Αυτός που συμμετέχει στην κουλτούρα της ακύρωσης (cancel cuture), δηλαδή στη λογική να ακυρώνονται ή καταδικάζονται ή και λογοκρίνονται έργα που έχουν πολιτικώς μη ορθά στοιχεία, ακόμη κι αν πρόκειται για έργα του παρελθόντος, όπως επίσης να ακυρώνονται και να καταδικάζονται και οι δημιουργοί τους. Επίσης, χρησιμοποιείται ως παρωνύμιο του Προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ Στέφανου Κασσελάκη, λόγω, κατά τους χρησιμοποιούντες την έκφραση, των διαγραφών στελεχών του κόμματος στις οποίες προβαίνει.

  1. Βγήκαν οι κανσελάκηδες παγανιά και ακυρώνουν τον Καραγάτση τώρα.
  2. Οι κανσελάκηδες έχουν ξεφύγει, επιτέθηκαν στην Τζοκόντα!
  3. Ο Κανσελάκης κλείνει την Αυγή, λογικό αφού οι δικοί του οπαδοί προτιμούν το ΤικΤοκ. (Τουίτερ).

Got a better definition? Add it!

Published

Μία από τις σημαντικές λέξεις του 2023. Νεολογισμός που αποτυπώνει τη σύζευξη της πολιτικής (politics στα αγγλικά) με τη διασκέδαση (entertainment στα αγγλικά). Οι πολιτικοί καλούνται πλέον να προσφέρουν ψυχαγωγικό θέαμα κατάλληλο για τις νέες πλατφόρμες (κυρίως το TikTok). Στόχος η διεισδυτικότητα στην «απολιτίκ» Γενιά Ζ, που τα περισσότερα από αυτά που είδε τα βρήκε σούπερ κριντζ. Από το αγγλικό politainment.

Όταν ο μπουλντόζας ο Έβερτ έκανε πολιτέινμεντ, οι Αμερικανοί τρώγανε ρίζες.

Got a better definition? Add it!

Published

Μία από τις σημαντικές λέξεις του 2023. Είναι ο διαπιστευμένος «αναγνώστης» που αναλαμβάνει να συνετίσει λογοτεχνικά έργα έτσι ώστε να είναι συμβατά με τις πάμπολλες «σύγχρονες ευαισθησίες». Από το αγγλικό sensitivity reader.

Αναγνώστες ευαισθησίες ξαναδιαβάζουν τα μυθιστορήματα Τζέιμς Μποντ του Ίαν Φλέμινγκ και τους αφαιρούν όλες τις σεξιστικές αναφορές.

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Στις δεκαετίες του '60 και του '70 ο ψαγμένος κουλτουριάρης αριστερός. Ύστερα από τα σοβιετικά putz στην Βουδαπέστη και την Πράγα, οι διανοούμενοι ντρέπονταν πια να πουν ότι γούσταραν την ΕΣΣΔ, κι επειδή ο Μάο Τσε Τουνγκ τα 'σπασε με τους Σοβιετικούς, προσέφερε «μίαν κάποιαν λύσιν», κατά Καβάφη, στους διανοούμενους της γενιάς του Μάη του '68, όπως και το «Κίνημα των Αδεσμεύτων» (Νεχρού, Τίτο, Νασέρ). Το φαινόμενο περιγράφεται στην ταινία του Ζαν-Λυκ Γκοντάρ: «Η Κινέζα». Οι επικριτές τους ονομάζουν αυτήν την γενιά «γενιά του Μαρξ και της κόκα κόλα», αλλά ο μαοϊστής δεν παύει να είναι ο ψαγμένος updated αριστερός (εκείνης της εποχής) με την τραγιάσκα και την γιαλούμπα.

  2. Ύστερα από το αρκτικόλεξο Μ.Α.Ο, που παράγεται από το ROFLMAO= Rolling on Floor Laughing My Ass Off, εν ολίγοις «ξεκωλώνομαι στο γέλιο», ο ''μαοϊστής« είναι ο ψαγμένος αστειάτορας, αυτός που λέει αστεία που προκαλούν έκρηξη γέλωτα! Και πάλι ο »μαοϊστής« είναι ο ψαγμένος διανοούμενος αστειάτορας της ιντελιγκέντσιας, όχι ο προλετάριος πλακατζής της ΚΝΕ. Είναι ο αιρετικός εναλλακτικός αστειάτορας που ξεφεύγει από την χιουμοριστική ορθοδοξία του Κ. Κόμματος.

  3. Φευ, ελλοχεύει μια παρεξήγηση καθώς καθ' αυτό, το Μ.Α.Ο. σημαίνει απλώς »My Ass Off«, δηλαδή ξεκωλώνομαι. Μήπως »μαοϊστής« είναι και ο ξεκωλιάρης; Βέβαια, παρόμοιες παρεξηγήσεις ελλοχεύουν και στα »Γανυμήδης«, »σπέκια για το μύδι«, »Αρχιμύδεια«, κ.τ.ό. (βλ. εδώ), και θεωρώ ότι αυτό δεν πρέπει να μας εμποδίσει να τα χρησιμοποιούμε.

Σλανγκασίστ: Mes, Dirty Talking, Vrastaman.

Ας πούμε σήμερα μαοϊστής (με την καλή έννοια) είναι ο GATZMAN για το λήμμα γεννήθηκε την ώρα που οι πλανήτες του βαρούσαν μαλακία κι ο Vrastaman για τα άλλη μια φορά ανύπαρκτα μήδια του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified