Ο τσάτσος.
Είσαι μεγάλο τσατσόνι, τελικά, που κατάφερες να έχεις πάντα τις καλύτερες υπηρεσίες, γύρευε με τι γλείψιμο!
Ο τσάτσος.
Είσαι μεγάλο τσατσόνι, τελικά, που κατάφερες να έχεις πάντα τις καλύτερες υπηρεσίες, γύρευε με τι γλείψιμο!
Got a better definition? Add it!
Ο συστηματικός χρήστης ηρωίνης (πρέζας). Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και μεταφορικά, για να δηλώσει πολύ δυνατή εξάρτηση σε κάτι.
(με κάφρικο ύφος)
- Ρε συ πάμε μετά μια βόλτα Ομόνοια να χαζέψουμε τα πρεζόνια;
- Καλά ο ξάδερφός μου ακόμα να κόψει το WoW. Αυτό το παιχνίδι τον έχει κάνει πραγματικά πρεζόνι.
Got a better definition? Add it!
Συνώνυμο των ορισμών τζιτζί τζετ τζετάουα κλπ
που σημαίνει σαφώς τέλειο, υπέροχο, αστεράτο!
- Έβαλε ο Μάκης κάτι ζάντες στο εργαλείο, έγινε τζιτζελόνι μιλάμε!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κατά τη στρατιωτική ορολογία, ο φαντάρος θαλαμάρχης. Επειδή αυτός είναι υπεύθυνος για την καθαριότητα και την τάξη στο θάλαμο ή είναι αυτός που στρώνει (που + στρώνει) τα κρεβάτια για να μην φάει καμπάνα, ή ένα πουστρόνι που χώνει άλλους να το κάνουν!!!
- Άσε, με κάνανε πουστρόνι στο λόχο και πρέπει να τον έχω προβλεπέ! Αλλιώς την πούτσισα!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Πιπόνι είναι η κοπέλα που της αρέσει να κάνει πίπες όταν βρεθεί με αρσενικό.
Νέστορα, χτες το βράδυ η τύπισσα που μιλούσες είναι μεγάλο πιπόνι φίλε, από εμπειρία μου...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο τύπος ο οποίος νομίζει οτι είναι και καλά ραπ, επειδή ακούει 50 Cent και Goin' Through, φοράει πέντε αλυσίδες, καπέλο του μπέιζμπολ, φανέλα ΝΒΑ και παντελόνι τόσο φαρδύ που χωράει και στο ένα μπατζάκι. Συχνάζει σε μπιλιαρδάδικα και καφετέριες όπου προσπαθεί μονίμως να επιδεικνύεται πουλώντας μούρη σ' όλον τον κόσμο (και κυρίως στις γκόμενες).
- Άσε ρε, χτες ξενέρωσα πολύ. Πήγα με την γκόμενα για καφέ και στο δίπλα τραπέζι καθόταν μιά παρέα Κινέζικα ραπόνια. Μου τα πρήξαν, σου λέω. Όλη την ώρα μιλάγαν για το καινούριο βίντεο κλιπ των Goin' Through.
Got a better definition? Add it!
Χαρακτηρισμός που προέχεται από το videogame Halo, και συγκεκριμένα από το όνομα του χαρακτήρα (Master Chief). Αναφέρεται σε κάποιον που δεν μασάει.
- Και εκεί που μου την έχουν πέσει 5 τυπάδες, αρχίζω και τους κάνω τούμπανο στο ξύλο.
- Ώπα, σιγά ρε μαστερτσιφόνι.
Got a better definition? Add it!
Είναι ο άνθρωπος που έχει γυρίσει πολλές πλατείες στη ζωή του κυρίως της αγίας παρασκευής (Αττική) και του κέντρου της Αθήνας, πιστεύει οτι ξέρει πράγματα που είναι άγνωστα στο ευρύ κοινό, έχει συνδέσεις με άτομα αμφιβόλου κύρους (αλητόνια) και έχει αποδόσει στον εαυτό του τον χαρακτηρισμό του αλήτη - αλητάμπουρα. Πολλές φορές θα τον δείτε να φοράει και σκουλαρίκι...
-Είδα τον Σπύρο χθές στην πλατεία και καθόταν με κάτι παιδιά emo και κάπνιζε...
-Ναι ρε δεν το ξέρεις; Ο Σπύρος είναι μεγαλο γατόνι...
Got a better definition? Add it!
Ο νεαρός μπάτσος ή γενικά ο μπάτσος.
Εκεί που καθόμασταν ήσυχα ήρθε ένα μπατσόνι και μας είπε να φύγουμε. Και έγινε μπάχαλο.
Got a better definition? Add it!
Από το αγγλικό champion δηλαδή πρωταθλητής. Ο γενικότερα ικανός.
-Τα κατάφερε χθές με τη γκόμενα ο άλλος;
- Εννοείται ρε, τι σε λέω, αφού το άτομο είναι τσαμπιόνι!
Got a better definition? Add it!