Selected tags

Further tags

Ο τύπος του ανδρός που χαϊδολογιέται ασύστολα και βάζει σε κάθε λέξη που ξεστομίζει υποκοριστικό.

(ο γατούλης παραγγέλνει σε ντελίβερι)
- Nαι, τα σαντουιτσάκια με πατατούλες, ευχαριστώ… A! Nα βάλετε και μερικά κετσαπάκια εξτρά παρακαλώ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η νόσος του καληνυχτάκια. Συνήθως ορίζει την κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάποιος που δυσκολεύεται να βρει ερωτική σύντροφο διότι σε κάθε ραντεβού, την συνοδεύει μέχρι το σπίτι της όπου, χωρίς να προβεί σε οποιαδήποτε εκδήλωση ερωτικής επιθυμίας, την καληνυχτίζει.

Διαφήμιση της Gilette, διά στόματος Ζουγανέλη, ο οποίος διαγιγνώσκει την αρρώστια κάποιου ερωτικά αποτυχημένου:

«...οξεία καληνυχτοπάθεια!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς ο φλώρος, ο φλωράκουλας, ο φλωρεντζέτουλας, ο φλωρόπουστας, η φλωρεντία, το φλώρι, αυτός που δεν είναι αρκετά μάγκας και άντρακλας.

1. τραβα για γαλα καλε σκλομικρο θες να γινεις κ αντίφας... ανικανο αχρηστο :Ρ ντροπη της αντιφας εισα φλωρατσα κρεμαστη. ορθιο κοιμησμενο κρέας.

  1. ΦΛΩΡΑΤΖΑ ΚΑΝΕ ΠΙΣΩ,ΦΛΩΡΑΤΖΑ ΚΑΝΕ ΠΙΣΩ,ΦΛΩΡΑΤΣΑ ΚΑΝΕ ΠΙΣΩ ΝΑ ΜΗ ΣΕ ΚΟΠΑΝΗΣΩ. (Χιπ χοπ στίχοι).

  2. Γαμα τον......και ελα να σπασουμε πλακα με κανενα αλλο νουμερο..... Σηκω φυγε απο εδω ρε φαγκοτίνο!!!! Τραβα αλλου ρε φλωρατσα!!!!! (Από βρις-οφ σε μπουρδελοσάιτ).

4. mori floropousta pleyri exeis upiretisei esu sto megalo peuko re foukariari exeis dei tin mouri sou pws einai vouturobebe floratsa tou kerata palio mpouli esu re

Κάνε πίσω φλωράτσα μη σε κοπανήσω (από Khan, 29/01/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νέος που κάνει από ανέκαθεν ζωάρα, χωρίς να έχει συναντήσει δυσκολίες ή άγχος στη ζωή του. Για το γεγονός αυτό έχουν φροντίσει στις περισσότερες περιπτώσεις οι γονείς του και σπανιότερα η τύχη. Αν και δεν αποτελεί κανόνα, συνήθως οι καλοζωισμένοι είναι μοναχοπαίδια ή πρωτότοκοι γιοι έχοντας μικρότερη αδερφή. Ακολουθούν παραδείγματα/στιγμιότυπα της ζωής ενός καλοζωισμένου:

  • Μπαμπάς γιατρός, συνήθως γυναικολόγος. Γιος ακολουθεί το ίδιο επάγγελμα και ειδικότητα, οδηγώντας την μπαρμπαδίσια μερσεντές του πατέρα για τις εξορμήσεις του στη Χαλκιδική. Χρησιμοποιεί τα λεφτά του πατέρα του για να προσελκύσει κορίτσια, καθώς εμφανισιακά είναι σαν τενεκές.
  • Διαθέτει οικογενειακό εξοχικό σε πανέμορφο μέρος στη Χαλκιδικη, ωστόσο γκρινιάζει στους γονείς του γιατί δεν είναι σε αρκετά κοσμοπολίτικο μέρος (βλ. Καλλιθέα).
  • Η μαμά τον ταΐζει με πολύ προσοχή και του τσιμπάει τα μαγουλάκια σε κάθε ευκαιρία, ωστόσο αυτός της μιλάει απότομα γκρινιάζοντας για ασήμαντους λόγους.
  • Παρ' ότι διαθέτει δουλειά με εξαιρετικό μισθό και άνετα ωράρια, γκρινιάζει γιατί θέλει δουλειά σαν του κολλητού του, η οποία του φαίνεται καλύτερη.
  • Γκρινιάζει (τι πρωτότυπο) γιατί δεν έχει κανονίσει διακοπές όπως θα θέλε. Καταλήγει να πάει Μύκονο, Ίο, κλπ...
  • Κάνει ανελέητα check-in σε trendy μαγαζιά, αναζητώντας πάντα να κολλήσει στην παρέα κάποιου γνωστού. Η παρέα του γνωστού προσπαθεί να τον αποφύγει.
  • Σε περίπτωση που δεν εργάζεται, κάνει ζωή χλιδάνεργου αγοράζοντας ποδήλατα αξίας 1600 ευρώ.

- Πάλι γκρινιάζει ο Βασίλης, δε του άρεσε που δε θα πάμε Μώλο το τριήμερο.
- Δε μας παρατάει μωρέ ο καλοζωισμένος! Κάθε φορά το δικό του γίνεται!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη από τα χωριά της Ξάνθης.

Αυτός που δεν το έχει το μουνί. αγάμητος. άσχετος με το καμάκι

- Πολύ τον θαυμάζω τον Πελοπίδα, έχει τον τρόπο του με τις γυναίκες.
- Ποιος; Ο Πελοπίδας; θα μας τρελάνεις; Αυτός είναι αμούνης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1)ορισμός από την ελληνική βικηπαδεία: Το κασέρι (ή κασσέρι) (απο τουρκ. kaşar1) είναι ημίσκληρο τυρί από πρόβειο και κατσικίσιο γάλα, με συμπαγή μάζα χωρίς τρύπες. Παράγεται σε κυλινδρικά κεφάλια διαμέτρου 30 και ύψους 10 εκατοστών εμβαπτισμένα σε φυσικό κερί. Το κασέρι μπορεί να διατίθεται και σε παραλληλεπίπεδες φραντζόλες μήκους 30 εκατοστών και διατομής 10x10 εκατοστών. Παρασκευάζεται κυρίως στη Μακεδονία, τη Θεσσαλία, τη Θράκη και τη Λέσβο – όπως και σε πολλά μέρη της Τουρκίας.[εκκρεμεί παραπομπή]

Το κασέρι έχει καταχωρηθεί ως προϊόν Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης (Π.Ο.Π.)2 με τον Καν.(ΕΟΚ)1107/96 της Ευρωπαϊκής Ένωσης .


2)Σύμφωνα με τους Θεσσαλονικείς, σελεμελέδεςσελεμελές / σελεμελού και εν γένει βορειοελλαδίτες, κασέρι αποκαλείται οποιοδήποτε κίτρινο ή πορτοκαλί-πάντως όχι λευκό-τυρί, σε αντιδιαστολή με τα λευκής αποχρώσεως τυροκομικά, τα οποία αποκαλούνται τυριά.Έτσι κατά τη βορειοελλαδίτικη σλανγκιάσλανγκ, τυρί είναι η φέτα, η μυζήθρα, το μανούρι, το ανθότυρο, ενώ κασέρια το παραδοσιακό κασέρι, η γραβιέρα, το γκούντα, ένταμ, τσένταρ, καμαμπέρ, έμμενταλ κι εν γένει οποιοδήποτε κίτρινης αποχρώσεως τυροκομικό.πρόβλημα γεννά εδώ η κατάταξη του τυροκομικού <κεφαλοτύρι>, δοθέντος, ότι είναι ένα κιτρινόλευκο τυρί.Εδώ οι περισσότεροι λαλάδες, μπαγιάτες μπαγιάτηςκαι μη, αναφέρουμε απλώς το κεφαλοτύρι, χωρίς να εξειδικεύουμε αν πρόκειται για τυρί ή κασέρι.Έτσι η σχετική πίτα, ονομάζεται κασεροζαμπονόπιτα ή σπανιότερα ζαμπονοκασερόπιτα, δίχως κανέναν να ενδιαφέρει τι τυροκομικό πράγματι πλαισιώνει το επίσης αγνώστου προελεύσεως αλλαντικό.

Παράδειγμα εδώ

στο σούπερ μάρκετ. -Καλησπέρα σας.Σε κασέρι τι έχετε? -Υπάρχει γκούντα Ολλανδίας, Ένταμ, Ελβετικό Έμμενταλ και Κεφαλογραβιέρα Νάξου.


3) Και πάλι στη Θεσσαλονικιώτικη μαγκιώρικη μάγκας και συγκεκριμένα δυτικοκαγκούρικη κάγκουρας σλανγκ, ο αντικοινωνικά ξενέρωτος άνθρωπος με δόσεις ηλιθιότητας και κοινωνικής αποκλίσεως.Πρόκειται για χαρακτηρισμό συνώνυμο του λούληλούλης, συναντώμενο ιδιαίτερα σε τιμημένες γλωσσικά δεκαετίες, όπως τα 80's και 90's, οδηγούμενο βαθμηδόν σε εξαφάνιση(αλλά γι'αυτό υπάρχει και το slang.gr, για να διασώσει τη γλωσσική πολιτιστική μας κληρονομιά), προφανώς αποδιδόμενο σε άνθρωπο με τις ιδιότητες του μαλακού ενίοτε γαλακτοκομικού, μαλθακό κι ευάλωτο, που λιώνει εύκολα, σαν το κασέρι(ήτοι ως άνω υπό στοιχείο 2, όλα τα κίτρινα τυριά).

Παράδειγμα εδώ

-Αδερφέ, επειδή δηλαδή η φτώχεια θέλει καλοπέραση, σήμερα θα μαζευτούμε όλοι στο πατρικό μου, λείπουν οι γέροι μου Χαλλλκιδική, θα φέρει κι ο καθένας τα ξύδια του, θα γίνει φάση σε μιλάω. -Ρε καρντασάκο, όλα γκαλλά, αλλά τη ντελευταία φορά ο αποκάτω μας έφερε τους μπάτσους ναούμε. -Ρε άααασε τώρα τον αποκάτω, άμα τάχει τα κάκκαλα, ας με πει στα ίσια, ότι τον ενοχλάω.Άααντε τώρα, το κασέρι.

Got a better definition? Add it!

Published

Συναντάται κατά τις βραδυνές εξόδους ως το μόνο αρσενικό ανάμεσα σε μια γυναικοπαρέα. Συνηθισμένη εικόνα ενός κακομοίρη που κυκλοφορεί δύο ή και περισσότερες κοπέλες για μεγάλο χρονικό διάστημα, καθώς, ο ίδιος γουστάρει μία από αυτές αλλά ποτέ δεν έχει κάνει κίνηση και ούτε πρόκειται γιατί είναι φλώρος . Η αξιολύπητη παρουσία του και μόνο αποτελεί εμπόδιο στο να κάνει άλλος κίνηση.

Στην περίπτωση που κάποιος κάνει κίνηση σε παρέα με ξάδερφο:
Ένας ξάδερφος δεν είναι διατεθειμένος να αφήσει άλλο αρσενικό να κάνει κάτι, παρόλο που γνωρίζει ότι θα πάει χαράμι η γκόμενα με την πάρτη του, επιστρατεύοντας κάθε σιχαμένο μέσο προκειμένου να κάνει χαλάστρα. Σε ακραία περίπτωση είναι ικανός να το παίξει μέχρι και γκόμενος της κοπέλας, κάνοντας σκηνές ζηλοτυπίας προκειμένου να απωθήσει έναν ενδεχόμενο μνηστήρα !

Ο ξάδερφος στην καθημερινή του ζωή χαρακτηρίζεται συνήθως από έννοιες όπως φλώρος , καληνυχτάκιας , λούζερ και σπανιότερα ως αλεπούστης .

- Τι έγινε ρε με το ξανθό ,τι λέγατε ;
- Άστα ρε , χώνονταν ο ξάδερφος κάθε λίγο και δεν μας άφησε να σταυρώσουμε κουβέντα.

- Σκέφτομαι να χωθώ στην τύπισσα απέναντι .. της μιλάει όμως εκείνος ο φλώρος.
- Μη μασάς ρε , ξάδερφος θα 'ναι. Κόψε φάτσα .

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified