Στα καλιαρντά είναι ο μυώδης, ο σβάρτσος, που όμως είναι και λίγο ούγκανος, εκ του χαμάλης και του μούσκουλο (<ιταλικό muscolo < λατινικό musculus).

Κατηγορηθήκαμε από κάτι χαμαλομουσκούληδες, που κουλά να χάλουν, λόγιοι τινές, παρεπιδημούντες εν συζητητηρίω, ότι μετερχόμεθα ιδιόλεκτον ακατανόητον, προσέτι δε γλώσσαν ξυλίνην, λες και κάνομε αδοκήτως σπικραμέντο σε πριμάτσους. (Μπουντουσουμού).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος του Άρη Πορτοσάλτε για την εγκατάσταση αντίσκηνου κοντά στο Μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη από τον απεργό πείνας Πάνο Ρούτσι, πατέρα θύματος στο σιδηροδρομικό δυστύχημα των Τεμπών. Ο όρος χρησιμοποιείται για να στιγματίσει παρουσία ακτιβιστών σε δημόσιους χώρους. Κατά τον Νίκο Σαραντάκο, "η λέξη τσαντίρι είναι δάνειο από το τουρκικό çadιr, το οποίο με τη σειρά του παράγεται από το περσικό çādar/çādur, που σημαίνει αντίσκηνο αλλά και τέντα ή κουρτίνα. Ενδιαφέρον έχει ότι και το τσαντόρ, το φαρδύ ένδυμα που φορούν γυναίκες σε πολλές μουσουλμανικές χώρες, ετυμολογείται από την ίδια περσική λέξη". (Δες).

  1. Δεν πρέπει αυτόν τον χώρο να τον αφήσουμε να γίνει τσαντιροκατάσταση. (Άρης Πορτοσάλτε).
  2. Τι σημαίνει: Τσαντιροκατάσταση. Σύμφωνα με μια προβεβλημένη δημοσιογραφική μούρη που υμνολογεί επαγγελματικά την κυβέρνηση, το στέγαστρο που έστησε ο Πάνος Ρούτσι στο Σύνταγμα, για να προφυλαχθεί από τον ήλιο και να στεγάσει πρόχειρα τη λαχτάρα του για δικαιοσύνη και δικαίωση, απαιτώντας την εκταφή του παιδιού του, το φερέφωνο του Καθεστώτος το χαρακτήρισε «τσαντιροκατάσταση». «Γαρύφαλλο στ’ αυτί, στο στόμα το τσιγάρο / πού είναι το τσαντίρι σου, για να ’ρθω να σε πάρω», τραγουδούσε ο Μίμης Φωτόπουλος, στο «Γαρύφαλλο στ’ αυτί» των Σακελλάριου/Χατζιδάκι, από την ταινία «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο». Το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας λέει πως «τσαντίρι», από το τουρκικό «çadır», είναι το πρόχειρο κατάλυμα με τέντα στηριγμένη σε μεταλλικούς ιστούς, η σκηνή, το αντίσκηνο, αλλά και το προχειροφτιαγμένο φτωχόσπιτο. Το τσαντίρι είναι ίσως η αρχαιότερη μορφή πρόχειρης κατοικίας, εύκολη στη μεταφορά και την εγκατάσταση, που παρείχε στους ανθρώπους προστασία από τις καιρικές συνθήκες.Σε σκηνές ζούσαν οι αυτόχθονες Αμερικανοί, σε τσαντίρια κατοικούσαν πολλοί νομαδικοί λαοί, όπως οι Ρομά που περιφέρονταν από τόπο σε τόπο. Στην ταινία του Σακελλάριου, όπου ακούγεται το τραγούδι, το τσαντίρι εμμέσως πλην σαφώς παρουσιάζεται θετικά, καθώς είναι ο τόπος κατοικίας των εξιδανικευμένων Αθιγγανίδων που χορεύουν ξέγνοιαστα στην ελληνική ύπαιθρο στους ήχους της λατέρνας των Αυλωνίτη και Φωτόπουλου. «Πού είναι το τσαντίρι σου, για να ’ρθω να σε πάρω» αναρωτιέται ο Φωτόπουλος, κάνοντας τσαχπινιές με τις κοπελιές με τις κλαρωτές φούστες, τους κρίκους στ’ αυτιά και τα τσεμπέρια.Θετικό λοιπόν το πρόσημο του τσαντιριού στην ταινία, αλλά αρνητικό στην κοινωνία, καθώς «τσαντίρι» λέμε, μειωτικά, και κάθε κατάλυμα φτωχό, μικρό, βρόμικο, ή και τα τρία μαζί, φτιαγμένο πρόχειρα, εκ των ενόντων, με ό,τι έχει στη διάθεσή του ένας φτωχός άνθρωπος για να στεγαστούν προσωρινά αυτός και η οικογένειά του: μουσαμάδες, τενεκέδες, σανίδες, χαρτόκουτα, πλαστικά, ό,τι βρεθεί. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, ένα τσαντίρι δεν ισοδυναμεί ποτέ με ένα αντίσκηνο, που μπορεί να είναι και μεγάλο, ακριβό και πολυτελές, που στήνεται από ευκατάστατους, «κανονικούς» ανθρώπους στις διακοπές τους, στο κάμπινγκ, στον ειδικό χώρο για να στηθεί μια σκηνή.Αναλόγως, το υποδεέστερο, ταπεινό τσαντίρι έχει κι αυτό τον δικό του χώρο. Για παράδειγμα, οι καταυλισμοί των Ρομά, στα όρια των πόλεων, σε ανοιχτές αλάνες υποβαθμισμένων περιοχών, θεωρούνται ως κατάλληλοι χώροι για τα τσαντίρια, όπως και οι προσφυγικοί καταυλισμοί – μην ξεχνάμε πως οι πρώτοι πρόσφυγες που ήρθαν στην Ελλάδα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή έμειναν στην αρχή σε άθλιες παράγκες και τσαντίρια. Και σίγουρα το Μνημείο του Αγνωστου Στρατιώτη δεν θεωρείται ο κατάλληλος χώρος για να στήσει κάποιος το τσαντίρι του. Σύμφωνα με μια προβεβλημένη δημοσιογραφική μούρη που υμνολογεί επαγγελματικά την κυβέρνηση, το στέγαστρο που έστησε ο Πάνος Ρούτσι στο Σύνταγμα για να προφυλαχθεί από τον ήλιο και να στεγάσει πρόχειρα τη λαχτάρα του για δικαιοσύνη και δικαίωση, απαιτώντας την εκταφή του παιδιού του, το φερέφωνο του Καθεστώτος το χαρακτήρισε «τσαντιροκατάσταση». Σύνθετος όρος, που συμπεριλαμβάνει τόσο την πρόχειρη στέγη όσο και την όλη κατάσταση συμπαράστασης στον Ρούτσι, από πολίτες που έρχονται όλες τις ώρες στο Σύνταγμα για να του πουν δυο κουβέντες και να σφίξουν το χέρι ενός πατέρα που μετά τον άδικο χαμό του γιου του δεν έχει τίποτα να χάσει και αγωνίζεται για το δίκιο και την ανθρωπιά, με το ύστατο όπλο που έχει, το σώμα του, που καταρρέει όσο περνούν οι μέρες. «Πού είναι το τσαντίρι σου, για να ’ρθω να σε πάρω» έλεγε το τραγούδι. Αν ήταν στο χέρι του εξαίρετου συναδέλφου, θα ερχόταν στο τσαντίρι του Ρούτσι για να τον πάρει από εκεί, αλλά με μπουλντόζα.(Εδώ).
  3. Αδιανόητη ασέβεια! «Τσαντίρι, κουρελαρία και σκουπιδαριό". Επανέλαβε, δηλαδή, την “τσαντιροκατάσταση” της μιντιακής “τσιρίδας” του ΣΚΑΙ, Α. Πορτοσάλτε.(Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Παλαιότερα αποτελούσε μειωτικό χαρακτηρισμό των οπαδών και μελών της ομάδας του Παναθηναϊκού στη λογική ότι η ομάδα εκπροσωπούσε τα αστικά και μεγαλοαστικά στρώματα της Αθήνας, και δη των Βορείων Προαστίων, με λίγα λόγια τους φλώρους της υπόθεσης, σε αντίθεση με τον αιώνιο αντίπαλο Ολυμπιακό, που αντιπροσώπευε το λιμάνι, την εργατιά και την προσφυγιά (λέμε τώρα) ή τις προσφυγικές ομάδες της Α.Ε.Κ. και του Π.Α.Ο.Κ.

Ως προς την ετυμολογία του τζιτζιφιόγκου βρήκα εδώ την ενδιαφέρουσα (πλην όχι σίγουρη) άποψη ότι πρόκειται για νόθο σύνθετο από το τουρκικό τζιτζί (< cici = ωραίος, χαριτωμένος) και το φιόγκος.

Νικώντας οι «μαουνιέρηδες» τους «τζιτζιφιόγκους» ήταν σαν να νικούσαν οι Αποκάτω τους Αποπάνω. Ιδεολόγημα; Βεβαιότατα! Και αν, μάλιστα, κάτσεις και καλοσκεφτείς ότι «τζιτζιφιόγκοι» δεν ήσαν οι ποδοσφαιριστές του ΠΑΟ (που ήσαν μεν και εκείνοι παιδιά των λαϊκών τάξεων, αλλά έπαιζαν για την ομάδα της «καλής κοινωνίας»), τότε το συγκεκριμένο ιδεολόγημα γίνεται αφόρητο και απύθμενο.
Ωστόσο, ιδεολόγημα-ξεϊδεολόγημα, από όλη αυτή τη συγκρουσική ιστορία έβγαινε κάθε Κυριακή απόγευμα ένα συμπέρασμα: ότι ο εργατικός και προσφυγικός Πειραιάς νικά την καλοταϊσμένη Αθήνα των βολεμένων αστών. (Εδώ).

Μια χρήση του "τζιτζιφιόγκος" που έχει συζητηθεί, από πρώην (πλέον) στέλεχος του Ποταμιού. (από Khan, 02/04/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified