Further tags

Στεκάτος είναι κάποιος που παίζει μπιλιάρδο χρησιμοποιώντας τη δική του στέκα και όχι του μαγαζιού.

Είναι παράλληλα και δηλωτικό ενός παίχτη άνω του μέσου όρου αφού για να έχει κάποιος δική του στέκα, σημαίνει πως το κατέχει το άθλημα (αν και κάτι τέτοιο δε συμβαίνει πάντα).

- Να σου πω, τα παιδιά από το διπλανό τραπέζι θέλουν να μας παίξουν πάγκο.
- Άστο ρε συ, δε βλέπεις ότι είναι στεκάτοι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοντός, μικρόσωμος, μικροκαμωμένος.

-Τον είδες τον μπασμένο, ένα κι ένα μίλκο ήτανε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Aυτός που, στις πορείες, τα συλλαλητήρια και κάθε είδους συγκέντρωση διαμαρτυρίας τα δίνει όλα, με τόσο πάθος που νομίζει ότι βρίσκεται στο γήπεδο.

- Πάρε τον τύπο στην πρώτη σειρά με τη σημαία που φωνάζει μόνος του: Η αλληλεγγύη το όπλο των λαών. Τι βλάκας!
- Τον έχω δει ώρα. Ο γηπεδικός!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δεν είναι ευχαριστημένος ποτέ και με τίποτα. Δεν χάνει ευκαιρία να γκρινιάξει, να κλαφτεί και να κατηγορήσει την μοίρα του για ό,τι συμβαίνει.

- Θα πάω για καφέ με τον Τάκη θα 'ρθεις; - Με αυτόν τον κλαψομούνη; Θα αρχίσει πάλι πως δεν έχει γκόμενα, λεφτά, όρεξη, πως δεν του αρέσει ο καιρός, η δουλειά του, ο καφές και ο κόσμος στην καφετέρια! Άσε προτιμώ να κάτσω μόνος μου καλύτερα.

(από Khan, 05/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο εκλεπτυσμένος φραγκοφονιάς. Ο τσίπης, που δεν αφήνει δεκάρα τσακιστή να του ξεφύγει.

- Και ρε φίλε όπως φεύγαμε, τον είδα που πήρε το πουρμπουάρ που είχα αφήσει στο τραπέζι! Ο γύφτος ο φραγκοκτόνος!

βλ. και φραγκοκίλερ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified