Κλισεδιάρικη επίκληση ελέωρος, όχι φανατικά (το “κάπου” λειτουργεί υπονομευτικά γιατί), αλλά σε φάση: "τι φάση;", *"τιντούτο πχια"*, "ελαπαναΐαμ". Χρησιμοποιείται για να κλείσει μια φράση στην οποία σχολιάστηκε μεγαλειώδης μπαρούφα.

  1. Η Καλογεροπουλου πιστεύει ότι θα κάτσει η Μερκελ να γραμμωσει μαζί με τον Σοιμπλε τον Βαγγελα Μειμαρακη: Ελεος καπου..#enikos. ΕΔΩ

  2. -Είναι δηλαδή ο Νίκος Φίλης ο καλύτερος που μπορεί να βρει στη χώρα ο πρωθυπουργός για να αναλάβει τον κρίσιμο τομέα της Παιδείας;
    -Δεν έχει καλύτερο, Θες και συ αστακό από γαβάθα με τα σαφριδια... έλεος κάπου. ΕΔΩ

  3. "Εχω ενα πύραυλο μεσα" λεει. κι εκει που χαμογελάω πονηρά, παει και φερνει το παγωτο, ΕΛΕΟΣ δηλαδη καπου. ΕΔΩ

  4. "Δεν υπάρχει νομικό πλαίσιο που να επιτρέπει τη χρήση κάμερας από αστυνομικούς" ειναι τώρα το επιχέιρημα. ΕΛΕΟC ΚΑΠΟΥ. (εδώ)

και σε γκρίκλις του κώλου:

-δεν βαράμε στο πρόσωπο όσους φοράνε γυαλιά! Eleow kapou!
-eleow kapoy γράφεται μου θες και να τουιτάρεις με τόσα ορθογραφικά... ΕΔΩ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο βαρύγδουπος αυτός όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στα τηλεοπτικά πράγματα από τον γκουρού της μεσημεριανής ζώνης Ανδρέα Μικρούτσικο για να περιγράψει μια κατάσταση αυτο-εξευτελισμού ενός καλεσμένου, ο οποίος έρχεται στην εκπομπή για να βγάλει τα εσώψυχα του στη φόρα, εμπιστευτικά σε πανελλήνια εμβέλεια.

Είναι χαρακτηριστική η τηλε-κανιβαλλιστική διάθεση με την οποία ο παρουσιαστής εκμαιεύει τα «παθήματα» και τις «συμφορές» που χτύπησαν τον καλεσμένο, αλλά και το «on-off» φαινόμενο, δηλαδή η σαδιστική ευκολία με την οποία θα διακόψει το ξέσπασμα του καλεσμένου για διαφημίσεις, για να το ξανασυνεχίσει αμέσως μετά.

Οι δε καλεσμένοι βρίσκονται στην κοσμάρα τους, λες και έχουν πάρει αρντάν, όλοι από το κοινό του στούντιο τους φτύνουνε και αυτοί νομίζουν ότι βρέχει, ενώ δεν είναι λίγες οι φορές που το γυρνάνε απότομα από δάκρυ σε γέλιο και τούμπαλιν, προδίδοντας μια συναισθηματική ρηχότητα. Γενικά, το λήμμα έχει ταυτιστεί με τηλεοπτικά υποπροϊόντα μεσημβρινής ζώνης, που όμως όλοι τα βλέπουμε (αν και τα καταδικάζουμε).

Μείνετε μαζί μας γιατί ακολουθεί η κατάθεση ψυχής του κ. Σκορδοπούτσογλου που λύνει τη σιωπή του για πρώτη φορά από τότε που τον άφησε η γυναίκα του επειδή τά 'φτιαξε με την κουμπάρα τους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τα κλισέ του σχολιασμού αγώνων ποδοσφαίρου.

Περιγράφει κατάσταση κατά την οποία η ομάδα δεν παίζει στην ουσία ποδόσφαιρο, αλλά απλά καταστρέφει το παιχνίδι της άλλης ομάδας, κυρίως με κλαδέματα, χτυπήματα και βρώμικο παιχνίδι. Χρησιμοποιείται ως τακτική από ομάδες που αντιμετωπίζουν ομάδα τρεις κλάσεις ανώτερη, με σκοπό να μην τις αφήσουν να παίξουν έστω και στοιχειωδώς, γιατί αν γίνει αυτό «Γκολ εσείς; Σέντρα εμείς!».

Χρησιμοποιείται και γενικότερα όταν κάποιος ακολουθεί τακτική που δεν αποσκοπεί στο να κερδίσει ο ίδιος, όσο στο να χάσει ο άλλος. Και κυρίως όταν αυτός που παίζει καταστροφικό ποδόσφαιρο δεν έχει κάτι να κερδίσει.

Απλά έρχεται και σου γαμάει τη φάση.

Ειδική περίπτωση που αξίζει αναφοράς είναι η χαλάστρα που σου κάνει κάποιος σαδιστικά.

  1. από εδώ:
    Να προκριθούμε, έστω και με καταστροφικό ποδόσφαιρο

  2. - Τι έγινε με το γκομενάκι τελικά χτες ρε συ;
    - Τι να γίνει με το μαλάκα τον Τάσο...
    - Ότι;
    - Ήρθε δίπλα μου εκεί που την καβλάντιζα και άρχισε να χτυπιέται σαν το μαλάκα, μέχρι που της έριξε μισό ποτήρι γαλοπούλα-κόκα στα μαλλιά.
    - Πέρδικα πίνει ρε βλάκα...
    - Αυτό σ' απασχολεί εσένα, ή που κάθε φορά που με βλέπει να χώνομαι αρχίζει το καταστροφικό ποδόσφαιρο; Άιντε να το μαζέψεις μετά από τέτοια μαλακία. Απλά ξενέρωσε κι έφυγε η γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά Βάνα Μπάρμπα, σημαίνει τα πάντα. Κάθεται σε οποιαδήποτε πρόταση θες να πεις κάτι και δεν ξέρεις να το περιγράψεις.

- Πώς θα είναι η φετινή σεζόν;
- Όχι γεμάτη όπως τις άλλες χρονιές, άλλωστε όταν πλησιάζεις τα 40 (!!!) πρέπει να κάνεις και λίγη κράτει. Φέτος θα αφιερώσω τον χρόνο μου σε μένα και στην κόρη μου. Θα πάω ταξίδια, θα γράψω στο slang.gr ότι μου έρθει στην καούκα, θα κάνω πράγματα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified