει τα καράβια που σέρνει το μουνί της.

Πρόκειται για μια από τις προσφιλείς λέξεις του Μάκη Τσίτα, του οποίου το έργο Μάρτυς μου ο Θεός (Βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης 2014) έχει μεγάλη σλανγκική σημασία, καθώς, όπως παρατηρεί ο Φοίβος Δεληβοριάς, είναι ένα από τα πρώτα λογοτεχνήματα που έχουν γραφτεί σχεδόν σαν να είναι παραθέσεις ποσταρισμάτων μιας τρολοπερσόνας στο Φέισμπουκ, μόνο που ο αφηγητής είναι ένας εξωδιαδικτυακός τρολός, που δεν παύει όμως να τρολάρει και να αυτοτρολάρεται ασύστολα, δείχνοντας έτσι κρυμμένες αλήθειες της ελληνικής κοινωνίας, αλλά και ανοίγοντας πιθανόν τον δρόμο για ένα νέο είδος τρολογοτεχνίας (το επόμενο στάδιο μετά τη μπλογοτεχνία). Το έργο είναι ασφαλώς σλανγκοπεριβόλι, αν και οι πολλές σλανγκιές του υπάρχουν ήδη στο σάη μας.

  1. Σκέφτομαι πως αν η Ευμορφία και η Ρωρώ αποφασίσουν κάποια στιγμή να γίνουν πλούσιες, θα τα καταφέρουν μια χαρά. Η πρώτη θα μπορούσε να βρει καμιά δεκαριά μαλάκες παύλα θύματα σαν κι εμένα. Η δεύτερη εάν είχε φάρο σε ένα ακρωτήρι κι έβαζε ανακοίνωση στον Τύπο που να λέει ότι από την τάδε μέχρι την τάδε ημερομηνία μπορείτε να 'ρθείτε να με πηδήξετε, θα έβλεπες κάθε μέρα απ' έξω να συνωστίζονται βάρκες, βαρκούλες, καίκια, κρουαζιερόπλοια στη σειρά. Θα τους έδινε και στίγμα ναυτιλιακό. Αυτή είναι γεννημένη για ψωλοφύλακας. Θέλει να καταμετρήσει τις αντρικές αντοχές. Αναλυτικώς. (Μάκης Τσίτας, Μάρτυς μου ο Θεός, Αθήνα: εκδ. Κίχλη, 2013, σ. 198).
  2. Ο Χρυσοβαλάντης, για να υπάρξει, σιχαίνεται τους Πακιστανούς, τα «πορνώδη γερόντια», τις λεσβίες, τους Αλβανούς, τους Ρώσους, τα κυκλώματα, τους μασόνους, τους άθεους, τους συναδέλφους του, τις γυναίκες-«ψωλοφύλακες», τις τράπεζες, τα ριάλιτι, τους πουλημένους δημοσιογράφους. (Φοίβος Δεληβοριάς για Μάκη Τσίτα).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τούμπανη γκόμενα ή γενικά όταν θέλουμε να χαρακτηρίσουμε κάτι πολύ φίνο γενικότερα.

Μαλάκα αυτή η Νίκη τι πιστόλι είναι... Περπατάει και πέφτουν σαγόνια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ύφος χώστρας

Είναι αυτή που τα χώνει, χωρίς να μασά τα λόγια της. Ο θηλυκός μάγκας που ξεσπαθώνει και απειλεί το φαλλοκρατικό δικαίωμα της αντιμιλιάς και του τελευταίου λόγου (του άντρα του πολλά βαρύ που το κέφι του θα κάνει και θα πει και μια κουβέντα παραπάνω, βρε αδέρφι, αυτού που από την κοινωνία αναμένεται να είναι χώστης κι αυτός αλλά μόνον αυτός ρυθμιστής της συμπεριφοράς ασκώντας μέσα από το χώσιμο κοινωνικό έλεγχο). Είναι ανώτερη της γλωσσούς, κινείται βέβαια στο ίδιο μήκος κύματος, γιατί και άποψη έχει και μπορεί να κλείσει μια κουβέντα με το δικό της λόγο ως τελευταίο με επιχειρήματα που βαρούν κατά θανάτου, βροντερά που στήνουν στον τοίχο αυτόν με τον οποίο τα βάζει/ έχει τη λογομαχία.Τα λέει τσεκουράτα, έξω από τα δόντια και τα χώνει αδρά χωρίς αβρότητες, λεπτότητες ή τακτ. Η ειλικρίνειά της αγγίζει τα όρια της ωμότητας, αφοπλίζοντας φίλους κι εχθρούς που θα βρεθούν στο πέρασμα της ορμητικής της λάβας: ειδικά όταν είναι οργισμένη κινδυνεύουν με φωτιά τα παντζάκια τους. Χτυπάει όποιον βρει, όπου βρει ως παρενέργεια που έχει πάνω της η τρομερή άτις. Σε ακραίες περιπτώσεις μπορεί να πάρει και τη μορφή της Δευτέρας Παρουσίας της ίδιας κι αυτό προκρίνεται από το βαθμό στην κλίμακα οργής που κατέχει στην εκάστοτε περίπτωση. Η χώστρα τα χώνει έχοντας ισχυρό εφαλτήριο. Κάποιο περιστατικό που τη θίγει προσωπικά, στην ευαίσθητη τιμή της, δεν είναι ένα τσουτσέκι που απλώς τη λέει, όπως μπορεί να είναι η γλωσσού. Είναι άτομο υψηλού ηθικού φρονήματος, τιμιότητας και τιμά τα παντελόνια που φορεί όσον αφορά στην επαναφορά της τάξης από την ξεστρατιθείσα γνώμη αυτού που της άναψε φωτιές. Ο απώτερος στόχος του χωσίματός της δεν είναι απλώς το ξεφτιλίκι, αλλά μια πρόκληση υπέρβασης ορίων προς το καλύτερο γι' αυτόν που το δέχεται. Στήνει απέναντί του τον καθρέφτη των αδυναμιών του και αυτές υποδεικνύει προς βελτίωση, αλλαγή, εξάλειψη. Ηθικοπλαστική, με ηθικά διδάγματα γνώμη κυρηγμάτων επί της ουσίας, ο λόγος της. Αλλιώς και άγγελος τιμωρός.


-... Και τότε του είπα πως όταν λογοδοτήσει για τη ζωή του τί θα έχει να πει όταν θα παραδίδει την ψυχή του; Πως έφυγε όπως ήρθε, του κουτιού! Με τη ζελατίνα του ανέγγιγη. Το μόνο που έχει να πει, συνοψίζεται σε 5 λέξεις: Πιπί, κακά, μαμ, σεξ και νάνι! Κουραδομηχανή και τίποτε άλλο... Και για το μόνο που μπορεί να παινευτείς είναι για το ότι σαν αποτυχημένος ήταν πολύ πετυχημένος!
- Πω... Κι αυτός τί σού' πε;
- Τίποτα... Τί να μου πει.. (μορφασμός με συνοφρυωμένη κλαψομούνικη έκφραση και χείλη ελαφρώς ανοιγμένα, στρόγγυλα σε θέση "Ουουου") Καθόταν και με κοίταζε... Σαν το κλαμμένο μουν!...
- Ε, μα! Είσαι κι εσύ... Τα χώνεις γερά...
- Τί να πω... Είμαι κι εγώ... Χώστρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το θηλυκό και υποκοριστικό του τεκνό (<ρομανί λέξη tikno= μικρό). Πρόκειται δηλαδή για το πιπίνι, για το λολιτάκι, για το μουνίδιον που είναι στα ντουζένια του, για τη νίτσα μουνίτσα.

  1. Τι μου λες;; Δηλαδη είναι πιπινουαρ γκόμενα, τεκνιτσα που κουναει κωλο στο ρυθμο και φοραει μαβιες μποτες, γκετες , τιραντες, σκουφι με φουντα, γαντια με κομμενα δαχτυλα και παντελονι με το σκισιμο πανω στο μπουτι σαν αυτό που το ειδε η μανα μου και το μπαλωσε κι αλλαξε πεντε χρωματα από την τσατιλα της η ξαδελφουλα μου;; (Εδώ).
  2. Μου την έχει καρφώσει με μια τεκνίτσα!! (Ατάκα του Μάνθου από τη σειρά "Κωνσταντίνου και Ελένης", αλιευθείσα από το Φέισμπουκ).

Ο όρος περιλαμβάνεται στα Καλιαρντά του Ηλία Πετρόπουλου (Αθήνα, 1971), όπου λέγεται ότι σημαίνει όχι μόνο τη μικρούλα, αλλά και τον νεαρό κίναιδο.

Ακόμα, την πολύ μικρής ηλικίας gay, τον «πουστράκο», τον λένε «τεκνίτσα». (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified