Στην ποικιλία της Σαλαμίνας (< Αμαλίτσα < Αμαλία). Κέρμα 25 λεπτών (1/4 δραχμής) επί Όθωνα και 20 λεπτών επί Γεωργίου. Χρησιμοποιείται στην Κούλουρη, λόγω κάποιων ομοιοτήτων που φέρει η φορεσιά της Κούλουρης με τη φορεσιά της Αμαλίας, την οποία καθιέρωσε ως βασίλισσα, αντικαθιστώντας τη μουσουλμανική μαντίλα που έβλεπε να φοράνε οι γυναίκες της Ελλάδας και θέλοντας να φέρει τον ευρωπαϊκό τρόπο ενδυμασίας.

Οι μαλίτσες στολίζουν το τάσι πάνω στο φέσι της κουλουριώτικης φορεσιάς.

Got a better definition? Add it!

Published

Ρουμάνικης προέλευσης. Αρχικώς ο χυλός από σιμιγδάλι ή άλλο (φθηνό) αλεύρι. Γνωστό και ως Κατσαμάκι στην Μακεδονία, την Θράκη αλλά και στην Βουλγαρία. Πιο τρέντυ ως Πολέντα.
Μεταφορικώς το χρήμα, το κέρδος.

- Να κάνουμε αυτή τη δουλειά;
- Ναι, αλλά έχει μαμαλίγκα η υπόθεση, ή τζάμπα μιλάμε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified