Selected tags

Further tags

Μειωτικός/ σεξιστικός χαρακτηρισμός για λεσβία τύπου μπουτς, η οποία θεωρείται ότι αναπαράγει πατριαρχικές δομές εξουσίας προς τη φαμ σύντροφό της και εντέλει τη βαμπιρίζει υπό το πρόσχημα ότι την απελευθερώνει από τους πατριαρχικούς δεσμούς.

Στα ψυχοφάρμακα το έχει ρίξει η Δήμητρα με το λεσβαμπίρ που έμπλεξε.

Got a better definition? Add it!

Published

Το αγορέ σβάκι, από το γαλλικό femme garçon, που είναι στα γαλλικά το αντίστοιχο του αγγλικού τομ μπόι.

Είμαι φαμ ο γκαρσόν, ένα κορίτσι που μοιάζει να νιώθει λίγο σαν αγόρι και αγαπάει κάποια κορίτσια. Θαυμάζει κάποια κορίτσια, που είναι τελικά κορίτσια, η δασκάλα μου θα συμφωνούσε. (Άννη Σιμάτη, Οι νταλίκες και τα γυναικάκια τους. Θηλυκοί ανδρισμοί και πολιτικές της γυναικείας ομοερωτικής επιθυμίας, Futura, Αθήνα 2022, σ. 183).

Got a better definition? Add it!

Published

Άτομο που δεν είναι σαφώς ομοφυλόφιλο, αλλά ψάχνει τον σεξουαλικό προσανατολισμό του και είναι περίεργο για αποκλίνουσες εμπειρίες. Από την αγγλική λέξη inquisitive.

Το μπαρ μάζευε γκέι, λεσβίες και ινκουίζιτιβ άτομα.

Got a better definition? Add it!

Published

Παλαιακός χαρακτηρισμός για λεσβία τύπου μπουτς με στερεοτυπικά αρρενωπά χαρακτηριστικά, που φέρεται με ιπποτικό τρόπο προς τη θηλυπρεπή παρτενέρ, τύπου γυναικάκι ή φαμ ή μούτζα. Η εν λόγω διάκριση θεωρείται πλέον ξεπερασμένη και του προηγούμενου (20ού) αιώνα, ενώ η επιτέλεση έμφυλων ρόλων σήμερα κρίνεται κάθε στιγμή με περισσότερο απρόβλεπτους, εναλλακτικούς και εναλλασσόμενους τρόπους.

Είναι τζέντλεμαν με το γυναικάκι, στα όπα όπα το έχει.

Got a better definition? Add it!

Published

Εκτός από τον ήρωα της Ελληνικής Επανάστασης, είναι και χαρακτηρισμός για λεσβία με στερεοτυπικά αρρενωπά χαρακτηριστικά, τύπου μπουτς ή νταλίκα ή τζίβα.

Έχει ξεπεραστεί πλέον η νοοτροπία ότι, άμα δεν είσαι ανδρούτσος ή δεν έχεις βιαστεί, δεν είσαι λεσβία.

Got a better definition? Add it!

Published

Λέγεται για γκέι ή λεσβία που είναι ακόμη στη ντουλάπα), δηλαδή δεν έχει κάνει άουτινγκ με αποτέλεσμα να τον/ην τρώει ο σκόρος.

Προσοχή κορίτσια γιατί χωρίς ναφθαλίνη θα σας φάει ο σκόρος.

Got a better definition? Add it!

Published

Η λεσβία, η πλακομούνα, η οποία επιδίδεται στο πλακομούνι.

Άλλοι μας ονομάζουν «πλακωμουνούδες», άλλοι μας χωρίζουν σε «παθητικές» και «ενεργητικές», άλλοι λένε ότι, τουλάχιστον οι «ενεργητικές», έχουν ανεπτυγμένη κλειτορίδα και άλλα πολλά και διάφορα. [...] Το βασικό πάντως στο δεσμό των 213λεσβιών δεν είναι το «κρεβάτι» ο έρωτας ο σαρκικός! Βασικά είναι η ψυχική επαφή, η τρυφερότητα και μετά όλα τα άλλα. Οι λεσβίες έχουν ένα διαχωρισμό: άλλες είναι «κλειτοριδικές» [...] κι άλλες είναι «κολπικές» [...] Φτάνουμε στον οργασμό με τα χάδια, το «γλείψιμο», ακόμα και με την συναίσθηση ότι η μία από εμάς έφτασε ήδη στον οργασμό. (Άννη Σιμάτη, Οι νταλίκες και τα γυναικάκια τους. Θηλυκοί ανδρισμοί και πολιτικές της γυναικείας ομοερωτικής επιθυμίας, Futura, Αθήνα 2022, σ. 154).

Got a better definition? Add it!

Published

Σε προέκταση του άλλου ορισμού, είναι η λεσβία με ανδροπρεπή χαρακτηριστικά τύπου μπουτς ή νταλίκα.

— Άλλο το σπορτίβ κι άλλο το κουστούμι και μπαίνω μέσα και κάνω το Μήτσο. — Και όλες θρασύδειλες, έτσι; Μπορεί να το παίζανε μαγκιά κλανιά κι ο κώλος φινιστρίνι, που έλεγε και η μάνα μου. Μπορεί να σου πούλαγε μαγκιά και άμα αγρίευες εσύ, ίοοου (σσ. Εννοεί ότι έφευγε χωρίς να τσακωθεί). (Μαριάνθη, Πέρσα, 53 χρονών). (Άννη Σιμάτη, Οι νταλίκες και τα γυναικάκια τους. Θηλυκοί ανδρισμοί και πολιτικές της γυναικείας ομοερωτικής επιθυμίας, Futura, Αθήνα 2022, σ. 141).

Got a better definition? Add it!

Published

Η υπερβολικά ανδροπρεπής και αρρενωπή λεσβία τύπου μπουτς, η βαρυ-μπουτς, το μπουτς το ασήκωτο, τύπου νταλικιέρης, λαχαναγορίτης. Επίσης, το λαϊκό λεσβιάδικο όπου συχνάζουν. Η έκφραση είναι παλαιακή.

  1. Η Οδύσσεια ήταν το βαρύ πυροβολικό. [...] Η Οδύσσεια ήταν βαρύ, ήταν ελληνικό βαρύ κι ασήκωτο μπουτς. [...] Δηλαδή κλασικό τότε για την Ελλάδα, φανελένιο πουκάμισο καρό, καψούρα, κι έτσι λίγο πιο βαρύ. [...] Η Ελλάδα γενικώς δεν νομίζω ότι πέρασε ποτέ το ευμενώς μπουτς, το στυλάτο, κάτι. Εννοώ το old fashion butch, ας πούμε. Ήταν όλες έτσι, δεν ήταν ότι έμπαινες και έβλεπες γυναίκες με κουστούμια να ήταν πιο stylish ας πούμε. (Σόνια, 48 χρονών).
  2. Η Σόνια, όπως η ίδια έχει περιγράψει, ήταν πάντα κοντά στην αμερικάνικη μουσική κουλτούρα, δεν άκουγε ελληνική μουσική, αγαπούσε και ταυτιζόταν με τον ανδρόγυνο καλλιτέχνη David Bowie. Σχετιζόμενη με τον λεσβιακό φεμινισμό της Ελλάδας αλλά και των ΗΠΑ των αρχών του 2000, όπου έζησε, σπούδασε και εργάστηκε για μια δεκαετία, βλέπει σύμφωνα με αυτά τα κριτήρια τις θαμώνες του μαγαζιού. Συγκρίνοντάς τες με την εαυτή της, μία από τις λεσβίες-δανδήδες της εποχής, που θα έλεγε και η Νίνα Ράπη (1998), δεν μπορεί να βρει κοινά σημεία μαζί τους, και γι’ αυτήν είναι όλες «βαρύ πυροβολικό». Η Λένα, εργατικής καταγωγής, η οποία ζει σε λαϊκή γειτονιά στη νότια Αθήνα, παρ’ όλο που 186διαχωρίζει την εαυτή της από τις νταλίκες και τα γυναικάκια τους, βλέπει τις θηλυκές γυναίκες σε αντίθεση με τη Σόνια. Η ίδια βέβαια σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί stylish μπουτς με τις καθημερινές φόρμες τις οποίες φορούσε παντού, πιο πιθανόν είναι να χανόταν και αυτή στο ομογενοποιημένο πλήθος των λαϊκών γυναικών.
  3. Χαρακτηριστικό παράδειγμα του πολιτισμικά διαμεσολαβημένου βλέμματος και της αναγνώρισης μιας λεσβίας ως μπουτς ως «βαρύ πυροβολικό» αποτελεί και μια βραδιά στη Μαγική αυλή. Για αρκετό καιρό πριν βρεθώ εκεί ως dj σύχναζα με φίλες, και ένα βράδυ ρώτησα τρεις από την παρέα μου ποιες είναι οι μπουτς μέσα στον χώρο. Μία από αυτές μου αποκρίθηκε πως όλες είναι μπουτς, μια άλλη δεν είδε καμία ως μπουτς, ενώ μια τρίτη μου κατέδειξε μία γυναίκα που έμπαινε εκείνη την ώρα στο μαγαζί, περίπου 45 χρονών, ντυμένη με τζιν παντελόνι και τίσερτ και μακριά μαλλιά. Υποθέτω το περπάτημά της και το μη μοντέρνο ντύσιμο ήταν ένα από τα φαινομενικά μπουτς χαρακτηριστικά της, όπως και η παρουσία της στο συγκεκριμένο λαϊκό μαγαζί βέβαια.
  4. Αλλά και τότε είναι που συνειδητοποιώ ότι εγώ πια είμαι ομοφοβική. [...] Ενώ δεν είχαμε πρόβλημα να μπούμε μέσα κτλπ, ότι θα μας δούνε και, σκεφτόμουν πάντα, είχα ένα μικρό άγχος να, άντε τώρα, να κατεβαίνω το δρόμο με τη μάνα μου και να δω μια από αυτές, το ξαναλέω ήταν πολύ βαρύ πυροβολικό, και να με χαιρετήσει, τι θα πω στη μάνα μου; Α, πάω το αυτοκίνητο και μου αλλάζει τα λάστιχα. Χαριτολογώντας το λέω στον εαυτό μου αλλά τώρα συνειδητοποίησα ότι ζούσα, είχα μια ενόχληση, γιατί έλεγα μα δεν γίνεται εγώ κι αυτές.
  5. Η αφήγηση που θέλει τις λεσβίες στο παρελθόν περισσότερο αρρενωπές σε σύγκριση με τις σύγχρονες γκέι γυναίκες δεν προέκυψε πρώτη φορά από την Νικάνδρα. Η Ευγενία, όταν μου περιέγραφε τη ζωή στο μπαρ Mexico, μου μιλούσε για τις ελάχιστες θηλυκές γυναίκες που εμφανίζονταν εκεί και για την ερωτική δίψα των μπουτς που περίμεναν πώς και πώς κάποια από αυτές να εμφανιστεί. Η Μάγδα λέει «παλιά ήταν όλες νταλίκες» και η Σόνια βλέπει μέσα στην Οδύσσεια το «βαρύ πυροβολικό» και όχι τα «γυναικάκια» που αναφέρει η Λένα. Αυτή η τάση, να θεωρείται η λεσβιακή ανδροπρέπεια ξεπερασμένη, οδήγησε τη μπαργούμαν και τη φίλη της ένα βράδυ σε ένα μικρό λεσβιακό μπαρ στο Γκάζι, να μην αναγνωρίσουν τη συνοδό μου ως νεαρό αγόρι. Αυτό συνέβη όσο εγώ μιλούσα με την ιδιοκτήτρια του μαγαζιού η οποία σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί θηλυπρεπής, εκτός, ίσως, από το γεγονός των μακριών μαλλιών της. (Όλα τα παραδείγματα από το βιβλίο: Άννη Σιμάτη, Οι νταλίκες και τα γυναικάκια τους. Θηλυκοί ανδρισμοί και πολιτικές της γυναικείας ομοερωτικής επιθυμίας, Futura, Αθήνα 2022).

Got a better definition? Add it!

Published

Το μπαρ ή μαγαζί όπου γίνονται τζιβιτζιλίκια, δηλαδή φασώματα κυρίως (αλλά όχι οπωσδήποτε αποκλειστικά) μεταξύ γυναικών τζιβιτζιλούδων, με άλλα λόγια το λεσβιάδικο, το λεσβιόμπαρο.

Τζιβιτζιλάδικα, μπορντέλα, στριπτιτζάδικα και λοιπά καταγώγια αλλά και πτυχιούχοι που τους κέρδισε το σανίδι πάνω στο οποίο προσπαθούσαν να τελειοποιήσουν την απόδοση του οργασμού για να την προσφέρουν σε ένα κοινό αποτελούμενο. (Από το Χ).

Got a better definition? Add it!

Published