Αινιγματική ιδιότητα που προσάπτει χωρίς ίχνος τσίπρας η Ντόρα η Μπακογιάνη η Μητσοτάκη η Κούβελου στον Sexy Alexi και στους οπαδούς του τΣΥΡΙΖΑ.

Υπαινίσσεται άραγε πως οι συμπαθείς κατά τα λοιπά Συριζαίοι απολαμβάνουν ενεργητικό ρόλο στις διαπροσωπικές τους σχέσεις, πράγμα που προοιωνίζει ανατροπές; Ή μήπως καυτηριάζει τα τελειωμένα κωλόμπαρα όπου συνευρίσκονται οι εν λόγω Ροζ συνιστώσες; Σε κάθε περίπτωση, πώς μπορεί μια κυριλομούνα βουπούμε γαλλικά και πιάνο σαν την Ντοράδα μας να καταπιάνεται με τέτοιες παραβολές του κώλου;

Πριν πηδηχτούμε από τα τηλεοπτικά παράθυρα, μήπως πρέπει να θεωρήσουμε και την πιθανότητα η αγαθομούνα πολιτικός να αγνοεί τι ακριβώς σημαίνει κωλομπαράς και να συγχέει την έννοια με την κωλοτούμπα;

Κάποιος πρέπει να της μιλήσει για το σλανγκρρρ!

- Ο κ. Τσίπρας τα κωλομπάρισε λίγο...
(Ντοράδα, σε εκπομπή της Τρέμη, εδώ)

- Η Ντόρα Μπακογιάννη αρέσκεται τον τελευταίο καιρό να χρησιμοποιεί τον όρο «κωλομπαρίζω» και τα παράγωγα του όταν αναφέρεται στο ΣΥΡΙΖΑ. Δεν είναι ξεκάθαρο σε ποια ερμηνεία του όρου αναφέρεται το στέλεχος της Νέας Δημοκρατίας. (Τα «κωλομπαρίστικα» της Ντόρας Μπακογιάννη, εδώ. Μύδι 1)

- Θα καταγγείλετε το Μνημόνιο ναι ή όχι; Αυτά τα οποία είπε ο κύριος Τσίπρας μπροστά στο λαό του στην Ομόνοια για καταγγελία του Μνημονίου, θα ισχύσουν ναι ή όχι; Γιατί αυτό το οποίο διαπιστώνω είναι ότι τις τέσσερις - πέντε τελευταίες μέρες τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ τα οποία βγαίνουν αποφεύγουν να πουν την λέξη καταγγελία δημοσίως, την λένε λίγο κωλομπαρίστικα με συγχωρείτε για την έκφραση.
(Ντοράδα, απευθυνόμενη προς Παπαδημούλη στο πρόγραμμα της Στάη. Μύδι 2)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν μια λεσβία κάνει έρωτα με άνδρα και η γνώμη της για τ' άλλο φύλο αλλάζει.

- Φίλε, γάμησα μια μεθυσμένη λεσβία χθες. Την ξέσκισα κανονικά.
- Αλήθεια;
- Ναι, ρε. Την ξελεσβίωσα λέμε.

(από Khan, 24/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρήμα αμτβ. ενεργ., κυρίως απαντώμενο σε στιγμιαίους χρόνους και δη παρελθοντικούς. Αναφέρεται σε κοπέλα και σημαίνει αποκτώ, μάλλον αιφνιδιαστικώς, σέξυ γυναικεία χαρακτηριστικά, εξελίσσεται η εμφάνισή μου, από αδιάφορη ή έστω απλά γαμήσιμη, σε παστάκι ή και μουνάρα.

- Είδες την Μαίρη τώρα τελευταία;
- Όχι, γιατί;
- Πώς μούνεψε έτσι ρε παιδάκι μου. Καμία σχέση με το Λύκειο που την ξέραμε. Κουκλάρα σου λέω!
- Θα χώρισε με τον μαλάκα και πρόσεξε λίγο τον εαυτό της η κοπέλα...

I agree with Snape. (από Galadriel, 07/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified