Selected tags

Further tags

Είμαι ντιπ για ντιπ μεθυσμένος. Από τις διάφορες ουσίες που έχουν πιωθεί και ανακατευτεί στο στομάχι αυτού που τα πίνει, μπορούμε να πούμε ότι έχει ένα πλήρως εξοπλισμένο χημείο στο στομάχι του! Χρησιμοποιείται μόνο για αλκοόλ και όχι για ναρκωτικές ουσίες κ.λπ.

  1. Πραγματικός διάλογος:
    - Θέλω και 'γω να γίνομαι χημείο κάθε μέρα χωρίς hangover την επόμενη! Yeaaah!
    - Άει πλύνε καμιά κατσαρόλα μωρή μπαφλότσα που θες και να πιες κιόλας απ' τα δεκατέσσερα σου...

  2. - Πήγαμε με τον Γιώργο χθες σ' εκείνο το ύπουλο μπαρ που είχαμε δει μαζί, θυμάσαι;
    - Ναι, πως ήταν;
    - Σκατά! Όλα τα ποτά ήταν μπόμπες! Χημείο γίναμε!

Η είσοδος του παλιού Χημείου στη Σόλωνος. Κάπως έτσι γίνεσαι όταν γίνεσαι χημείο. Ανάστα ο Κύριος (από GATZMAN, 09/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η κατάποση μεγάλης ποσότητας αλκοόλ, το μπεκρούλιασμα.

  2. Ο πιωμένος. Δεν είναι ακριβώς συνώνυμο των λέξεων μπέκρα και αλκόλα, καθότι δεν δηλώνει πάντα μόνιμη κατάσταση.

  1. - Πού είναι ο Στέλιος;
    - Καλεσμένος σε μπάτσελορ πάρτυ.
    - Κατάλαβα, πάλι πιώματα θα έχουμε απόψε, τη βλέπω τη δουλειά...

  2. Ρε το πιώμα, ρε πού πας να περπατήσεις μες τη μέση της εθνικής ρε μαλάκα, σύνελθε κι έλα μαζί μου, ρε! (χικ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η οσμή που αναδύεται από τα ρουθούνια ή τον στόμα ενός πιωμένου, ή απλά όποιου έχει καταναλώσει μπόλικα ξίδια (δηλαδή όλων μας, κατά καιρούς...) Το φόρτε της είναι προς το πρωί (ή τεσπα μετά από κάποιες ώρες ύπνου), βαστάει καλά μέχρι αρκετές ώρες μετά, είναι εξίσου ανυπόφορη με όλες τις -ίλες, και κυριαρχεί στο δωμάτιο όπου έχει κοιμηθεί ο πιωμένος. Όσο πιο προχωρημένη είναι η κατάσταση του μεθυσμένου, τόσο πιο έντονα μυρίζει. Όσο πιο αλκοολικός είσαι, τόσο παγιώνεται αυτή η μυρουδιά και σε χαρακτηρίζει. Αν είσαι δε γέρος και μπέκρα, τότε ωιμέ της συφοράς.

- Θα πιούμε κάνα ποτάκι;
- Άσ' το καλύτερα, θα μυρίζουμε μπεκρίλες και θα μας την πούνε πάλι στη δουλειά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο της αλκοόλας. Λέγεται και για τα δύο φύλα. Άκρως υποτιμητικό (ενώ το αλκοόλα έχει και μια χαριτωμενιά).

Πάρ' την από δω αυτή τη μπέκρα, μας χαλάει το μαγαζί ναουμ'.

Drunk Effect (από nick, 10/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο εντελώς τελείως αλκοολικός - άντρας ή γυναίκα, ο μπεκρής, η μπέκρα.

Λέγεται και «αλκόλα».

  1. Μεγάλη αλκοόλα η γυναίκα σου, με δύο ποτηράκια γίνεται ντίρλα, ούτε ξέρει πού βρίσκεται...

  2. Τον πάω τον Τάκη, μεγάλη αλκοόλα, κάθε μέρα την ίδια ώρα, που ο κόσμος να χαλάει, είναι στο μαγαζί και την πίνει.

Tα 5 μπουκάλια της ζωής του ανθρώπου (από allivegp, 15/11/09)Το «Αλκοολίκι», απο Παλαιολόγους. (από vikar, 27/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πίνω και μεθώ, ωχ αμάν. Πίνω αλκοόλ με σύστημα, με μεράκι, με σκοπό, με στόχο. Πίνω μερακλίδικα. Είμαι ψιλοαλκοόλα. Ή και τελειωμένος.

- Πού είναι ο Μάκης;
- Ε, στο μπαράκι και θα την πίνει, τι ρωτάς και συ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλκης αποκαλείται κωδικοποιημένα ο αλκοολικός, αυτός που έχει πάθος με το αλκοόλ.

Με το λήμμα αυτό αποφεύγουμε να αποδώσουμε ευθέως το χαρακτηρισμό-ρετσινιά ή ακόμη για πολλούς όρο-ταμπού του αλκοολικού, ωστόσο ο συνειρμός που προκαλείται από τα πρώτα γράμματα αλκ- είναι σαφής, ειδικά στους ξενόγλωσσους.

Αν για τους άρρενες θιασώτες των ηδύποτων επιλέχθηκε το υποκοριστικό του Αλκιβιάδης, για δε τις θήλεις επιλέξιμα είναι τα Άλκηστις, Αλκμήνη και ίσως και άλλα.

Μεγάλο λούκι το ποτό, σου λέω. Για πότε σε πίνει αυτό αντί να το πίνεις εσύ, ούτε που το καταλαβαίνεις. Ρώτα όλους τους άλκηδες που μαζεύονται στους ΑΑ κάθε απόγευμα να σου πουν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για τη χρονική στιγμή της ημέρας που κάποιος θεωρεί κατάλληλη για να απολαύσει ένα δροσιστικό αλκοολούχο ποτό, όπως η μπύρα. Συχνά, η φράση χρησιμοποιείται για να σηματοδοτήσει το τέλος μιας κοπιώδους εργάσιμης μέρας.

Η μετάφραση θα μπορούσε να είναι «ώρα Ελλάδας μπύρα» ή «πήγε μπύρα και μισή», για να δείξουμε ότι αργήσαμε κιόλας, αλλά, να σας πω την αμαρτία μου, δεν τα έχω ακούσει σε αντίθεση με το λήμμα που πράγματι υπάρχει.

Και έρχεται στις 2 και 10 να μου πει τι; - Πάρε τηλέφωνο τη Φαρμακαποθήκη, παράγγειλε μια παρτίδα εμβόλια και ετοίμασε δυο ειδικά συνταγολόγια. -Δεν κατάλαβες, του λέω, παλιά! Το κοίταξες το ρολόι; Βeer o' clock!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπεκροκατανάλωσα κτηνώδεις ποσότητες αλκοόλ, έγινα κωλοτρυπίδι και μοιραίως τα έβγαλα κιόλας.

- Οδηγάω δέκα χρόνια σχεδόν και μου έχουν κάνει αλκοτέστ μόνο μια φορά Κυριακή απόγευμα! Δε θα βγούμε τώρα την Πρωτοχρονιά, να πιούμε τα άντερα μας και να την πέσουμε σε γκομενάκια; Πώς θα μπει καλά ο χρόνος; Το αν θα βγει, άλλη υπόθεση. (από εδώ)

- …επήα Μπάμπυλον τζαι ήπια τα αντερα μου, και επέρασα πιό ωραία!
(από δαχαμέ)

- ... πήγαμε σε ένα club με τρείς φίλους Ισπανούς, ήπιαμε, χορεύαμε, είχε πάρα πολύ κόσμο, γινότανε χαμός. Ήταν μία πλατεία με πολλά clubάκια, ήτανε όλοι Gay, και ξαφνικά ενώ είχα πιεί τα άντερά μου, έρχεται δίπλα μου ένας αρκούδος, ημίγυμνος, θεός…
(από εδώ)

Ότι κατεβαίνει ανεβαίνει (από Vrastaman, 20/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρετσίνα με κοακόλα, αλλέως και κοκτέιλ του φτωχού.

Πώς λέμε τζιν με τόνικ, βότκα με λεμόνι, ουίσκι με σόδα, ή και οίνος αλά αρχαία, έ, το κουστούμι αποτελεί την ελληνική λαϊκή επιλογή νερωμένου αλκοολούχου, τόσο μάλιστα διαδεδομένη, που μαθαίνω μόλις σήμερα ότι πλασάρεται ήδη και ως αυτόνομο προϊόν (δείτε πολυμέσο) –πού οδεύει αυτός ο κόσμος, θα 'θελα να 'ξερα...

Η ονομασία οφείλεται στο λευκό της ρετσίνας και το μαύρο της κόλας, χρώματα που φέρνουνε σε σμόκιν και συνήθως καθόλου στην πραγματική ενδυμασία του εκάστοτε πελάτη που το πίνει.

Το κουστούμι λέγεται και Τούμπα Λίμπρε, παραπλανητικά κατά τη γνώμη μου, μια και, κακά τα ψέματα, πιο πολλούς φτωχούς έχει η χώρα παρά παόκια.

– Με φωνάξατε λεβέντες; Θα πιείτε κάτι άλλο;
– Ναί ρε μπάρμπα. Πιάσε πάλι μιά ρετσίνα-κόλα επι δύο.
– Με κουστουμάκι θα τη βγάλουμε σήμερα ρε παλικάρια; Τί έγινε, μας έκοψ' ο μπαμπάς το χαρτζιλίκι;

Τί βγάζουνε ρε οι κερατάδες... (από vikar, 15/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified