Further tags

Ο συνδυασμός του να μένεις στο αστικό κέντρο, αλλά να κάνεις και διακοπές, ίσως και με λίγες ολιγόχρονες αποδράσεις, λόγω είτε των μέτρων για την πανδημία του κορονοϊού, είτε φτωχοποίησης. Εκ του αγγλικού staycation < stay = μένω + vacation = διακοπές.

  1. Οι είκοσι καλύτερες παραλίες της Αθήνας για στεϊκέσιο.
  2. Φτύνουν τον φτωχοποιημένο πολίτη στα μούτρα, όταν του λένε ότι κάνει και καλά κουλ στεϊκέσιο, ενώ δεν του έχουν αφήσει λεφτά να ξεμυτίσει από το σπίτι του.

Got a better definition? Add it!

Published

Πρόκειται για υπαρκτό διαδεδομένο ελληνικό επώνυμο, το οποίο, όμως, ανανοηματοδοτείται και χρησιμοποιείται για να μεταφέρει στα ελληνικά κάπως πιο φυσικά τον αγγλικό όρο mangina, εκ του man= άνδρας και vagina= μήτρα, ο οποίος σημαίνει σκωπτικά και αποδοκιμαστικά τον άνδρα που θεωρείται ως εκθηλυσμένος, ως έχων φεμινιστικές ανησυχίες λόγω εκθηλυσμού και ως μάταια κολακεύων τις θηλυκότητες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης με το να παρουσιάζεται ως μη τοξική αρρενωπότητα, αλλά ως σύμμαχος (το θηλυκό αντίστοιχο στην τελευταία περίπτωση που παρουσιάζεται ως σύμμαχος των ανδρών ενάντια στις γυναίκες λέγεται pick me). Κάπως πιο κυριολεκτικά είναι ο άντρας που κρύβει το πέος του ανάμεσα στα μπούτια του, ώστε να φαίνεται σαν να έχει αιδοίο.

Διαμαρτυρήθηκε ότι της έκανε κάποιος καμάκι στο νησί με παρενοχλητικό τρόπο και έχουν βγει όλοι οι μαγγίνες να τη γλείφουν.

Got a better definition? Add it!

Published

Μία από τις σημαντικές λέξεις του 2023. Νεολογισμός που αποτυπώνει τη σύζευξη της πολιτικής (politics στα αγγλικά) με τη διασκέδαση (entertainment στα αγγλικά). Οι πολιτικοί καλούνται πλέον να προσφέρουν ψυχαγωγικό θέαμα κατάλληλο για τις νέες πλατφόρμες (κυρίως το TikTok). Στόχος η διεισδυτικότητα στην «απολιτίκ» Γενιά Ζ, που τα περισσότερα από αυτά που είδε τα βρήκε σούπερ κριντζ. Από το αγγλικό politainment.

Όταν ο μπουλντόζας ο Έβερτ έκανε πολιτέινμεντ, οι Αμερικανοί τρώγανε ρίζες.

Got a better definition? Add it!

Published

Η ασυμμετρία μεταξύ των δύο βυζιών, όταν μια θηλυκότητα είναι αλληθωροβύζα, κατά κανόνα ύστερα από όχι επιτυχημένη πλαστική επέμβαση που έχει ως συνέπεια να είναι στραβά τα βυζιά της. Λογοπαίγνιο με την οφθαλμολογική πάθηση στραβισμός.

Ύστερα από την τελευταία πλαστική που έκανε, πάσχει από στραβυζμό.

Got a better definition? Add it!

Published

Το καθεστώς όπου ένας στην αρχή δημοκρατικά εκλεγμένος ηγέτης αποκτά σταδιακώς χαρακτηριστικά δικτάτορα, μέσω της εξόντωσης φυσικής ή θεσμικής πολιτικών αντιπάλων και αντιπολιτευόμενων κομμάτων, μέσω του ασφυκτικού ελέγχου του Τύπου, της κατάργησης του πλουραλισμού, της προσωπολατρίας κ.ο.κ.

Το πώς θα αντιμετωπίσει η ΕΕ τη νέα κυβέρνηση στην Αυστρία και το έλλειμμα δημοκρατίας στην Πολωνία θα δώσει τον τόνο για την αντιμετώπιση και άλλων παρόμοιων ζητημάτων στην Ευρώπη. Ηδη έχει εφευρεθεί ο όρος «δημοκρατορία» (από τις λέξεις δημοκρατία και δικτατορία) για να περιγράψει το ολίσθημα προς τον αυταρχισμό κρατών που έχουν δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση.

Got a better definition? Add it!

Published

Πολιτικός ηγέτης που τύποις έχει εκλεγει δημοκρατικά, αλλά συμπεριφέρεται ως δικτάτορας λ.χ. με το να εξοντώνει κυριολεκτικά ή πολιτικά τους πολιτικούς του αντιπάλους και να επανεκλέγεται διαρκώς ελλείψει αντιπολίτευσης.

Ο ένας δημοκράτορας είπε ότι θα είναι η τελευταία του θητεία ο άλλος βγήκε με κοντά 90%.

Got a better definition? Add it!

Published

Πορτ-μαντό λέξη που περιλαμβάνει την Κίνα και την Ινδία ως αναδυόμενες οικονομικές υπερδυνάμεις.

Η ανάδυση της Κινδίας μεταφέρει βάρη στους επισφαλείς εργαζομένους στη Δύση.

Got a better definition? Add it!

Published

Φαυλιστικό ενάντια στους ομογενείς Έλληνες που ζουν στο εξωτερικό, χρησιμοποιείται κυρίως από Συριζαίους ενάντια στο δικαίωμα των ομογενών να ψηφίζουν στις εθνικές εκλογές.

Θα ψηφίζει ο κάθε βρομογενής από το Αστόρια που εδώ και τρεις γενιές ζει στο μιούρικα και θα του μοιράζει τα ψηφοδέλτια ο παπάς της ενορίας και δεν θα ψηφίζει ο σερβιτόρος που λιώνει ως εποχικός στα νησιά.

Got a better definition? Add it!

Published

Απογοήτευση μετά από μία ήττα. Συνθετικό των δύο λέξεων: απογοήτευση + ήττα.

Πάλι τίποτα ο ΠΑΟΚ. Σκέτη απογοήττα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified