Βγαίνει από το τζάμπα + την αμερικανική κατάληξη -ation. Σημαίνει χωρίς αντίτιμο, τζάμπα (τσάμπα), τζαμπέ.
Μας δώσανε κάτι διαφημιστικούς αναπτήρες, τζαμπέισον.
Βγαίνει από το τζάμπα + την αμερικανική κατάληξη -ation. Σημαίνει χωρίς αντίτιμο, τζάμπα (τσάμπα), τζαμπέ.
Μας δώσανε κάτι διαφημιστικούς αναπτήρες, τζαμπέισον.
Σχετικά: τράκα, τζαμπαντάν. Δες και -έισον, -έισιον.
Got a better definition? Add it!
Γιαννιώτικη διάλεκτος.
Got a better definition? Add it!
Η λέξη ορόσημο των Γιαννιωτών για το τζάμπα. Χαρακτηριστικές είναι οι εκφράσεις: όπου μπέχο τρέχω, μπέχο κι όσο αντέχω και παν μπέχον, άριστον.
- Αφού την κατεβάζω και την βλέπω μπέχο την ταινία, γιατί να πάω στο σινεμά;
Got a better definition? Add it!
Επιρρηματικός τροπικός τύπος, προερχόμενος από τη λέξη σελέμης. Ακουγόταν σε λαϊκές αστικές συνοικίες. Δείχνει τον τζαμπέ τρόπο απόκτησης, ενίοτε δε και μικροκλοπές.
- Ρε Βαγγελάκη, πού βρήκες ρε τα γλυκά που κουβάλησες; Άφραγκος δεν είσαι;
- Σιγά ρε, μην τα πλήρωσα...
- Α, κατάλαβα... Σελεμουάρ είναι...
Got a better definition? Add it!