Further tags

Έτσι χαρακτηρίζεται κάποιος εξουθενωμένος, καταπονημένος, κουρασμένος, εξαντλημένος, ταλαιπωρημένος, αποκαμωμένος.

Από το τούρκικο darmadağın που σημαίνει σωριασμένος. Σύνηθες στη Θεσσαλονίκη (και όχι μόνο).

Θέλω να ξεκουραστώ, είμαι νταρμαντάνι, πήγα το πρωί σε δημόσια υπηρεσία και με είχαν στο πέρα-δώθε όλη μέρα.

έγινα νταρμαντάνι (από iwn, 19/11/12)-Τα χεις κάνει νταρμαντάνι. (από iwn, 19/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του αγγλικού man (άνδρας). Χρησιμοποιείται ως φιλική προσφώνηση, όπως τα δικέ μου, παιχταρά μου, αρχηγέ μου κτλ. Η ευρεία χρήση του στη νεοελληνική δικαιολογείται από τη δημοτικότητα του μαύρου lifestyle, της «μαύρης» μουσικής (hip hop, rap) και του MTV.

  1. Πού 'σαι ρε μαν;

  2. Και δε μου λες ρε μαν...

Δες και -μαν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τελείως φαλάκρας. Ο γλόμπος. El globo στα λατινικά.

- Πώς έγινες έτσι ρε βλάκα;! Χαχαχ...
- Μου κόλλησαν τσίχλα στα μαλλιά και τα πήρα όλα γουλί. Δε γινόταν αλλιώς. Ελ γλόμπο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το hardcore (σκληροπηρυνικό). Έκφραση για δύσκολες καταστάσεις και σκληρούς προγραμματιστές με μεγάλα @@. Κυκλοφορεί ως έκφραση στην ελληνική demoscene community.

Πώπω ο τύπος έγραψε ολόκληρο τον κώδικα 100% σε assembly. Μιλάμε για πολύ κορίλα!!!

(από GATZMAN, 22/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρατσιστική έκφραση που βασίζεται στο δόγμα: πας μη Έλλην βάρβαρος και λέγεται ειρωνικά μεταξύ ελληναράδων, με στόχο τον περιπαικτικό χαρακτηρισμό αλλοδαπών που ζουν στην Ελλάδα και το διαχωρισμό τους από «τα βλαστάρια» της χώρας.

Οι αλλοδαποί για τους οποίος γίνεται λόγος, προέρχονται όχι μόνο από την Τσετσενία, αλλά από περιοχές της ανατολικής Ευρώπης γενικότερα, από τα Βαλκάνια καθώς και από περιοχές της δυτικής Ασίας. Ο όρος έχει παρεμφερή σημασία με τη λέξη ατζγκόνια.

Ο όρος αφορά είτε ομάδα ατόμων ή και μεμονωμένες περιπτώσεις αφού, για πολλούς από αυτούς, ο κάθε αλλοδαπός που προέρχεται από τις παραπάνω περιοχές είναι μέλος ενός κλαμπ, ενός κλαμπ που απαρτίζεται από πλήθος ετερόκλητων κουλτούρων που έχουν όμως για αυτούς ως κοινό χαρακτηριστικό τη διαφορετική πολιτισμική ταυτότητα μη προοδευμένων λαών.

Ο όρος Τσετσένια κλάμπ ή εναλλακτικά Τσέτσεν κλαμπ αποτελεί έναν εύηχο, για αυτούς όρο, όρο που τους βοηθά να εκφράσουν την ξενοφοβία τους για τους συγκεκριμένους αλλοδαπούς, ξενοφοβία που αντανακλά και έναν ενδόμυχο φόβο για ενδεχόμενη αλλοτρίωση τους. Η ξενική δε εκφορά του όρου σχετίζεται με την αντιμετώπιση των αλλοδαπών ως ξένο σώμα.

Συζήτηση φίλων. - Πάμε για καφέ στο μαγαζί του Δημήτρη στην πλατεία;
- Τι λες ρε βαρεμένε; Μες στο Τσετσένια κλαμπ θες να πάμε;

"...Well the Chechen girls really knock me out they leave the west behind..."  (από Vrastaman, 31/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπονοούμενο για το σεξ, καθώς γκαζόν ιδίως στην γαλλοτραφή σλανγκ είναι η μουνότριχα (με την κυριολεκτική έννοια). Και, ως γνωστόν, η αγάπη είναι σαν ένα ευαίσθητο φυτό, που πρέπει να το προσέχουμε και να το ποτίζουμε (με σπέρμα).

Σημειωτέον ότι:

  1. Η έκφραση έχει την συντακτική μορφή των εκφράσεων τύπου την τρίζει την όπισθεν, αλλά αναφέρεται κυρίως στον στρέιτ εραστή και την γυναίκα γκόμενά του, κι όχι σε πούστη τοιούτον.

  2. Είναι λίγο παρώ λόγω τριχοφοβίας και ξυριζαιδοίζειν. Αλλά δεν κωλώνουμε, θα συνεχίσουμε να την χρησιμοποιούμε κουφάλα τριχοφοβικέ!

  3. «Το κουρεύει το γκαζόν» είναι η ενδεδειγμένη έκφραση για το ξυριζαιδοίζειν.

Ασίστ: Πονηρόσκυλο, Mes.

Λάουρα: Και για πε μου, Λίλιαν, το ποτίσατε το γκαζόν με τον Αρίστο;
Λίλιαν: Ποιο; Το κουρεμένο;

Is that a ποτιστήρι or are you happy to see me? (από Vrastaman, 11/03/09)Στο 0:44, απο το «Στρέιτ Στόρι» του Βλαδίμηρου Κυριακίδη. (από vikar, 15/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεγάλη κουβέντα. Να φας, να πιεις, μεγάλη κουβέντα να μην πεις.

Δεν μιλάμε για ξεκούραση, όχι, μιλάμε για ήσυχη συνείδηση (light) και για ύπνο (αραχτός). Βέβαια το «αραχτός» δεν είναι και υποχρεωτικά ο κοιμώμενος.

Κάποιος που κοιμάται χωρίς χάπια, σαν πουλάκι -χωρίς τις Ερινύες να του στοιχειώνουν τον ύπνο του ώστε να μην έχει ένα ρεμ ήρεμο.

Αν κάποιος ενήλικας κοιμάται 7 ώρες κατ' ελάχιστο, προλαβαίνει ο οργανισμός του να αναδομηθεί. Μεγάλο πράγμα ο ύπνος, πιστέψετε με.

Πρέπει να το έχει πει ο Χάρης ο καθαρός.

- Τέρμα το αραχτός και light για μένα. Έχω πέντε μέρες να κοιμηθώ σαν άνθρωπος ρε φίλε, από τότε που χτύπησα αυτό το σκυλάκι στον δρόμο... Βλέπω τη φάση σαν εφιάλτη...
- Μην ανησυχείς αδελφέ, ο χρόνος είναι μεγάλος γιατρός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από την τούρκικη έκφραση firil filil, που σημαίνει ''γύρω γύρω”. Δηλαδή ότι περιτριγυρίζεις κάτι σιγά-σιγά και το πλησιάζεις.

Γράφεται και «φιρί φιρί».

Φιρί φιρί το πας να σε χτυπήσουν...όλο μέσα στη μέση του δρόμου περπατάς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρίζεται έτσι ο αργόστροφος, ο μειωμένης αντίληψης, ή και χαϊδευτικά, πειρακτικά, ο χαζούλης, ο χαζοβιόλης.

Ένας ηπιότερος και γενικότερος χαρακτηρισμός πριν καταφύγει κανείς σε βαρύτερες εκφράσεις και χαρακτηρισμούς.

Προέρχεται από τη λέξη Curcubita που είναι η κολοκύθα.

- Τι πρασινάδα έκανες πάλι βρε κουρκουμπέτα;

(από iwn, 23/10/10)(από iwn, 23/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ατάκα του Γιώργου Λεβέντη από το τηλεπαιχνίδι X-Factor, τον Ιανουάριο του 2010. Χρησιμοποιείται για να δηλώσει αγανάκτηση για μία κατάσταση ή κάποιο πρόσωπο.

  1. - Πόσο ήρθε ο λογαριασμός του τηλεφώνου;
    - Θα σου πω ρε μπαμπά, αλλά μη μου φωνάξεις, γιατί αυτό το μήνα μίλαγα με τον Νίκο στο κινητό λίγες ωρίτσες.
    - Πόσο; Πες μου να ακούσω.
    - Ε να....450 ευρώ.
    - Θα τρελαθώ, θα πηδηχτώ απ' το παράθυρο!

  2. - Τι έγινε από προχθές με τη Μαριάννα;
    - Τσακωθήκαμε λίγο, ψιλοπράγματα μωρέ.
    - Και τώρα είστε οκ;
    - Δεν θα το 'λεγα. Την έχω πάρει 3 φορές και τις έστειλα 5-6 μηνύματα και δεν απαντάει. Άσε, θα τρελαθώ, θα πηδηχτώ απ' το παράθυρο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified