Επίθημα της αργκό και καθομιλουμένης, που κοτσάρεται συνήθως σε ουσιαστικά για να προσδώσει ειρωνεία.

Από το αγγλικό παραγωγικό επίθημα -ation.

Στα παραδείγματα, ήδη καταχωρισμένα λήμματα στο σάιτ.

Svalutation από τον μεγάλο Adriano Celentano (από allivegp, 08/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξευρωπαϊσμένος χαρακτηρισμός για γκόμενα πατσαβούρα.

-Χωρίς μεγάλα βυζιά η γκόμενα είναι πατσαβουρέισον.

Δες και -έισον, -έισιον.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η σιχαμερή λευκή ουσία, γνωστή επιστημονικά και ως σμήγμα, που πιάνουμε στην πούτσα όταν έχουμε να αλλάξουμε σώβρακο 2 βδομάδες. Χαρακτηριστικό της είναι η λευκή σαν τυρί υφή της και η απαίσια μυρωδιά της.

Το φετέισον προέρχεται από το temptation (μεγάλη επιτυχία του Arash) και την ελληνική φέτα.

  1. Πω ρε μαλάκα, έπιασα φετέισον στην πούτσα μου... Θες λίγο;

  2. - Έχω να κάνω μπάνιο 2 εβδομάδες και όχι μόνο αυτό, την παίζω και χύνω στο σώβρακο.
    - Ω ρε φίλε, θα έχεις πιάσει τρελό φετέισον.

KAVLI dick-cheese spread - το φέρνει και ο Βασιλόπουλος (από Vrastaman, 19/01/09)Φέτα is sexy και δεν πα να λέτε ό,τι θέλετε :-P (από Galadriel, 22/03/09)

Συνώνυμα: τυράκι. Σχετικά: τυρί, ούρδα, αλμυρόπουτσα, μυτζήθρα. Δες και -έισον, -έισιον.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο έχων μεγάλη καλλιτεχνική παιδεία και αίσθηση της μόδας συνάμα, ή ετσι τουλάχιστον νομίζει. Εκφράζει άψογα τις εφήμερες τάσεις στη μόδα, τη μουσική και τις τέχνες γενικότερα. Συνηθίζει να επιδίδεται σε διάφορα «ινσταλέισιονς» (εξού και η προέλευσις) ή «πρότζεκτς» που είναι συνήθως ετερόκλιτα και εξίσου απαράδεκτα. Το γεγονός ότι δεν έχει ταλέντο σε καμία από τις 14 τέχνες στις οποίες «αυτόν τον καιρό» επιδίδεται, δεν τον πτοεί. Ασχολείται μετά μανίας με την τέχνη του βίντεο άρτ, ράβει τα ρούχα του και είναι συνήθως γκέυ αλλά και dj.

- Θα πάμε Μάκη στο επόμενο πάρτυ Amateur;
- Στάνταρ ρε φίλος... Παίζουν και οι Stileto Scag που είναι πολύ ινσταλέισιον...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βγαίνει από το τζάμπα + την αμερικανική κατάληξη -ation. Σημαίνει χωρίς αντίτιμο, τζάμπα (τσάμπα), τζαμπέ.

Μας δώσανε κάτι διαφημιστικούς αναπτήρες, τζαμπέισον.

(από xalikoutis, 04/10/08)Μπορείς και να τρως τζαμπέισον. (από Galadriel, 02/04/09)

Σχετικά: τράκα, τζαμπαντάν. Δες και -έισον, -έισιον.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified