Αυτός / -ή που είναι πολύ καύλα, μανάρι, ωραίος / -α κλπ
- Πω ρε, κοίτα αυτήν εκεί... Πιπίνι!
- Μεγκαυλίσιους!!!!!!!!
Αυτός / -ή που είναι πολύ καύλα, μανάρι, ωραίος / -α κλπ
- Πω ρε, κοίτα αυτήν εκεί... Πιπίνι!
- Μεγκαυλίσιους!!!!!!!!
Got a better definition? Add it!
ρισπέκ, ρισπέκτ, ρησπέκτ
Προκύπτει απ' το αγγλικό «respect», που σημαίνει σεβασμός, σέβας. Η ευρεία χρήση του έχει ξεκινήσει από τους ραπάδες, μαύρους και κυρίως wiggaz ("μαυροπρεπείς" λευκούς), που νομίζουν ότι κάθε τι που δεν «sucks», αξίζει το «respect» μας.
- ΟΚ, δε θα σου σπάσω το κεφάλι σήμερα.
- Ρισπέκ!
Got a better definition? Add it!