Έφκα = Αόριστος του ρήματος φεύγω.
Παράδειγμα: Ιγώ έφκα πάω σιακάτ ντάξ' ;
Έφκα = Αόριστος του ρήματος φεύγω.
Παράδειγμα: Ιγώ έφκα πάω σιακάτ ντάξ' ;
Got a better definition? Add it!
Published
Κρένω = Αποκρίνομαι, μιλάω, απαντάω, φωνάζω.
Παράδειγμα: Ω Μήτσου΄μ τι κρένς; - Αααα; - Γιατί δεν κρένς ωρέ; Κρίν στον Γιορ νάρθει σιακάτ.
Got a better definition? Add it!
Published
Ντερέκωμα = Το τέντωμα δηλαδή η νεκρική ακαμψία.
Ντερεκώνω = πεθαίνω
Παράδειγμα: Θα σι ντερκώσω αν σε πιάκου στα χέριαμ! Ακσες ;
Παράδειγμα: Άστα να παν ταμαθες; Τα ντερέκωσε ο Γιορς!
Got a better definition? Add it!
Published
Τζιαμπουνάω = Φωνάζω δυνατά, ακατάπαυστα.
Παράδειγμα: Τι μ' τζιαμπουνάς ιδώ πέρα μωρ' συ α ;;;
Got a better definition? Add it!
Published
Ασκώ ακτιβισμό, οργανώνω ή συμμετέχω σε δράσεις που προωθούν πολιτικούς, ιδεολογικούς, κοινωνικούς κλπ σκοπούς, κατά κανόνα χωρίς να έχω θέση εξουσίας, αλλά σαν ενεργός πολίτης.
Από εδώ:
Μέλος της Ένωσης Πεζών και ιδρυτικό μέλος της μικρής μουρλής αδελφής της, της Ομάδας Πάνθηρες των Δρόμων (Streetpanthers) παρέα με τον Γρηγόρη Μαυράκη και άλλους αυτού του είδους να ακτιβίζουμε ασυστόλως είτε κολλώντας αυτοκόλλητα στους αγενείς οδηγούς συμπολίτες μας είτε κάνοντας γαϊδουροβόλτες στην πόλη. Μικρές, πολύτιμες πλουραλιστικές συλλογικότητες, ανάσες ζωής.
Ανάλογα με τη στάση του ομιλητή, μπορεί να λέγεται είτε θετικά/άχρωμα, είτε με μια υφέρπουσα αποδοκιμασία για κάτι που εκλαμβάνεται ως επιφανειακή, ανέξοδη και αυτάρεσκη επίδειξη ηθικού κεφαλαίου από τους ακτιβιστές.
Από εδώ:
Βέβαια αρκετοί μπορεί να θεωρούν τη συμπεριφορά του ΧΑ τη περίοδο 1999-2002 αναγκαία και ικανή συνθήκη ενός χρηματιστηρίου...Απλά εγώ διαφωνώ και ακτιβίζω περί του αντιθέτου...
Από εδώ:
Οι συνήθεις αργόσχολοι, που όταν δεν τιτιβίζουν... ακτιβίζουν, γιορτάζουν τη "Δευτέρα του τσαγκάρη" σταματώντας τις δουλειές άλλων εργαζομένων, έτσι για να έχουν να λένε, ότι κάτι κάνουν ως "οικολόγοι" με... βαθύτατες περιβαλλοντικές ανησυχίες!
Από εδώ:
Με το μποϊκοτάζ της φράουλας ακτιβίζουμε και δεν αντιμετωπίζουμε ούτε καν ακροθιγώς. Αποσπασματικές και τάχα συμβολικές κινήσεις είναι πολύ εύκολο να αντιμετωπιστούν από τους εκμεταλλευτές των ανθρώπινων ζωών και των αναγκών των ανθρώπων για σίτιση.
Παρεμπιπτόντως, αξιολογικά αρνητική αλλά σε ελαφρώς διαφορετική κατεύθυνση, είναι μια από τις δύο σημασίες της λέξης ακτιβισμός σύμφωνα το λεξικό Τριανταφυλλίδη:
ακτιβισμός ο [aktivizmós] : α. [...] β. Ως χαρακτηρισμός κάθε πολιτικής συμπεριφοράς που δίνει υπέρμετρη σημασία στη δράση και μειώνει τη σημασία της θεωρητικής θεμελίωσης κάθε δραστηριότητας: Κατηγορεί την ηγεσία του κόμματός του για ακτιβισμό.
Τέλος, ακτιβίζω μπορεί να σημαίνει προωθώ μια δική μου, καινοφανή πρόταση σε ένα υπάρχον πρόβλημα, ιδίως διανοητικής φύσης (γλωσσολογικό όπως στο παράδειγμα, ίσως και νομικό).
Από εδώ:
Το θεωρούταν ξενίζει και το θεωρούνταν, που το δέχονται αρκετοί, είναι, πώς να το κάνουμε, πληθυντικός (για όσους δεν έχουν στη μητρική τους διάλεκτο καταργήσει αυτή τη διάκριση). Το (ε)θεωρείτο δεν είναι ομαλό. Οπότε, ακτιβίζοντας, βάζουμε το θεωριόταν -αφού η δημοτική έχει μπολιαστεί και καλώς με στοιχεία λογιότερα, το μπόλιασμα είναι αμφίδρομο. Πράγματι, ακτιβίζω, αλλά έχω και τόσα «αρνείτο» να πατσίσω.
Got a better definition? Add it!
Όταν κάποιος έχει βαρεθεί τόσο πολύ που δεν μπορεί ούτε και θέλει να κουνηθεί από την θέση του και έχει γίνει πετρά.
Υ.Γ Είναι το επόμενο στάδιο του μπετώματος και το προηγούμενο του κασώματος.
μπέτωμα->πέτρωμα->κάσωμα
- Μάρκο θα έρθεις για καμιά μπίρα ρε σάπιε?
- Μπα ρε φίλε. Μόλις γύρισα από το gym και έχω πετρώσει.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Όταν κάποιος έχει αράξει και βαριέται τόσο πολύ που έχει μπει στην κάσα (σ.σ φέρετρο) ·έχει νεκρώσει. Είναι το τελικό στάδιο του μπετώματος από το οποίο δεν υπάρχει γυρισμός. Χρησημοποιείται σε πολύ ειδικές περιπτώσεις και μόνο όταν οι άλλες 2 εκφράσεις δεν καλύπτουν το μέγεθος της βαρεμάρας.
μπέτωμα->πέτρωμα->κάσωμα
- Θα έρθει τελικά ο Ευγένιος σήμερα?
- Μπα ρε φίλε δεν τον κόβω. Έχει κασώσει για τα καλά...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Όταν έχεις ένα σχέδιο αλλά καταφέρνεις να το γαμήσεις τελείως και ανελέητα.
- Γιάννη τι έγινε χθες με την γκόμενα ρε μαλάκα?
- Άστα φίλε έλουσα παναγία. Την έπεσα σε μία άλλη και μας είδε μαζί.
Got a better definition? Add it!
Published
Κάνω διάτρητη μια επιφάνεια μετά από βολή κατα ριπάς ενός πολυβόλου όπλου. Είναι μεταφορική σημασία του γαζώματος με ραπτομηχανή, το οποίο επιφέρει αντίστοιχη διάτρηση και προέρχεται από το αραβικό qazz το οποίο σημαίνει μετάξι.
-Πέρασαν δύο αμάξια και γάζωσαν το μαγαζί εν κινήσει, δεν έμεινε κολυμπηθρόξυλο.
Got a better definition? Add it!
Ποσυνάζω (ρήμα) και ποσυναμένος (επίθετο).
Τακτοποιώ κάτι, είμαι τακτοποιημένος μετά από κάποια δουλειά, έχω κάνει μπάνιο, ξυριστεί και ντυθεί, και είμαι έτοιμος να πάω στο καφενείο του Νίκου ή της Ιωάννας για ρακές. Χρησιμοποιείτε κατά κόρον σε χωριό της Κρήτης.
- Για σου ωρέ Δημήτρη, ίντα γίνεται;
- Για σου ωρέ Κούνελε, πάω να ποσυνάξω τα εργαλεία, να ποσυναχτώ κι εγώ, και τα λέμε στο καφενείο.
- Σε ποιο από τα δύο, στο ελληνικό ή στο αλλοδαπόν;
- Άντε απόψε στο αλλοδαπό, θα πάμε για κεφαλάκια!
(προηγουμένως είχε ποσυνάξει δυο κατσικάκια)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified