Μισός άνθρωπος και μισός θέατρο. Πώς λέμε λυκάνθρωπος, βατραχάνθρωπος κλπ;
Τιμητικός τίτλος για ηθοποιό απο τους ομοίους του, είναι ένα σκαλοπάτι πριν αναγορευθεί «Ιερό Τέρας» (μαλαματοκαπνισμένη εικόνα του Αη-Γκοτζίλλα απονέμεται μετά θάνατον).
Πρόκειται για γαλλισμό (τί άλλο;) εκ του homme de théâtre = θεατρικός συγγραφέας ή ηθοποιός που άφησε το στίγμα (και σίγουρα το σμήγμα) του, απά στο σανιδένιο πάνθεον του Θέσπι.
Οι νεοέλληνες όμως, πάσχουν από στραβισμό εννοιών: κλασσικός ή απλώς παλιός; Διαχρονικός ή παρωχημένος; Αντίκα ή παλιατσαρία; Πρέπει στο λεωφορείο να σηκωθεί με το στανιό ένας κατάκοπος μαθητής που τρέχει από φροντιστήριο σε φροντιστήριο, από σεβασμό προς έναν κοτσονάτο κωλόγερα;
Τα συνώνυμα και τα επίθετα δεν υπάρχουν για μόστρα.
Ακόμα και στον στρατό, η ιδιότητα του παλιού έχει μόνον ονομαστική αξία (βλ. εδώ). Αλλά, ο στρατός έχει συγκεκριμένο αντικείμενο (προετοιμασία για πόλεμο), ενώ στην Τέχνη ο καθένας μπορεί να πει την παρόλα του, ιδίως άμα περάσουνε τα χρόνια. Έπειτα, ο θεσμός της παραγραφής (καλλιτεχνικών και μη) ατοπημάτων, πολύ μας έχει ταλαιπωρήσει...
Άλλωστε, το γεγονός ότι οι περισσότεροι Έλληνες ηθοποιοί είναι γνωστοί όχι απ’ το θέατρο αλλά από την ελληνική τηλεόρα που ανακυκλώνει μια στιμμένη λεμονόκουπα επί 5 δεκαετίες τώρα (τις ίδιες και τις ίδιες ταινίες, δηλ. ένα 2 % του κινηματογραφικού πλούτου), δεν σημαίνει ότι ήταν και τίποτις της προκοπής, ούτε καν ως cult ή έστω kitsch value. Τί να πει το Μπόλιγουντ δηλαδή;
Είτε μοσκομούνα/ -ης που, ενώ ματοκυλιόταν η Ελλάδα, έτρωγε πάστα στου Ζωναρά, γεγονός για το οποίον κοκκορεύεται κι αποπάνω αναδρομικά, μιας και σήμερα έχουν πέραση οι «γόνοι» (και νεωστί δεν εννοείται μόνον το καλαμαράκι) ένεκα τσουρογκλαμουριάς, είτε ανανήψας φτωχο-μπουλουκτσής, που γυρεύει να εξαργυρώσει τα οδοιπορικά του για τις ατέλειωτες πεζοπορίες από και προς εξαθλιωμένα χωριά, χιλιόμετρο το χιλιόμετρο, ο τίτλος αποδίδεται έτσι κι αλλιώς, με βάση μόνο τις «ώρες πτήσης», όπως παλιά το χρυσό ρολόι στις αγγλοσαξονικές επιχειρήσεις, ως δώρο για το long service…
Σήμερα, οι ηθοποιοί γίνονται γνωστοί από διαφημίσεις και τηλεοπτικές προχειράντζες. Όταν θα τους έχουμε φάει στη μάπα καμιά 50αριά χρόνια, δεν θα εκπλαγεί κανείς αν αρχίσουν κι αυτοί με την σειρά τους τις «αναδρομές», με υγρά μάτια...
Πάντως, αν ο χαρακτηρισμός αποδίδεται όταν ο καλλιτέχνης βλέπει τα ραδίκια ανάποδα, τότε τον καλύπτει το εξαγνιστικό πέπλο της παροιμίας, οπότε άμε βγάλε άκρη τί κουμάσι ήτανε ο λεγάμενος, ενώ αν πρόκειται για το ωραίον (τέως ασθενές) φύλον, υπάγεται στην υποκατηγορία Μεγάλη Κυρία («του Θεάτρου» –η άλλη υποκατηγορία είναι «του Πενταγράμμου»), μιας και στην γλώσσα μας ο άνθρωπος δεν έχει δυο γένη (η θεατράνθρωπος;), ούτε και θα ήταν εύηχο το «θεατρανθρωπίνα»...
Κι αυτός ο χαρακτηρισμός συνήθως έρχεται μετά τον Χάροντα από συναδέλφους, που ευελπιστούν να χρισθούν κι αυτοί με την σειρά τους θεατράνθρωποι-Ιερά Τέρατα-Μεγάλες Κυρίες κλπ, είτε από τους επιζώντες, είτε από τους νεότερους συναδέλφους τους. Έτσι είναι. Αν δεν πας στις κηδείες των άλλων, δεν θα ’ρθουν κι αυτοί στην δική σου...
Όμως, δεδομένου ότι τελευταία οι άνθρωποι του θεάτρου βιάζονται κομμάτι ν’ αποδώσουν αλλήλοις τον τίτλο τιμής εν ζωή, το είδος του ζώντος θεατρανθρώπου συγκεντρώνει εν πολλοίς κάποια δομικά χαρακτηριστικά.
Ιδού λοιπόν, ο θεατράνθρωπος:
• Είναι πάλιουρας και το επικαλείται πομπωδώς σε κάθε ευκαιρία (και τί να μας πείτε τώρα εσείς οι νέοπες, όπως επετέθη μουσικά υπέρβαρος νοσταλγός της Επιθεώρησης σε αδερφίστικο «Ποια παίζει τώρα-τί να παίξει τώρα»).
• Συνήθως είναι από τους ελάχιστους επιζώντες της γενιάς του, οπότε λέει ό,τι του κατέβει.
• Αν είναι από γνωστή οικογένεια (θεατρική ή μη), το λιβανίζει μέχρι να του βγει η ψυχή (κι οι γλείφτες οι δημοσιογράφοι δεν παραλείπουν να φτυαρίσουν κώκ στο καμίνι της ματαιοδοξίας).
• «Κόλλησε το μικρόβιο του θεάτρου» από μικρός (στάνταρ).
• Παραθέτει ένα σωρό άχρηστες πληροφορίες για την Παλαιά Αθήνα (κι ας μην μεγάλωσε εκεί), αλλά θυμάται «με συγκίνηση» και κάθε άλλη πόλη, όπου «τον λάτρεψε το κοινό» (κι ας μην ήταν καν πρωταγωνιστής).
• Βγάζει στο σφυρί απομνημονεύματα της οιασδήποτε καριέρας του, σε ημι-καταποντισμένους εκδοτικούς οίκους (τζίρος να γίνεται).
• Θεωρεί εαυτόν Τάλω της Τέχνης (του;), μη και την κλέψει ή την μάθει ή καταλάβει κανας άλλος. Και την φυλάει καλά.
• Συχνά μπαίνει στο τηγάνι και σπάει τ’ αυγά, χωρίς να δίδει εξηγήσεις.
• Διατυμπανίζει ότι βοηθά νέους-φερέλπιδες καλλιτέχνες, που οφείλουν να τσαμπουνάνε μ’ ευγνωμοσύνη τ’ όνομά του, όπου σταθούν κι όπου βρεθούν.
• Καμιά φορά του δίνουν εκεί καμιάν εκπομπή (σε πεθαμένη τηλεοπτική ζώνη) ή καμιά ψωρο-στήλη σ’ εφημερίδα, να μην τους πρήζει τ’ αρχίδια.
• Περιφέρει το σαρκίο του σε τηλετραπεζώματα, όπου κουτσοπίνει, ψευτοχορεύει και φωτογραφίζεται με χωροφυλακίστικα χαμόγελα.
• Σιχαίνεται και φθονεί τους συναδέλφους του, πετώντας πού και πού καμιά σπόντα «χαριτολογώντας».
• Αναφέρεται στην «καινούρια του δουλειά» (ίσαμε πεντακόσιες φορές).
• «Πάει πολύ καλά και φέτος».
• «Κάνει» θέατρο.
• «Κάνει» είσπραξη.
• «Καταθέτει την ψυχούλα του» (όπως παπαγαλίζουν κι οι μελάτοι παραγωγοί των ερτζιανών).
• Επιμένει ν’ ανεβαίνει στο σανίδι μέχρι να τα κορδώσει (πράγμα που δεν συμμερίζονται οι νεώτεροί του).
• Έχει (ή το μαράζι του είναι να) παίξει στην Επίδαυρο.
• Κλαψουρίζει που δεν τονε παίρνουνε οι νέοι παραγωγοί, να παίξει (και να «διδαχθούν» απ’ αυτόν!), μετά από «τόσα που έχει προσφέρει» στην Τέχνη.
• Δίνει συμβουλές στου νέους, που υποχρεούνται να τον ατενίζουν με δέος από κάτω προς τα πάνω, σαν σε τσόντα πριν την Μετάληψη.
• Δηλώνει δίκην επαΐοντος ότι «ο κόσμος έχει ξυπνήσει και ζητάει το ποιοτικό» (δηλ. το δικό του έργο) ή γκρινιάζει που «στην Ελλάδα ο κόσμος είναι απαίδευτος και δεν πολυπάει θέατρο» (στο δικό του).
• Ευχαριστεί για τα καλά λόγια. Είναι η αγάπη του κόσμου που του δίνει δύναμη να συνεχίσει. Είναι αυτός και οι φίλοι του, ο τάδε, ο δείνα κλπ και πολλά άλλα νέα, ταλαντούχα παιδιά (πού να τα θυμάται τώρα όλα).
• «Γίνεται πολύ κέφι στα καμαρίνια» και
• «Το εισπράττει αυτό ο κόσμος».
• Οι θύμησές του πάντα εμπεριέχουν Κατοχή ή/και Χούντα, γαρνιρισμένες με κακουχίες (βεριτάμπλ ή τραβηγμένες απ’ τα μαλλιά), φροντίζοντας καλού-κακού να μην παρίσταται συνομήλικός του.
• Προσκαλεί τον τηλε-οικοδεσπότη, με επιτόπου προφορική πρόσκληση, να πά’ να τον δει στο θέατρο (και ο τελευταίος ορκίζεται στην ψυχή του Κωσταντάρα ότι θα το πράξει σύντομα = παπάρια).
• Αναδίδει μιαν εσάνς «παλιοπαρέας», ανατρέχοντας σε ανεκδοτολογικά happenings του απώτατου παρελθόντος (πάει μισός αιώνας τουλάχιστον), που υποτίθεται ότι συνέβησαν με εγχώριες και αλλοδαπές διασημότητες (έστω και αν τις γνώρισε ως κομπάρσος).
• Καταχράται το διπλό άρθρο οικειότητας, εκμαιεύοντας κολλητηλίκι με πεθαμένους π.χ. ο Τάκης ο Χορν, ο Πήτερ ο Τουλ, με τον Μάνο τον Χατζιδάκι γνωριστήκαμε... κλπ.
• Κάποιος Μεγάλος τον «ανακάλυψε», είχε τρακ, αλλά τον διαβεβαίωσε ότι «έχει ταλέντο» –άλλοι να φοβούνται (που δεν έχουν).
• Διατυπώνει με στόμφο «σεβασμό για τους Δασκάλους του» (που εννοείται ότι δεν ζουν να μας τα πουν απ’ την καλή –κι ας τον είχαν κλασμένο, κι ας του’ χαν βγάλει το Χριστό ανάποδα εν ζωή) κλπ.
• Παρουσιάζει το πρότυπο του θεατρανθρώπου, ως συνάρτηση της παραξενιάς του (προφ για να δικαιολογήσει και δικές του κακοτροπιές), π.χ. Όσο πιο στριμμένος, αυταρχικός και κακορίζικος ο Μύστης, τόσο πιο Ιερή η Τερατοσύνη του.
• Αναπολεί μεθ’ ύφους «τα παλιά καλά χρόνια», που υπήρχε και ταλέντο και ήθος (ενώ τώρα δεν υπάρχει τίποτε) και οικτίρει τους νέους, «που έχουν να συναντήσουν ένα σωρό δυσκολίες» ή τους ψέγει ότι «έχουν όλες τις ανέσεις».
• Ενθυμείται με ζωηρές λεπτομέρειες παλιές δόξες (συγκλονιστικές ερμηνείες, κατάμεστες αίθουσες, πηχυαίους τίτλους, διθυραμβικές κριτικές, Χορούς ανακτόρων κλπ).
• Συνήθως, αν είναι Δεξιός είναι και βασιλόφρων, ή αν είναι Αριστερός, εμφανίζει την έπαρση των παλαιών αντιστασιακών (κατά πάσης στάσης), που θεωρούν ότι έκαμαν το χρέος τους προ 50ετίας και ακόμα στενάζουν οι αμφίβολες δάφνες, κάτω απ’ το βάρος της κωλάρας τους.
• Καταριέται την Πολιτεία (απ’ την οποία έχει κονομήσει της Παναγιάς τα μάτια επί προσφάτων αλλά και παλαιοτέρων -προβληματικής συνταγματικότητας- καθεστώτων), ότι ολιγωρεί περί την Τέχνη.
• Υπονοεί ότι έχει Χρέος η Πολιτεία να του κόψει μια παχυλή σύνταξη ή έστω να του απονείμει ένα μετάλλιο (βρε αδερφέ) για τις πολύτιμες υπηρεσίες του στο Έθνος.
• Κάνει επιτηδευμένη αυτοκριτική, τονίζοντας ότι «έχει ένα ελάττωμα. Δεν μπορεί να πει ψέματα» (κατά το οξύμωρο «είμαι ο πιο μετριόφρων άνθρωπος στον κόσμο»).
• Βλέπει κακία παντού σήμερα και αναρωτιέται πού θα πάει ο κόσμος.
• Κοπανάει βαρύγδουπα «αποφθέγματα» όπως ο Καραμαλής στα στερνά του, τα οποία δέον να εκλαμβάνονται ως βαθυστόχαστα.
• Μιλά με υπονοούμενα (ή χωρίς να λέει τίποτα ουσιαστικό), όπως οι πολιτικοί.
• Συστέλλει τα ματόφυλλά του, ώστε να μην διακρίνονται οι κόρες των ματιών και να καθίστανται απροσπέλαστες οι σκέψεις του, όπως οι επιχειρηματίες.
• Μυξοκλαίει όταν τον αναφέρει «με αγάπη» συνάδελφος του, σε βιντεοσκοπημένη συνέντευξη.
• Όταν ακούει εγκώμια από συναδέλφους, γέρνει πίσω στο κάθισμα σαν ετοιμόγεννη και αφήνει τους άλλους να μιλούν γι’ αυτόν, διακόπτοντας πού-και-πού για να διορθώσει καμιάν ημερομηνία.
• Τρέμει όταν κάποιος συνομήλικός του, θυμηθεί impromptu καμιά παλιά ιστορία-καλαμπούρι, μην αναφερθεί τίποτα αρνητικό γι’ αυτόν που θα του χαλάσει τη μανέστρα-υστεροφημία (αν και σπανίως γίνεται -συνήθως αλληλοκαλύπτονται σαν μασόνοι) και κοντανασαίνει μέχρι ν’ ακούσει το (θετικό) punchline.
• Δεν πεθαίνει με καμία Παναγία, όσων χρονών κι αν φθάσει (κορακοζώητος και κομοδινίκωμος).
• Αν πάσχει από χρονία νόσο, σεργιανάει στα μήντια με «καρτερικό» χαμόγελο, ενώ όλοι σπεύδουν να υπερθεματίσουν το «κουράγιο» και την «δύναμη ψυχής» που επιδεικνύει σ’ αυτήν την «δοκιμασία» (βλ. παρόμοια αγγλοσαξωνική παπαρδέλλα «ordeal»).
• Πριν ψοφήσει, φροντίζει ν’ αγοράσει μόνος του κιλίβαντα από σκραπ και προπληρώνει πεντ-έξι αρκουδόμαγκες να ντυθούν τσολιαδάκια στην κηδεία του, η οποία δέον να γίνει δημοσία δαπάνη και η ταφή σ’ ένα στριμοκωλιασμένο (πια) από ήρωες νεκροταφείο της Πρωτεύουσας, αλλιώς απειλεί ότι θα βρικολακιάσει.
• Όταν μπει σε νοσοκομείο, ο συνήθης λόγος είναι «μια απλή ενόχληση», η συνήθης πάθηση είναι «πνευμονικό οίδημα», εκδίδεται πάντα επίσημο ιατρικό ανακοινωθέν προς το Πανελλήνιο, η συνήθης διάγνωση είναι «τίποτα το ανησυχητικό», κατόπιν συνήθως «επιδεινώνεται αιφνιδίως η κατάσταση της υγείας του» και μετά ο συνήθης Διευθυντής της κλινικής με προπονημένη φάτσα Όλιβερ Τουίστ ανακοινώνει τελετουργικά καφέδες & κονιάκ στο κυλικείο.
• Τα ΜΜΕ κάνουν ένα σύντομο αφιέρωμα, αναφερόμενοι στην «μεγάλη απώλεια» για τη ντόπια τρικούδουνη Τέχνη, δείχνουν και κανα αμοντάριστο πλάνο, επιμένοντας στο who is who των παρισταμένων που «τον συνοδεύουν στο τελευταίο ταξίδι» (όλο και πλακώνουν τίποτα νομάρχες, παπάδες, καραβανάδες κ.α.) και ακολουθούν αθλητικά.
Αυτά.
- Πείτε μας, πώς αποφασίσατε να γίνετε ηθοποιός;
- Εμένα μ’ έβγαλε στο θέατρο ο μεγάλος ο Μάκης ο Απιθανόπουλος, που ήταν θιασάρχης στο Κεκροπέ και μεσουρανούσε εκείνην την εποχή, με τις ντάμες του, με τα φλερτ του, ήτανε τότε στα φόρτε κι οι Τζιτζιφιές με τα μαγαζιά, αξέχαστα χρόνια...
- Μεγάλη φυσιογνωμία του Ελληνικού Θεάτρου...
- Βέεεεεβαια. Ένας σωστός θεατράνθρωπος. Ήμουνα-δεν ήμουνα τότε 14 χρονών, αλλά είχα πείσμα και θέληση. Γιατί θέλει πείσμα το θέατρο, όχι σαν σήμερα, που τα έχουν όλα εύκολα οι νεότεροι. Τελοσπάντων λοιπόν, με βλέπει ο Απιθανόπουλος και μου λέει «εσύ θα παίξεις Γενοβέφα»! Εγώ τα’ χασα! Πού να το φανταστώ εγώ, ότι θα ’παιζα εγώ το νιάνιαρο, μέσα σε τόσα ονόματα, την Πατίνα την Κραξινού, τον Κίτσο τον Εμιράτ, πού να στα λέω! Και μου λέει ο Απιθανόπουλος – να, σαν τώρα το θυμάμαι – «μην τους φοβάσαι όλους αυτούς. Εσύ θα φτάσεις ψηλά, γιατί έχεις ψυχή μέσα σου!» Μάκη μου, όπου και να’ σαι, να’ σαι πάντα καλά με το χαμόγελό σου...
(δάκρυ και fade out)