Ως κρεμάντσεστερ γιουνάιτιντ (ή κρε-manchester United) ορίζεται το ομαδικό -από 2 άτομα και πάνω- κρέμασμα (5ος ορισμός) .

Η συγκεκριμένη φράση δεν συναντιέται πλέον συχνά, πέρα μόνο από κάτι κολλημένους στα παλιά τυπάδες. Αξίζει όμως να αναφερθεί πως στα early 00's ήταν στο καθημερινό λεξιλόγιο των νέων.

  1. - Έκανες τίποτα στο κάουντερ χθες ρε νουμπά;
    - Αρχίδια καπαμά, αφού δεν πάτησε κανείς στο λανάδικο. μόνος ήμουν.
    - Κρεμάντσεστερ γιουνάιτεντ όλοι ε;
    - Γάμα τα..

  2. - Τι έγινε με τα γκομενέτα μωρή λινάτσες χθες; Τα γαμώσατε;
    - Άσε φίλε, έπαιξε κρε-manchester United και ξεμείναμε στο χοροπηδάδικο με την ψωλή στο χέρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποιείται για ένα άτομο που δεν καταλαβαίνει Χριστό, περνάει κάτι στο ντούκου, είναι στον κόσμο του, και γενικά δεν του καίγεται καρφί για το τι λέει ο συνομιλητής του, παριστάνει τον κουφό, και βάζει τα λεγόμενα από το ένα αυτί και βγάζοντας τα μετά από το άλλο.
Είναι ίδιο νοηματικά με το «στου κουφού την πόρτα (όσο θέλεις βρόντα)», μόνο που στην θέση του «κουφού» χρησιμοποιείται το «kung fu» για να προσδίδει μια κάποια αστειότητα.

- Πιστεύω ότι πρέπει να παρατήσεις την Στέλλα.
- Γιατί; Γκομενάρα είναι, με θέλει, την θέλω, γούστο κάνουμε. Εσύ τι ζόρι τραβάς;
- Έλα ρε μαλάκα, αφού ξέρεις ότι είναι πρώην του Γιάννη, και δεν γουστάρει να την βλέπει!
- Ε και; Στα τρία μου!
- Στου kung fu την πόρτα όσο θέλεις βρόντα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος αναφέρεται σε πιπίνια λυκειακής ηλικίας, απαραιτήτως ενδεδυμένα με σταράκια ανεξαρτήτως χρώματος, που εντυπωσιάζουν με την γλουτιαία περιοχή τους και κάνουν τον ανδρικό πληθυσμό να τις παρατηρεί από τη μέση και κάτω...

- Μαλάκα τσέκαρε ένα σταράκι που περνάει...
- Πωπω, σκέτο κωλ σταρ!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν βέβαια πολλά παρεμφερή λήμματα που, όμως, δε δίνουν όλες τις σωστές έννοιες.

Λαμόγια: Έκφραση της καθ' ημάς ελληνικής, πάλαι ποτέ, μαλλιαρής (slang), με συγκεκριμένες έννοιες, αν και αμφιλεγόμενη, διότι οι ορισμοί της είναι μάτσο και οι ετυμολογίες αρπαχτές, πώς λέμε, αρπακόλλα. Παίρνω αμ-παριζάκι και βγαίνω.

Κατά τον Τριανταφυλλίδη (ca. 1950): μόνο στη φράση την κάνω λαμόγια, φεύγω, ξεφεύγω, σκαπουλάρω, ή δεν παρουσιάζομαι κάπου, πχ: Tον περίμενα τόση ώρα κι αυτός την έκανε λαμόγια.

Κατά τον Τσιφόρο (ca. 1960) και άλλους συνομηλίκους του (πιο κοντά στην τωρινή αλήθεια): αβανταδόρος, κράχτης, παίχτης-μαϊμού που παρασύρει τα κορόιδα.

Κατά τον Ντινόσαυρο (ca. 2010): Η άποψη πολλών λεξικογράφων (;) ότι προέρχεται από το ισπανικό la moya (= η τάδε), δε στέκει. Είναι όντως ισπανόφερτος ο όρος, με τη διαφορά ότι προέρχεται από το πλουσιότατο «λουνφάρδο» (slang/argot) του Μπουένος Άιρες και του Μοντεβιδέο. Η λέξη είναι σκέτο μόγια· το θηλυκό άρθρο λα είναι προφανώς μεταγενέστερη «ελληνική» προσθήκη για να μοιάζει πιο σπανιόλικο ή ξενόφερτο. Για το πώς ο όρος διέσχισε τον Ατλαντικό και τη Μεσόγειο, δηλώνω άγνοια (pero puedo seguir buscando).

Διά του λόγου το αληθές, ιδού τα πολυάριθμα συνώνυμα και ο ορισμός που ψάρεψα στα διάφορα ισπανόφωνα λεξικά (Diccionario de Lunfardo, Diccionario del Tango, Diccionario de la Real Academia Española, etc.):

  • Moya: estafa, fraude, trampa, ardid, engaño, triquiñuela, astucia, embrollo, manejo oculto con que se prepara algún fraude o engaño, superchería, picardía...Τα οποία δε μεταφράζω γιατί είναι απλώς συνώνυμα.
  • Moya: Se denomina «moya» a aquellas personas que tienden a tirar «matufias» para escapar de una situación complicada. Por definición, al hablar de moya se habla de un acto generalmente ílicito o incorrecto para salir de una situación, se podría decir que es la salida fácil.Μόγια: Αποκαλούνται «μόγια» τα άτομα που βολεύονται κάνοντας «matufias» (λαδιές, κόλπα, απάτες, λοβιτούρες) για να γλιτώσουν από μπερδεμένες καταστάσεις. Εξ ορισμού, λοιπόν, «μόγια» χαρακτηρίζει μια πράξη γενικά παράνομη ή ανάρμοστη που κάνουν όσοι θέλουν να λακίσουν από κάποια δυσκολία. Θα το λέγαμε «πρόχειρη λύση».

Όποιος επιδίδεται σε «moya» λέγεται moyero (ή matufiero). Τα μεταγενέστερα ελληνικά παράγωγα (το λαμόγιο, τα λαμόγια, η λαμογιά, οι λαμόγιες, κλπ.) που ήδη υπάρχουν στο σλανγκ.γκρ ελάχιστα τροποποιούν το τρέχον νόημα.

Παραδείγματα υπάρχουν στον ίδιο τον ορισμό.
Για plus ultra παραδείγματα, κάντε αίτηση. Στην πολύπλευρη και περίπλοκη ζωή μου, έχω διατελέσει και «λαμόγια».

την έκανε la moye... (από MXΣ, 30/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση δανεισμένη από την αγγλική «the best». Χρησιμοποιείται με την κυριολεκτική της έννοια για να περιγράψει κάτι το τέλειο , το ανώτερο, αλλά και κυριολεκτικά για το αντίθετο. Άρχισε δε να εμφανίζεται στα ελληνικά απ' την εποχή που έπαιζε ποδόσφαιρο στην Manchester United ο George Best, που παρόλη την κρασοκατάνυξη και γενικά κραιπαλώδη ζωή του, είχε δεινές ποδοσφαιρικές ικανότητες. Εξού και η χρήση της έκφρασης για κάτι το αναπάντεχα καλό (λίρα εκατό), κάτι που όλα δείχνουν ότι δεν θα πάει καλά και διαψεύδει τους πάντες με τις επιδόσεις του (βλ. Εθν. Ελλάδας Πρωταθλήτρια Ευρώπης).

Είναι προφανές ότι το «δεν παίζεστ'» αποτελεί παράφραση του αρχικού αγγλικού «the best».

Αντιπροσωπευτικό τραγούδι: Simply the best από τη «γιαγιά» Tina Turner

  1. Κυριολεξία:
    - Πήγαμε στη συναυλία των Scorpions και ήταν ανπέκταμπλ !
    - Σώπα ρε, δε μπεστ ;
    - Δεν παίζεστ' σου λέω, χαμός έγινε.

  2. Ειρωνεία :
    - Γνώρισα χτες την αδερφή του Μήτσου που φαγώθηκε ότι με γουστάρει.
    - Έλα ρε, για λέγε , δε μπεστ;
    - Δεν παίζεστ', άσε . Σκέτη αραχνομούνα, λέμε.

(από granazis, 24/04/10)(από granazis, 24/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση χρησιμοποιείται:

  • από άτομα πολύ μικρής ηλικίας, που δυσκολεύονται στην άρθρωση, και λόγω της συχνότητα που το ακούν σε ταινίες, τους έρχεται καλύτερα από το μαδερφάκερ (το οποίο και μάλλον δεν ξέρουν τι σημαίνει).
  • από αντιαμερικανούς ή ελληνάρες, που γελοιοποιούν με αυτόν τον τρόπο τα αμερικανάκια, και τους συν αυτώ
  • από άτομα που γλωσσεύουν την μπέρδα τους

    Η λέξη αποτελεί λογοπαίγνιο και βασίζεται στην παγκοσμίως, μέσω Χόλιγουντ, διαδεδομένης αμερικανικής βρισιάς, του «motherfucker». Που κυριολεκτικά αναφέρεται στον αιμομίκτη μητρογάμη.

  1. - Έλα ετοιμάσου Μιχάλη. Ήρθε η μάνα σου να σε πάρει.
    - Οκέιιιι μάδερφάδερ. Τα λέμε αύριο σχολείο.

  2. - Άκου τι συνέβη το πρωί. Εμφανίζεται ένας μαδερφάδερ τουρίστας και μου λέει ότι τον έκλεψα, γιατί βρήκε λέει το γάλα ένα ευρώ πιο ακριβό από το σούπερ μάρκετ.
    - Είχε και λίγο δίκιο, όμως. Ενα ευρώ ρε αγύρτη κι εσύ. - Κάτσε ρε μαλάκα, μπακάλικο είμαι, όχι ο Βερόπουλος.

  3. - (Mπράβος:) Τι γίνεται αφεντικό, όλα καλά; - Καλά, αλλά σήμερα σε θέλω λίγο πιο συγκρατημένο. Περιμένουμε ένα τσούρμο Αμερικάνους φοιτητές. Μην αρχίσεις πάλι να τους χαλάς τις μάπες, σε θέλω χαλαρό. Την προηγούμενη φορά μου στοίχισε 300 ευρώ ο δικηγόρος για το αυτόφωρο.
    - Δεν φταίω εγώ ρε αφεντικό. Αυτοί πίνουν και μ' αρχίζουν στα μαδερφάδερ, κι εγώ δεν μπορώ να μου λένε για τη μάνα μου. Αμα αρχίσουν πάλι, δεν ξέρω τι θα κάνω...
    - Μπιούτιφουλ, σε παρακαλώ. Θες να πλακώσει ο ράμπο να σε κάνει κεφτεδάκια ρε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αρσενικό του οποίου οι σεξουαλικές σχέσεις με το άλλο φύλο φτάνουν μόνο έως την ανταλλαγή αντίου (bye) / καληνύχτας έξω από την πόρτα του αντικείμενου του πόθου του, συνοδευόμενο από σταυρωτό φιλί.

Ο bye sexual αυτοβούλως είναι καλός, γλυκός, κρατάει συντροφιά, βγάζει βόλτα σκύλους, ακούει πόνους και για τον λόγο αυτόν τον βλέπουν ως φίλο όλα τα θηλυκά.

Συνώνυμο : καληνυχτάκιας

- Ρε Μάκη τι λέει; Την έφαγε ο Μηνάς τη Μαιρούλα;

- Μπαααα. Αρχίδια... Αφού ειναι bye sexual ο μαλάκας και πάει και γίνεται φίλος με όλες τις γκόμενες... Χίλιες φορές τον είπα ότι δεν γαμείς έτσι, αυτός το χαβά του.

Got a better definition? Add it!

Published

Χαρακτηρισμός που αποδίδεται σε άτομο το οποίο όχι μόνο δεν προκαλεί σεξουαλική διέγερση (σεξουαλικά αδιάφορο δηλαδή), αλλά ίσως προκαλεί και τα ακριβώς αντίθετα συμπτώματα.

Αντώνυμο: καυλωτής.

Εκ του λατινικού persona non grata (ανεπιθύμητος, απρόσδεκτος) και του νεοελληνικού κούκου (καύλα, στύση, σεξουαλική διέγερση γενικότερα).

Από τότε που άνοιξα κατά λάθος την πόρτα της τουαλέτας και την είδα να σκουπίζεται, αποτελεί persona non koukou για μένα, όσο μεγάλες βυζάρες κι αν έχει...

Got a better definition? Add it!

Published

Κατά το ήμισυ λατινογενής φράση, αφού συντίθεται από το ελληνικό «σαύρα» και το ιταλικό «ραγκάτσα», που σημαίνει κοπέλα.

Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάποια κοπέλα είναι πολύ άσχημη.

(εμπνευσμένο από πραγματικό διάλογο σε 5ήμερη εκδρομή λυκείου των Νοτίων Προαστείων)
Αγόρι σε μια κοπέλα γυρισμένη πλάτη αλλά με ωραίο σώμα: -Bella ragazza! (=ωραία κοπέλα)
Το ίδιο αγόρι όταν η κοπέλα γύρισε: -Α!(επιφώνημα φρίκης), σαύρα ραγκάτσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τελείως φαλάκρας. Ο γλόμπος. El globo στα λατινικά.

- Πώς έγινες έτσι ρε βλάκα;! Χαχαχ...
- Μου κόλλησαν τσίχλα στα μαλλιά και τα πήρα όλα γουλί. Δε γινόταν αλλιώς. Ελ γλόμπο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified