Επιρρηματικός τροπικός τύπος, προερχόμενος από τη λέξη σελέμης. Ακουγόταν σε λαϊκές αστικές συνοικίες. Δείχνει τον τζαμπέ τρόπο απόκτησης, ενίοτε δε και μικροκλοπές.

- Ρε Βαγγελάκη, πού βρήκες ρε τα γλυκά που κουβάλησες; Άφραγκος δεν είσαι;
- Σιγά ρε, μην τα πλήρωσα...
- Α, κατάλαβα... Σελεμουάρ είναι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη ορόσημο των Γιαννιωτών για το τζάμπα. Χαρακτηριστικές είναι οι εκφράσεις: όπου μπέχο τρέχω, μπέχο κι όσο αντέχω και παν μπέχον, άριστον.

- Αφού την κατεβάζω και την βλέπω μπέχο την ταινία, γιατί να πάω στο σινεμά;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τσάμπα, κούτρα.

Όπου μπέχο... τρέχω κι αντέχω!

Γιαννιώτικη διάλεκτος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βγαίνει από το τζάμπα + την αμερικανική κατάληξη -ation. Σημαίνει χωρίς αντίτιμο, τζάμπα (τσάμπα), τζαμπέ.

Μας δώσανε κάτι διαφημιστικούς αναπτήρες, τζαμπέισον.

(από xalikoutis, 04/10/08)Μπορείς και να τρως τζαμπέισον. (από Galadriel, 02/04/09)

Σχετικά: τράκα, τζαμπαντάν. Δες και -έισον, -έισιον.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified