Λέξη προερχόμενη από τα συνθετικά καύλα και τουλούμπα. Δηλώνει συνήθως θαυμασμό για μια τροφαντή κυρία με πιασίματα, κάτι σαν Φρατζολίνα Ζολί.

Ενίοτε μπορεί και να χρησιμοποιηθεί υποτιμητικά με διάθεση σεξιστική, χαρακτηρίζοντας πλέον κυρίες που εμπίπτουν στο γυναικότυπο της γκαμούζας.

Α. Μα τι καυλούμπα γυναίκα είναι αυτή!

Β. Ίσα μωρή καυλούμπα που θα μου πεις ότι άναψες και φλάς...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφραση του «Cosmopolitan», για να δείξει ότι, το μυαλό των αναγνωστριών του είναι αλλού κι όχι στα τεστ ψυχολογίας της σχέσης και τα χαζοαρθράκια.

Κόπι-ράιτ: Επιτέλους.

Λάουρα: Μένιο, δεν πάει καλά το τρίο μας με την Λίλιαν. Δεν βλέπεις ότι έχουμε ασυμφωνία χαρακτήρων οι τρεις μας; Και δεν κάνει πια κρύο! Αρκετά ζεσταθήκαμε!
Μένιος: Γιατί; Το διάβασες στο Πουτσοπόλιταν; Απλώς ζηλεύεις μωρό μου που δεν έχεις ξανθό μουνί σαν του Λίλιαν!
-Φραππππ! (Ήχος του Πουτσοπόλιταν στο κεφάλι του Μένιου).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified