Μπανεύκολο λολοπαίγνιο για το Μνημόνιο που λέγεται συχνά σαχλοποιώντας μια κατά τα άλλα δραματική συζήτηση για την οικονονομικοπολιτική κατάσταση της χώρας μας.

Επίσης, αυτός που θεωρεί ότι το Μνημόνιο δεν είναι και τόοοοσο κακό πράγμα, ότι έχει και καλές ρυθμίσεις, και ότι εν πάση περιπτώσει το Ελλαδιστάν για να γίνει Μεταρρυθμιστάν χρειάζεται να γίνει πρώτα Μνημονιστάν. Γενικότερα, εφόσον το μνημόνιο- αντιμνημόνιο είναι ο νέος διχασμός της χώρας μας (μετά τα Πασόκ-ΝΔ, Δεξιός- Αριστερός, παλαιοελλαδίτης- τουρκανάκατος, βασιλικός- βενιζελόμουτρο, κάτω ή πάνω απ' το αυλάκι, κλεφταρματολός ή ψαλιδόκωλος, ενωτικός ή ανθενωτικός και ταλιμπάν), έχουν εφευρεθεί και οι αντίστοιχες πολιτικές σλανγκιές. Λ.χ. οι μνημονιακοί λέγονται μνη στα πολιτικά κομμέ (θυμίζει μνι βασικά, μάλλον όχι τυχαία), ή πιο υβριστικώς μνημονόπανα και μνημούνια. Το τελευταίο σημαίνει ότι είναι και μουνιά / μουνάκια (τ. λαμο-γελάς, μουνάκι;). Θεωρούνται, επίσης, ως οι νέοι ενωτικοί στο νεο-βυζαντινιστάν. Από τους αντιπάλους τους συμφύρονται με τους νεοφιλελέδες, αν και οι αυθεντικοί φιλελέδες μάλλον θα ήταν εναντίον του τρόπου με τον οποίο πραγματώθηκαν (#not) οι μεταρρυθμίσεις από τους σαμαροβενιζέλους (ή και τους τσιπροκαμμένους ίσως στο μέλλον), ενώ και αντιστρόφως πολλά μνημούνια θέλουν ισχυρό κράτος και κράζουν τα φιλελέδια ως αιθεροβάμονες. Σε κάθε περίπτωση, λίγοι είναι αυτοί που θα πανηγυρίσουν το ότι είναι μνημονιακοί, παρόλο που υπάρχουν κι αρκετοί τέτοιοι τσεκουράτοι που τα λένε έξω απ' τα δόντια. Οι περισσότεροι θα αυτοχαρακτηριστούν ως ευρωπαϊστές. Από την άλλη, είναι οι αντιμνή στα κομμέ, αυτοί που πουλάνε αντιμνημόνιο, αυτοί που στο δίλημμα μνημούνια ή κομμούνια μάλλον θα προτιμούσαν το δεύτερο σκέλος, οι ανθενωτικοί του νεορωμιοσυνιστάν.

  1. Ξανά μανά, στους δρόμους, μνημούνια αυτοί, μάζωξη εμείς. Τι ρίξανε προχθές πάλι; Σιωνιστικό πράμα ήταν, ακόμη με τσούζουν τα μάτια. (Ksipnistere, παραδόξως με μικρογράμματη γραφή).
  2. Νά ἐξαθλιωθοῦμε πρό κειμένου νά συνειδητοποιήσουμε πώς σέ καμμίαν τῶν περιπτώσεων δέν μᾶς φταῖνε τά μνημόνια καί τά μνημούνια; (Πολυτονιστής που τον κόβω για μνη, εδώ).
  3. Στις δύο του Ιούνη με ξαναλές Μνημούνι. (Μπλογκ-άκης).
  4. Όλοι οι νεοφιλελεύθεροι τα μνημούνια μαζεύτηκαν εκεί. Μη σκοτώνετε τα κουνούπια. Αλλοι σας πίνουν το αίμα. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

κομπλέξω, κόμπλεξε

"Ου μπλέξω με κομπλέξο..." (εδώ)
Αν έχεις κόμπλεξε (=κόμπλεξ), δηλαδή συμπλέγματα, τότε είσαι κομπλεξάρα, κομπλεξω/κομπλέξο, κομπλέξας, κόμπλεξος.

κομπλέξω


  1. -Να θυμίσουμε στους επίδοξους φλωροΟΠΛΑτζήδες, πως μετά τον Μελιγαλά ήρθε ο Γράμμος. Οπότε, δεν το γυρνάτε στο ΕΑΜ ΕΛΑΣ ΚΑΙ ΜΠΕΜΠΑ ΜΠΛΑΝΣ;
    -ψοφα μωρη φουσκα απο σκατα λιλυ μαρλεν χουντικια τζεμις μποντ σιγα που σε φοβηθηκαμε μαλακισμενη αστερω λιποθυμη σαχλη κομπλεξω

  2. Κομπλεξω Γερμανίδα δημοσιογράφος. Μόλις της είπα griechenland παραλίγο να κλασει. Σα να ειπα απο το κωλοχωρι της πουτανας της μάνας της

  3. πιες κανα λέξο μωρη κομπλέξο και βγες και λίγο έξω (εδώ)

  4. ο άντρας που τρώει σκάλωμα γιατί κάποια στιγμή δεν του έκατσες, ξεπρνάει κ την πιο κομπλέξο γκόμενα.

κόμπλεξε (= κόμπλεξ)


  1. ομορφα ειναι πιο Χαλλλλαρα (οπως λενε κι εδω) κι ειναι καλλοι ανθρωποι γενικα. Αν ειχαν κ λιγοτερο κομπλεξε με την Αθηνα ... (εδώ)

  2. Η Λέντλε Τζουλινόβικα δεν έχει κανένα κόμπλεξε και τα πετάει όλα για το Playboy της πατρίδας της. Η Λετονή καλλονή αρέσκεται στα άγρια... γκάζια! (εδώ)

κομπλέξας (= κομπλεξικός)


  1. ωραίες οι συμβουλές που δίνετε για τις σχέσεις αν και παραμένετε φορ έβερ αλόουν κομπλέξες με ιντίμασι ίσιουζ

  2. Ο,τι ανεβάζω ειναι κλεμμένο πέρα απ τις πιπες μου. Πως σας φάνηκε; θα με κανετε ανφολο; κομπλέξες και καλα εσείς με τη φαιά ουσία του πεου.

  3. μαλάκες κομπλέξες 5 παρά το πρωί και ασχολείστε με πολιτικά, σαν κνίτες και "η επανάσταση δε μπεριμένει" κάνετε

  4. Αυτό που κάποιες το παίζετε χοντρές ενώ δεν είστε, για να σας λέμε συνέχεια πως είστε μια χαρά, σας δείχνει τέρμα κομπλέξες να ξέρετε.

  5. κ δεν φτάνει που είστε κομπλέξες του κερατά κ το παίζετε κ καμπόσοι, βρήκατε κ το πιο άκυρο μέσο να λέτε τις μαλακίες σας. το τουίτερ.

  6. Και για να μην ξεχνάτε πριν κρίνετε μερικοί οι γαύροι είναι τόσο κομπλέξες που έχουν στήσει μέχρι και το γυναικείο βόλλευ και μπάσκετ #paobc

  7. Ποιος να κράζει; Οι κομπλέξες εδώ μέσα; Κλάϊν Μάϊν

κομπλεξάρα


  1. - Όλες θέλουν ο άλλος να τον έχει μεγάλο, χοντρό, όμορφο, σκληρό και δεν κοιτάνε που το μουνί τους είναι σα μελιτζάνα παπουτσάκι που άρπαξε.
    - Ρε φιλε μονο ενας κομπλεξικος, τελειωμενος μισογυνης θα σκεφτοταν κατι τετοιο, για ψαξτο λιγακι
    - μια ανοργασμικη κομπλεξαρα με αποτετοιο μπαμια ειναι αγαπη μου γαμησετονα μωρε

  2. Σιγά μωρε κομπλεξάρα γειτόνισσα, τι μου κλείνεις τις κουρτίνες; Επειδη δλδ βγάλαμε το τηλεσκόπιο στο μπαλκόνι;;

-Δες περίπτωση Βαρουφάκη που τους ενοχλεί ακόμη και το ότι έχει αυτοπεποίθηση και το δείχνει. Τόσο κομπλεξάρες!

κόμπλεξος


-Συμφωνω...και παντα θα υπαρχουν οι κομπλεξοι σε πολλες μορφες. αλλα ..ο καθενας τελικα κοιταει την δικη του μαχη κριμα παντως (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Να κάνεις μια πράξη ή μια δήλωση που να σε καθιστά ή να σε κάνει να δείχνεις καθυστέρι, δηλαδή πνευματικώς καθυστερημένο άτομο, γιωτόμπαλο κ.τ.ό. Πρόκειται ασφαλώς για κοινωνικώς ρατσιστική έκφραση που θίγει ότι κάποιος έκανε ή είπε μια γιωτομπαλιά.

  1. Libtard καθυστεριές. Πλήρη αφοπλισμό της αστυνομίας και απελευθέρωση όλων των μαύρων από τις φυλακές οι οποίοι κρατούνται για αδικήματα που σχετίζονται με ναρκωτικά ή μη βίαια εγκλήματα ζητάει ένα από τα ινδάλματα των "προοδευτικών" στις ΗΠΑ (και όχι μόνο), Michael Moore. (Πχόρουμ).
  2. Τσιπρόφωνα, σταματήστε να μολύνετε τα τίμια νήματά μου με τις καθυστεριές σας. Ξουτ! Ξουτ λέμε! (Νήμα βενιζελικών μελετών στο Ελεύθερο Ελληνικό Φόρουμ).
  3. Μετα εγω και το Μιτσμομπιλ γινηκαμε ενα, και στ' αρχίδια μου και σεις και το μετρο σας και οι καθυστεριες σας. (Από το Ελέκτρικ Ρέκβιεμ).
  4. Τι καθυστεριες παλι θα ακουστουν σε αυτο το θεμα? (Ινσέψιο, καθώς το σχόλιο έγινε στο θρεντ στείρωση σε ΑΜΕΑ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το παρτάλι (< τουρκικό partal), που σημαίνει το φθαρμένο κουρελιασμένο ύφασμα και το -γκόμενα, σημαίνει τη γυναίκα που είναι εντελώς τελείως τελευταία, δεν βλέπεται, είναι χαμηλότατης κοινωνικής και πχοιοτικής υποστάθμης, που είναι μπάζο, σαβούρα, σκουπίδω, αλλά κυρίως που βγάζει μια κοινωνικο-πολιτισμική υπανάπτυξη. Που τέσπα για να πας μαζί της πρέπει να πιεις τόσο που τελικά δεν μπορείς να πας μαζί της ή με οποιαδήποτε άλλη φορ δατ μάτερ (το double-bind της παρταλογκόμενας).

  1. Ρε παπάρα που δεν σε χωράνε τα ρούχα απο το πάχος, που έχεις να γαμήσεις από την εποχή που ο Νώε μάζευε τα μαϊμούδια για να διασώσει το είδος σου, πας να το παίξεις γαμιάς και πλούσιος ρε ρετάλι από τελευταίο ύφασμα μαγαζιού σε εκποίηση στα παιδάκια εδώ μέσα και να αποδείξεις ότι αν έχει κάποιος λεφτά πηδάει κάθε παρταλογκόμενα ξεκωλοδευτεράντζα, σαν αυτές που συναναστρέφεσαι και βαπτίζεις "μουνάρα" στα βαθιά σου όνειρα μετά από χρήση των ψυχοφαρμάκων που ρουφάς; Ζώο!. Ούτε αυτές δεν σου κάθονται, που είναι οι φώτο ρε ταμτάκο που έταζες; (Από βρις-οφ στο μπου).
  2. Είναι μια παρταλογκόμενα που μόνο αν ήσουν 10 χρόνια ναυαγός σε νησί του Ειρηνικού θα σκεφτόσουν να την πηδήξεις. (Από βρισ-οφ σε σόσιαλ μήδεια).
  3. Η καθε παρταλογκόμενα που την κάνει από την Φλώρινα και πάει Ξεσσαλονίκη ειτε για Σ/Κ είτε για να σπουδάσει και μας σπάει τον πούτσο με Check Ins και φωτογραφίες από το πόσο γαμάτα περνάει και πόσο χαίρεται που είναι στην γαμώπολη, ας της πει κάποιος ότι πρώτον είναι σαν να την έκλασε δεινόσαυρος όταν κάνει ντάκφεϊς και γράφει από πάνω "με τα φρεντουλίνιαζ μου" (καλά μακράν χειρότερο είναι όταν βγάζει φωτό με φόντο τον Λευκό Πύργο και γράφει "Εμένα αγάπη μου, δεν θα με κάνεις ποτέ να κλάψω") και δεύτερον, να μην δείχνει πόσο αγάμητη παρθένα είναι και ήρθε στη Θεσσαλονίκη να γαμηθεί από το χωριό της το αρμενο-αμμοχώρι και κάθε φορά που βλέπει γκόμενο που δεν βρωμάει σαν στάβλος, στάζει το μουνί της μέλι. Γκόμενα της πούτσας που νομίζεις ότι έγινες κάποια, τράβα μωρή να πλύνεις κάνα πιάτο μωρή αρκουδιάρα. (Από κράξιμο στο Φέισμπουκ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αγγλικανιά για αυτόν που δεν έχει ζωή, για τον λούζερ, για αυτόν που ολόκληρη η (μη) ζωή του μόλις και μετά βίας θα έφτανε σε συναρπαγή και βίωμα μία βραδιά από τη ζωή του Βασίλη Τερλέγκα. Οι νόου λάιφερς βρίσκονται παντού, αλλά κυρίως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, φλώρουμ και σάη. Επίσης στα γκέιμζ/ βιντεοπαιχνίδια. Τους καταλαβαίνεις από το πόσο πωρωμένοι - καμένοι είναι, από το ότι γράφουν ακατάπαυστα και από κάποιες άλλες ενδείξεις, λ.χ. από το πότε γράφουν. Υποθέτουμε ότι είναι άνεργοι, άεργοι, πάντως όχι άστεγοι γιατί μένουν αγαμήτου και απάρτου γωνία. Και κυρίως τους καταλαβαίνουμε από το ότι εμπλέκονται ως τηλέμαχοι σε διαδικτυακές έριδες, όπου φαίνεται ότι ξέρουν όλα τα κουτσομπολιά που κυκλοφορούν στο νέτι γιατί δεν έχουν τίποτα άλλο να κάνουν και τρώνε τρελά σκαλώματα με κάποιες έριδες που έχουν γίνει προ Χριστού, και τις κρατάνε ιντερνετικό μανιάτικο, γιατί δεν έχουν πού αλλού να διοχετεύσουν την προσοχή τους. Η απάντηση σε όλα αυτά είναι get a life ή ως αρκτικόλεξο: gal.

Disclaimer: Όλα τα παραπάνω δεν ισχύουν για όσους γράφουν πολύ στο σλανγκρ, όπου είναι απολύτως φυσικό να περνάμε ένα μεγάλο μέρος της ζωής μας λόγω της αγάπης μας για την αργκό και για να μεταλαμπαδεύσουμε εξάλλου γλωσσικώς τις εμπειρίες μας από μια ζωή γεμάτη σεξ, ναρκωτικά, αυτοκίνητα, στρατό, περιθώριο. Καλού κακού πάντως, για να μη με πείτε νόου λάιφερ σταματώ τον ορισμό εδώ παραπέμποντας στο Urban για περισσότερα.

  1. και ο καλύτερος τρόπος ενα φριστάιλ να γράψω να κράξω τον κάθε νόου λάιφερ φορουμίτη οι ρίμες μου πονάνε, θα του βγούνε απ'τη μύτη. (Χιπχοπάς στιχώνει).
  2. ΠΑΛΙ ΜΕΣΑ ΠΕΣΑΤΕ ΡΕ ΠΟΥΣΤΗ ΜΟΥ ξημεροβραδιάζονται στο προφίλ μου οι νόου λάιφερς και καλά κάνουν αλλά πόσο χαίρομαι για το γλέντι που κάνω στη χολή τους. (Από Φέισμπουκ).
  3. Έχω ξυπνήσει από τις έξι Κυριακάτικο και κάνω υπομονή να τουιτάρω στις οκτώ έτσι για να μη με πείτε και τίποτα παράξενη ή νόου λάιφερ. (Από Τουίτερ).
  4. Kαι ενα για τους νόου λάιφερ που δεν κάνουν τίποτα εκτός από το να λιώνουν εδώ. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified