Ήλιος καυτός, πάρα πολύ δυνατός, υψηλή θερμοκρασία, μεγάλη ζέστη. Εκ του κάρκανο (το), το πολύ ξερό, πολύ καμένο.

Συγκοπτικά αποκαλείται και κάρκα.

  1. Μείνε παιδί μου σπίτι, πού τρέχεις με αυτή την καρκαμπίλα.

  2. Στο μέρος που θα ψαρέψουμε έχει κάνα δεντράκι ή θα μας φάει η καρκαμπίλα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος μεζέ που τρώγεται κρύος. Παράγεται από χοιρινό κρέας (κατά τόπους μπορεί να προστεθεί και μοσχαρίσιο) που ανακατεύεται ώρα στην κατσαρόλα, χωρίς νερό ή λάδι, μόνο με αλάτι, πιπέρι (κόκκινο, μαύρο), ρίγανη και άλλα μυρωδικά. Όταν τελειώσει το βράσιμο, τότε πιέζεται και το βάζουνε μέσα σε έντερα (όπως τα λουκάνικα, με τη διαφορά πως είναι πολύ μεγαλύτερος). Αποθηκεύεται και τρώγεται όλο το χειμώνα. Συνοδεύεται κυρίως με κρασί κόκκινο.

Γυναίκα, βάλε να πιούμε ένα κρασί. Φέρε και λίγο καβρουμά με μπούκοβο για μεζέ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αγγούρι θεωρείται το τυπάκι που ιδρώνει συνεχώς, παραπονιέται πάντα για τη ζέστη και κυκλοφορεί κάθε καλοκαίρι με ένα χαρτομάντιλο στο χέρι... είναι συνήθως ψηλός και λεπτός.

-Κοίτα πως ίδρωσε πάλι ο μαλάκας ο Παντέλος!
- Σαν το αγγούρι έγινε πάλι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διαταραχή που πλήττει τους εργαζόμενους σε πολλές εταιρίες / υπηρεσίες / τράπεζες του λεκανοπεδίου (και όχι μόνο) κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. Κύριο σύμπτωμα είναι η εμμονή να διατηρούν -μέσω κλιματισμού- τη θερμοκρασία του χώρου στους 17 βαθμούς (ενώ έξω έχει 33) με αποτέλεσμα να τουρτουρίζουν...

και...

Ψυχραναγκάζω: τακτική αφεντικών, προϊσταμένων, διευθυντών κ.λπ. να μετατρέπουν τους χώρους εργασίας του λεκανοπεδίου σε σιβηρικό στρατόπεδο συγκέντρωσης, παρά τις διαμαρτυρίες των εργαζομένων.

-Μα κύριε Σταλινίσκο μου, 17 βαθμούς; Θ' αρπάξουμε καμιά πούντα!
-Πας καλά, Κακομοιρίδη; Εδώ σκάει ο τζίτζικας!

(από nick, 05/04/09)

Aπό εδώ στο lexilogia.gr

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified