Ο οίκος ανοχής στα καλιαρντά εκ του μουτζό (<mindž= αιδοίο στη ρομανί) και του τσαρδί (<τουρκικό çardak < περσικό چارطاق çārtāk), σαν να λέμε το μουνόσπιτο ένα πράμα.

  1. Έτσι μπήκα στο μουτζότσαρδο, κάθησα στην μολτοκαθήστρα και άβελα μαρμαρού. (Από το Μπου, σημαίνει ότι μπήκε στον οίκο ανοχής, κάθησε στον καναπέ και περίμενε).
  2. Αμα και διάβασα τη δήλωση Δώνη έπαθα μια ταραχή!!! Γιατί τόση λάλα; Διότι φαίνεται άμα ισάντε τζόβενο και τώρα πουρό, δε πρέπει να έχει πάει ποτέ σε μουτζότσαρδο!!! Διότι άμα είχε πάει, θα ήξερε ότι εκεί επικρατεί μια τάξη. Όλοι περιμένουν τη σειρά τους, με αγωνία μεν, αλλά και σεβασμό στη χαρμάνα του αλλουνού.. Ούτε φωνές ούτε σπρωξίματα και τσαμπουκάδες. Αβέλεις φλόκια, αβέλεις και βιολέτα και .. στην ευχή του θεού!! Και άμα ξεφύγει κανάς βλαχαδερός, κατελανιάζεται και αβέλει ντουπ στο μινούτο κι όξω απ΄ το σπίτι. Και το πιο καλό απ’όλα! Άμα δε σ’αρέσει το προϊόν πας σε άλλο τσαρδί. Τι απ’όλα αυτά συμβαίνει στο ελληνικό ποδόσφαιρο; Μεγάλη αδικία για το μπουρδέλο! (Σύγκριση μπουρδέλου και ποδοσφαίρου εις βάρος του ποδοσφαίρου αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι ο Χάρος, ο θάνατος.

Εικάζω ότι φανταζόμαστε τον Χάροντα ως έναν άσπλαχνο, βίαιο νταβά- νταβατζή που παίρνει τη ζωή μαζί με όλες τις χαρές και τις λύπες της, τα όνειρα και τις διαψεύσεις, τις ηδονές και τις οδύνες, τις αγάπες και τα μίση ως ένα νταβατζιλίκι, αποδεικνύοντας ότι καθ' όλη τη διάρκεια αυτής της ζωής ήμασταν τα πουτανάκια του.

Πολύ γλυκομίλητος ο Αρίστος, γλυκόπιοτος. Έβαζα το χέρι μου μέσα στο χέρι του, ζεσταινόταν η ψυχή μου και έχυνα. Έχυνα, ξερόχυνα, ρε παιδί μου. Φχαριστιόταν η ψυχή μου. Αυτά τα μάτια του, τα μάτια του! Αθώο πλάσμα. Πολλές κουτουράντζες και τζασλοσύνες έκανε, όπως κάνουν όλα τα ζωηρά όμως αθώα παιδιά. Γρήγορα ξεκόλλησε. Γιατί; Γιατί ήταν ασταθής. Επί ξύλου κρεμάμενος. Όλα τα επαγγέλματα άλλαξε, γκαρσόνι, μάγειρας, χτίστης, μπογιατζής, τσαγκάρης, παντοφλάς, ηλεκτρολόγος, οικοδόμος, αχθοφόρος, χρυσοχόος, βοηθός στο γύρο του θανάτου. Δεν έμενε πολύ σε κανένα. Όσο γρήγορα καψουρευόταν, τόσο γρήγορα του περνούσε. Τον κυνηγούσαν, από παντού τον κυνηγούσαν. Ακόμη και τα φαντάσματα. Αχ, αυτή η καλιαρντοσύνη της εποχής! Το φονικό του πατέρα του τον βασάνιζε, η φτώχεια τον κατέτρεχε, η ορφάνια τον τυραννούσε. Η γειτονιά του τον απόπαιρνε. Οι φίλοι του τον έριχναν. Ο κόσμος τον κουσέλευε. Οι χασικλήδες τον χρησιμοποιούσαν. Οι μπάτσοι τον παρακολουθούσαν. Η ψυχή του τον έτρωγε. Τον είχε στο μάτι ο άχαλος ο Μαυρονταβάς. Στο γύρο του θανάτου δε δούλευε; Ε, αυτό ήταν η ζωή του. Ο γύρος του θανάτου ήτανε. Μια Τσικνοπέμπτη, παραλίγο να χάσω τη ζωή μου. (Η συνέχεια του καλιαρντογραφήματος του Θωμά Κοροβίνη Η Λολό στην πιάτσα από το μυθιστόρημα Ο Γύρος του Θανάτου, εκδ. Άγρα, 2010 στο pisoglendis-pisoglendis.blogspot.gr).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα ελευθερίων ηθών, μάλλον εκ του ιταλικού libertà (=ελευθερία). Είναι καλιαρντό, αλλά όχι μόνο. Πάντως είναι παρωχημένη λέξη, παλαιική.

Δύσκολα τα πράματα
φίλε εαυτέ μου
και τα βήματά σου,
κάνουν τα πεζοδρόμια να στενάζουν.
Αβέλεις ντρέσες
και κραγιόνια στα χείλια
κόκκινά σου φοράς.
Σφήνες στα μυαλά σου
κι απολιάζεις στα μπο
των χειλιών σου τα χαμόγελα.
Βαβελιάζεις στα γραπτά σου
σούκρα βεριτά μα ποιός
να καταλάβει ποιός
και μολορουφιέσαι
συνέχεια στις σελινιές βαθιά,
τα κατόλια βρέχουν
το αγαπημένο σου μπλου τζιν
και η αγάπη που σε γέννησε
σου παίρνει αργά όλη τη δόξα πίσω.
Κόζα-στακόζα κι ο καφές
ο πρώτος
μα κι ο δεύτερος.
Ο σκύλος σου χαζεύει
από το παράθυρο μια αδέσποτη
σκύλα τροτέζα λιμπερτόζα
και το φώς της λούνας μετρήθηκε 1 λουξ.
(Καλιαρντοποίημα αποκατέ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πόρνη στα καλιαρντά.

Αγνώστου ετύμου κατά τον Ηλία Πετρόπουλο. Εδώ βρίσκω την πληροφορία ότι κουρκούλω σημαίνει κυλιέμαι, ενώ εδώ ότι κουρκουλός σημαίνει κυνηγημένος εκ της τουρκικής (ας τοποθετηθούν οι τουρκολόγοι αν γνωρίζουν κάτι παραπάνω).

  1. Σας αβέλω λατσαβαλέ, αβρακιάζομαι η κουρκουλετζού, γιατί δικέλω όλες τις ζουγκλολουμπίνες, τις λούγκρες, τους γκραν τζαζμπερντεροπουρούς και θεόμπαρα που γκουρτσαλιάζουν θρονιασμένοι παραντίκ στο Γραικοκάθικο. (Από το σκετσάκι "Ένας πούστης να μιλήσει", δες μήδι).
  2. Ετέθη δε το ερώτημα αν τοιουτοτρόπως εκφράζεται και στο τσαρδί της, η κρυφοκουρκουλετζού. (Μπουντουσουμού).
  3. Στη χούμση κιμπαροπουρό με λιμπερτόζα και ματσιάρα κουρκουλετζού βακουλοκρεμαστή κωλοτσιτσίρισε με νταμιρόκλυσμα το σκελοσάλιαγκα χωρίς σπανοκουκούλα κι ο τραχανάς η γιδοτεκνοσυντήρητη ζήτηξε τσουκτροκλάκα. (Μπουντουσουμού).

Στην αρχή

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified