Further tags

Ο δυνατός, ο ισχυρός στην αρχαία ελληνική. Στον μοδέρνο κόσμο, χρησιμοποιείται εις την σλανγκικήν καταχρηστικά, ως επίθετο ή και ως επιφώνημα, σε τετριμμένες περιπτώσεις, όπου αναδίδει μια ντελικάτη εσάνς γαλλο-φερμένης αργκό, μαζί με το αυστηρό του κλασικού χαρακτήρα.


1.
-Ψιτ, τσέκαρε...
-Κραταιό (πατούρι)!
2.
-Ρε δε θα 'ρθει ο Σάββας το βράδυ για ταινία, βγήκε ραντεβού.
-Μαλάκα σπάει ο κραταιός κύκλος των αγάμητων;

Got a better definition? Add it!

Published

Μία από τις βασικές -ίλες, είναι η μυρωδιά που αναδίδει η γυναίκα, το αντίστοιχο του αντρίλα, μόνο- ελπίζουμε- πιο μυρωδικό. Βεβαίως, η γυναικίλα μπορεί να καλύπτει ένα μεγἀλο φάσμα οσμών από την μυρωδάτη τριανταφυλλίλα έως το καμένο ντουί, όταν υπάρχει θεματάκι με τα μουνικά, φτάνοντας μέχρι και τη μαμαδίλα μιας ώριμης γυναίκας που αποπνέει μιλφίλα, ή όλες αυτές τις μυρωδιές που αναδίδει η φύση μετά το πέρασμα μιας μουνοκαταιγίδας. Γενικά πάντως η γυναικίλα είναι το τζενέρικ, είναι συνήθως κάτι περισσότερο από μια οσμή, μάλλον περιγράφει κατάσταση, όπου υπάρχει υπερβολική δόση θηλυκότητας φορ μπέτερ ορ φορ γουόρς, ή που έχουμε έναν μουνόκαμπο από πάρα πολλές γυναίκες μαζεμένες.

Η λέξη παλιά, υπάρχει από τον 19ο αιώνα, καθώς την βρίσκω σε μια μετάφραση των Νεφελών Αριστοφάνους από τον Γεώργιο Σουρή (1900), και βεβαίως την βρίσκουμε στους δύο μεγάλους Νεοέλληνες πεζογράφους της -ίλας, ήτοι τον Νίκο Καζαντζάκη και τον Στρατή Τσίρκα, που προσπαθούν και οι δύο να αποδώσουν με λέξεις στα μυθιστορήματά τους ένα ολόκληρο οσφραντικό σύμπαν εμπνευσμένο αντιστοίχως από την Κρήτη και από τις πολιτείες της Εγγύς Ανατολής. Σε παλαιότερες εποχές, η γυναικίλα ήταν η μυρωδιά μιας παστρικιάς, με την ευρεία έννοια, δηλαδή μιας γυναίκας που πλενόταν και μοσχοσαπουνιζόταν, πιθανόν σε αντίστιξη με τον άντρα της που μύριζε βαρβατίλα και τραγίλα. Η γυναικίλα μπορεί να ήταν και ύποπτη: Ένας άντρας που μυρίζει γυναικίλα σημαίνει ότι θα ξενοπηδιότανε με κάποια παστρικοθοδώρα, και δυστυχώς δεν έχει την καθησυχαστική γνώριμη αρχιδίλα του, αλλά αφενός πλένεται ο ίδιος για να κάνει τον δανδή, και αφεδύο κουβαλάει πάνω του και τις μυρωδιές της γκόμενας.

  1. Μπήκαμε. Μύριζε η παράγκα μυρωδιές, πούδρες, σαπούνια, γυναικίλα.
    - Κι αυτά τα μασκαραλίκια τι είναι, δε μου λες; φώναξα βλέποντας αραδιασμένα απάνω σ' ένα κασόνι τσαντάκια, μοσκοσάπουνα, κάλτσες γυναικείες, ένα κόκκινο ομπρελίνο, δυο μποτιλάκια μυρωδιά.
    - Δώρα... μουρμούρισε ο Ζορμπάς με σκυμμένο το κεφάλι.
    - Δώρα;! Έκαμα προσπαθώντας να αγριέψω. Δώρα;
    - Δώρα, αφεντικό. Μη θυμώσεις. Για την καημένη την Μπουμπουλίνα. Λαμπρή ζυγώνει. Άνθρωπος είναι κι αυτή.
    Κατάφερα να κρατήσω τα γέλια. (Νίκος Καζαντζάκης, Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, Αθήνα: Τυπ. Δημητράκου, 1946).
  2. Και δεν τον πρόδωσε, δεν τον φανέρωσε ποιος ήτανε σε κανένα, μήτε γνώρισε ποτέ άλλον άντρα, πιστή στ' όνομα που της δώσανε στη Νάξο, Αριάγνη, η πιο αγνή δηλαδή. Χρόνια τον κράτησε μακριά της. Στο ίδιο κρεβάτι, ναι- μα τίποτ' άλλο. Σπάραζε, παρακαλούσε, σήκωνε χέρι. Εκείνη: Αριάγνη. Έμπλεξε αυτός με άλλες, ξενοκοιμότανε, βρωμοκοπούσε γυναικίλα και μυρωδιές, ας τον χαίρονταν οι πατσαβούρες τέτοιον άντρα που δεν είχε αντρισμό. (Στρατής Τσίρκας, Αριάγνη, Αθήνα: εκδ. Κέδρος, 1962).
  3. Και σαν γλυκοκοιμότανε τη νύχτα στο κρεβάτι, μ' εμένα τον χωριάτη, εγώ τρυγιαίς εμύριζα, σύκα, μαλλί, τραγίλα, και τόση βαρβατίλα, κι εκείνη πάλι μύριζε κρόκους και μύρα τόσα, παιχνίδια και φιλήματα που δεν τα ΄λεγε η γλώσσα, και γυναικίλα κι έρωτα και γκάστρωμα και γέννα (Αριστοφάνους Νεφέλαι, σε μετάφραση Γεωργίου Σουρή, 1900)

Στη δική μας εποχή η γυναικίλα έχει εξελιχθεί:

Στάνταρ το διηύθυνε γυναίκα. Η γυναικίλα αιωρούνταν στην ατμόσφαιρα και ήταν πνιγηρή. Δεν ήταν μόνο τα διακριτικά rechaud με άρωμα βανίλιας και κανέλλας, οι απαράμιλλου γούστου καναπέδες με τα έθνικ μαξιλάρια - με τα καλύμματα κεντημένα στο χέρι σαφώς - ήταν... (Η μπλογοτέχνης Αγγελική Μαρίνου εδώ)

Άλλες σημασιολογικές αποχρώσεις: Η γυναικίλα μπορεί να είναι η γυναικεία ανθρωπίλα, η φυσική μυρωδιά, αν αφαιρέσεις όλες τις τεχνητές επιστρώσεις, που στην εποχή μας είναι πολυάριθμες. Η γυναικίλα μπορεί να σημαίνει έτσι μια νοσταλγική επιστροφή στη φυσική (μη)-καθαρότητα.

Το ανθρώπινο δέρμα δεν πρέπει να μυρίζει ανθισμένα ανοιξιάτικα άνθη αλλά "δερματίλα"!!! Σεξ με αντρίλα και γυναικίλα. Πλύσιμο μόνο με νερό. (Γλάιφο).

Μπορεί να είναι η θηλυκότητα.

Παντως για μενα, η γυναικιλα (ναι, η λεξη θηλυκοτητα δε μου αρεσει, ειμαι βλάχος, τι να κανουμε..) στη γυναικα δε χρειαζεται να ειναι μετρημενη. (Ινσόμνια).

Μπορεί να είναι η συσσώρευση γυναικείων ορμονών σε έναν μουνόκαμπο:

  1. Η εξαιρετική φωτογραφία είναι από δω. Μόνο που ο μουσάτος στο πίσω μέρος του κάδρου -είτε βρέθηκε εκεί από φωτογραφική άποψη είτε όχι- καταστρέφει στα μάτια μου την αρμονία της εικόνας, σπάζοντας την γυναικίλα με την αντρόφατσά του. (Ο μπλογοτέχνης Old Boy εδώ).
  2. Πολλές γυναίκες μαζί. Δυο, δυο. Τρεις, τρεις. Τέσσερις, πέντε... [...] Κουτσομπόλες όλες αντάμα, ραντεβού στην Βασ. Σοφίας. Δυο, τρεις τέσσερεις, φιλιούνται σταυρωτά, διαισθάνονται αμέσως αν η αύρα του φιλιού είναι θετική -και ναι της Τ είναι σταθερά αρνητική- χαριεντίζονται από κεκτημένη ταχύτητα, είναι σε φόρμα (Η Τ το ‘χει πάντα το προβληματάκι της, ποιος της φταίει που έχει να δει άντρα από τότε που βάφτισε τον γιό της;). Όλες μαζί. Κάτι σαν αδελφότητα ας πούμε. Αδελφότητα πολύπειρων, δυνατών, ευαίσθητων, χαρισματικών (middle aged) γυναικών. Αδελφότητα ανώριμων, ανασφαλών, εξαρτημένων, μαλακισμένων θηλυκών -αν και όχι τόσο, τώρα πια. Η ηλικία και τα «δώρα» της. Έχει και το middle age τα θετικά του… Δεν είναι πολύς καιρός που αυτή η «γυναικίλα» μου έφερνε ναυτία. Μου μύριζε γκρίνια, αγαμία, μπιρίμπα, μούχλα. (Εδώ).

Μπορεί να είναι αποδιοπομπαία οσμή.

Αν τεκνοποιήσεις με γυναίκα, μπορεί να κολλήσει το παιδί γυναικίλα και να βγεί με κέρατα και ουρά. (Μπουντουσουμού).

Τέλος μπορεί να σημάνει την γυναικεία ετεροκανονιστικότητα, ήτοι το γυναικείο αντίστοιχο της ματσίλας, που μπορεί να καταντήσει τουματσίλα και ως τέτοια να αποδοκιμαστεί από λοξούς, αχαρτογράφητους, χιπστέρια και άλλους περίεργους.

Άρα το pride είναι και για εμάς. Και πού ξέρεις μπορεί να ανακαλύψουμε και μια άλλη μας πλευρά που δεν τολμούσαμε. Σκατά στη γυναικίλα! (Ίντυ)

Γυναικίλα, απάντηση στο Μπραφ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το θηλυκό του πουτσαρά, δηλαδή η πουτσαρίνα, η παλικαρού.
Κατά το βυζαρού.
Η κεφαλή στον Άθω γέρνει σαν το κρυφό μυστήριο. Η μια σου χέρα βράχια σπέρνει στης Μάνης το μαρτύριο, Παλικαρού

Το πουτσαράς χρησιμοποιείται για τους άντρες ακριβώς με το ίδιο πνεύμα και στην Ηλεία. Τη δυναμική γυναίκα, τη λένε (σπάνια) πουτσαρού. (sarantakos.wordpress)

Πουτσαράς, ο. Μπ.φρ. - Ε , ρε πουτσαρά …, αλλά και η πουτσαρού. (Μπασταίικο λεξικό)

Και τα δυο παραθέματα είναι από την Ηλεία και έχουν το νόημα της παλικαρούς. Το ίδιο και τα δυο πρώτα παραδείγματα. Η λέξη, σε πορνογραφικά χείλια, χάνει το συμβολικό της χαρακτήρα της τόλμης, της ισχύος κλπ και αλλάζει προς το σχεδόν κυριολεκτικό "αυτή που έχει πούτσο", που "γαμεί και δέρνει" (3ο παράδειγμα).

  1. στο χωριο μου αμα καμια υπερεκτιμα δυνατοτητες και εαυτον την λενε "μαρη πουτσαρου" οχι δεν εχει υποτιμητικη εννοια σαν το "αρχιδω" (εδώ)

  2. Μοθαχαχαχαχαχαχαχαχχαχαχα Iron, you earned your day's pay, πουτσαρού μου, γελάω σαν μαοϊστής!!! (Vrasta)

  3. Οι μισοι ουρλιαζαν για την κυρα Κατινα και οι αλλοι μισοι για την κυρα Λενη, ενω τεραστια στοιχηματα επεφταν σαν την βροχη μεταξυ τους για το αποτελεσμα.
    -"Ειναι "πουτσαρου' η αρκουδα" ελεγαν οι μεν...
    - "Ναι... αλλα και η "μπακαλογατα ειναι βαρβατογκομενα!" ελεγαν οι αλλοι...
    [...] -«Πες το δυνατα! Εγω η κυρα Λενη η «μπακαλογατα» ειμαι η πουτσαρου και κυριαρχος εδώ μεσα και τωρα σε γαμαω παληοτσουλα! Πες το δυνατα να το ακουση ολος ο κοσμος!» (περιγραφή ποδομαχίας σε μπιντιεσεμικό άμα και ποδολαγνικό σάιτ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι το τεκνό που είναι ψηλό και ευθυτενές σαν κυπαρίσσι.

Καλέ τι κυπαρισσότεκνο που είναι αυτό το κρεμαλότεκνο! Μας άναψε χορχόρες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι αυτός που αξίζει να του πούμε, "τσίμπα 5 λάϊκ!!!"
Δεν χρειάζεται να είσαι μαλάϊκας ή ξεπερασμανιακός like-ιστής για να καραλάικ κάποιον στα διαδίχτυα. Αρκεί να γουστάρεις τα μάλα, και ... πού 'σαι, μπορεί μέχρι και να το λήξεις με ουάν λάικ σταντ, άμα λάχει ναούμ'.

Συνώνυμα (κάπως): όλα τα λάϊκ!, πόσα λάϊκ, χίλια λάϊκ, καραλάικα, etc.

Σημείωση: Κτγμ, η λεξούλα γουαναμπεί υποψήφια μαζί με το λάικ, ή το ουγκ, στην ευκταία περίπτωση που υπάρξει δυνατότητα θετικής αξιολόγησης στο σάη.

  1. - Τα οπίσθια της Λιζ Χάρλεϊ τρέλαναν το Instagram! (Photos) http://fb.me/3obdtxr3m
    - Πενταλάικη η Λιζ αλλά μιλφάρα παρά τα χρονάκια της
    - το Photoshop να είναι καλά...

    - PS κανουν κ οι 18ρες, μη λες κουλά! (εδώ)

    1. - βλέπω εκείνες τις γυναίκες με το λαμπερό πρόσωπο κι αναρωτιέμαι .. πώς το κάνουν;; είναι καμιά εδώ να μας πει;;
      -Απολεπιση, καθαρισμος κλπ δεν είναι δύσκολο, εγώ άντρας είμαι και κανω
      -να τος και ο πενταλάικος. εδώ

    2. Πενταλαϊκο συλλαλητήριο (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκόμενα-υπερτούμπανο (βλ. παρ. 1, 2), ή οποιοδήποτε άλλο τουμπανιζέ υποκείμενο ή αντικείμενο (βλ. παρ. 3).

Εκ του τούμπανο και του γαμοσλανγκοκατάληξης -άϊζερ (βλ. πιχί καραφλάιζερ, ουκρανάιζερ, φραπεδάιζερ).

1.
Γιατί οι άντρες τρελλαίνονται για τα... γυναικεία στήθη...ΤΟΥΜΠΑΝΑΙΖΕΡ Η ΚΥΡΙΑ!!!!!!!!!

2.
- Η Σταματίνα Τσιμτσιλή είναι … τούμπανο !! - τουμπαναιζερ!!

3.
- Nero D'inferno ... ξερει κανεις κατι για το συγκεκριμενο μελανι;
- το εχω :-) δε το χω δοκιμασει αποσο ξερω ειναι πολυ δυνατο και τουμπαναηζερ φαση ειναι βερνικι βασικα και ξεβαφει δυσκολα νομιζω εχει και πινελακι :-)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γαμώ, ουάου, γαμάουα, ούμπερ, σούπερ, τοπ. Που παίρνει δέκα άριστα στη βαθμολογία. Όχι βέβαια ο σπασίκλας ή το φυτό στο σχολείο, αλλά αυτός που το αξίζει πραγματικά.

Αφορά τα πάντα, κάθε φύλο και γένος, άψυχα και έμψυχα, οποιαδήποτε ικανότητα, ιδιότητα, αλλά κυρίως χρησιμοποιείται όταν πρόκειται να αξιολογήσουμε -και κατόπιν να χαρακτηρίσουμε- το άλλο φύλο ως προς την εμφάνιση.

  1. - Ωραίος;
    - Δεκάρι σου λέω!

  2. Αυτό ήταν το δεκάρι μωρή; Σκέτη χουντόφατσα είναι!

(αγορασμένα, που λέει και ο σσττφφννσσ)

απο την "ομώνυμη" ταινία  (από anchelito, 29/11/10)

βλ. και δέκα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ό,τι σχέση έχει το (και) γαμώ με το γαμάουα, η ίδια αντιστοιχία υπάρχει και ανάμεσα στο σπεκ και το «σπεκάουα». Βλ. και αούα με προσοχή στο μύδι.

Σχόλια:

- Σπεκ!
- Αστρασπέκια!
- Σπέκια κι αστερίες!
- Σπεκάουα!
- Σπεκ!
- Αυτό το είπαμε ρε φίλε! Βρες κάτι πρωτότυπο! Όλο τα ίδια και τα ίδια...

(από Vrastaman, 20/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εξέλιξη της έκφρασης είσαι ωραίος η οποία είναι
είσαι κατα στάδιο η εξής:

ωραιος -> σ'ωραίος-> σωραίος -> ναζωραίος -> ζαγοραίος-> ζαγοράκης

Σημειώνεται δε ότι από έγκριτους γλωσσολόγους θεωρείται αναμενόμη εξέλιξη του όρου καθώς ο πρώην αρχηγός της Εθνικής Ελλάδος και νυν πρόεδρος της ΠΑΕ ΠΑΟΚ Θοδωρής Ζαγοράκης είναι ο πιο άντρας, πιο γόης, πιο σκληρός, πιο μοβόρικος και με την καλύτερη χαίτη από όλους (με την εξαίρεση ίσως του επιθετικού της Bayer Leverkusen και συνέλληνα Θεοφάνη Γκέκα) και ωσεκτουτού θεωρείται από τους ειδικούς φυσιογνωμιστές όπως ο Evan Georgoulakis η προσωποποίηση της έκφρασης «είσαι ωραίος».

– Που λες Μάκη... Ψε η καλύτερη μερά... Πήγα είδα ΠΑΟΚ, νικήσαμε, τσάκισα δυο κυπριακές με γύρο στο Μάκης Γκριλ μετά και στο καπάκι τακτοποίησα και την Ρίτσα να μην γκρινιάζει...
– Με τις Κυπριακές στο στομάχι ρε Θηρίο;
– Ε, τι σε λέω...
– Ψψψψ, Ζαγοράκης...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified