Further tags

Εξουθενώθηκα, ψόφησα, ταλαιπωρήθηκα.

Προκύπτει από το εύγευστο έδεσμα ιμάμ μπαϊλντί που κατά κυριολεξία σημαίνει «ο ιμάμης λιποθύμησε». Η ονομασία του φαγητού προέρχεται από τον θρύλο ότι μόλις κάποιος gourmet ιμάμης το γεύτηκε, λιποθύμησε («μπαΐλντισε») από ικανοποίηση. Το όνομα του εν λόγω φαγητού έχει δανειστεί και σύγχρονο μουσικό λαϊκό ελληνικό συγκρότημα. Bayildi είναι ο αόριστος του ρήματος bayilmak που στα τουρκικά σημαίνει λιποθυμώ

Για τους λάτρεις του, βλ. τη συνταγή εδω.

- Μιλούσε συνέχεια , μας μπαΐλντισε με τη φλυαρία του.

(από iwn, 23/10/10)(από Vrastaman, 24/10/10)(από iwn, 24/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει

  • Αν είναι δυνατόν;
  • Πώς μπορεί να είναι έτσι;
  • Πώς γίνεται αυτό;

    Αλλά, και πιο ελεύθερα

  • Είσαι με τα καλά σου;

  • Πας καλά;
  • Ξέρεις τι σου γίνεται;

    Από το τούρκικο olur mu;= είναι εντάξει;

Επίσης και ολούρμ, ολούρμι.

Χρησιμοποιείται από τουρκομερίτες και μη, ώστε να προσδώσει εξωτικό χαβά (αέρα) στη κουβέντα με ανατολίτικο αυθορμητισμό και εκφραστικότητα.

- Τι , πώς!; Θα πάμε μέχρι τη Δόμβραινα με τα πόδια;! Καλά, ολούρμε;

(από iwn, 23/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρίζεται έτσι ο αργόστροφος, ο μειωμένης αντίληψης, ή και χαϊδευτικά, πειρακτικά, ο χαζούλης, ο χαζοβιόλης.

Ένας ηπιότερος και γενικότερος χαρακτηρισμός πριν καταφύγει κανείς σε βαρύτερες εκφράσεις και χαρακτηρισμούς.

Προέρχεται από τη λέξη Curcubita που είναι η κολοκύθα.

- Τι πρασινάδα έκανες πάλι βρε κουρκουμπέτα;

(από iwn, 23/10/10)(από iwn, 23/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται ως επιφώνημα καημού και πόνου σε ρεμπέτικα η λαϊκά τραγούδια, χορούς, γλέντια κλπ. Προέρχεται από το τούρκικο παραπονιάρικο και νταλκαδιασμένο επιφώνημα «yalan-dünya», που σημαίνει ψεύτικε κόσμε, ψεύτη ντουνιά. Οι 2 τελευταίοι εξελληνισμένοι τύποι μάλιστα, απαντώνται αυτούσιοι σε ρεμπέτικα τραγούδια. Εξελικτικά, παραλείπεται η δεύτερη λέξη και παραμένει μόνο το πρώτο yalan = γιάλα.

Συνδυάζεται συχνά με το συνηθέστερο «αμάν».

... Ένα μαυρομάνικο μαχαίρι είναι η αγάπη σου, αμάν-γιάλα, όταν το πετάς και δε με πιάνει, αμολάς το δάκρυ σου ...
(τραγ. Στέλιου Καζαντζίδη)

(από iwn, 22/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλη μια «μόρτικη κι αλανιάρικη» έκφραση για να περιγράψει το χρηματικό αντίτιμο σε κάθε του μορφή.

Από το τούρκικο μπακίρ = χαλκός, προφανώς από τα πλείστα όσα μεταλλικά νομίσματα που εμπεριείχαν (και εμπεριέχουν μέχρι και σήμερα) στη σύνθεσή τους το γνωστό και πανάρχαιο μέταλλο.

Συνωνυμα: μπακοτσέτουλα, μπαγιόκο, μουρμούρια, παράδες, όβολα (τα) λεφτά, χρήματα, κλπ κλπ

Να πέφτει γρήγορα το μπακίρι...

(από iwn, 20/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυρίως στην έκφραση κάνω κολεγιά.

Η κολεγιά ή κολλεγιά, όπως και το κολέγιο, ετυμολογείται από το λατινικό collegium = αδελφότητα, μικροκοινότητα και, ακόμα πιο πίσω, ανάγεται στην συνάθροιση ανθρώπων με κοινό νόμο (com + lex/γεν. legis). Πρβλ. σύλλογος.

Κάνει κολεγιά με κάποιον όποιος τον συναναστρέφεται, όποιος συναγελάζεται μαζί του, δημιουργώντας όχι ακριβώς φιλία, αλλά ένα έδαφος συναντίληψης και εν δυνάμει συνεργασίας ή, αρνητικά, αλληλοκάλυψης.

Κολεγιά μπορούμε να κάνουμε, αντί για πρόσωπο, και με μία κατάσταση, όταν αυτή μας αρέσει και την επιδιώκουμε ή όταν δεν μας αρέσει και την αποφεύγουμε.

Επειδή οι αδελφότητες και οι κλειστές λέσχες δεν είναι πολύ της κουλτούρας μας, πολύ συχνά το λήμμα εκφράζει καχυποψία και απαξία για όσους μετέχουν της κολεγιάς.

Πρβλ. και ανοίγω/έχω παρτίδες με κάποιον, κάνω κόμμα, τα κάνω πλακάκια.

  1. Από εδώ:

Κανονικά τα ρετάλια της ΕΑΡ έπρεπε να πορευτούν με το ΠΑΣΟΚ. Και θα το έκαναν αν δεν διέβλεπαν μια ύστατη δυνατότητα να διαλύσουν το παραδοσιακό ΚΚΕ παίρνοντας -δια αντιπροσώπου- την εκδίκησή τους από αυτούς που τους διέλυσαν: να ενισχύσουν τη μερίδα του ΚΚΕ που καθώς διαλυόταν ο υπαρκτός σοσιαλισμός ήθελε «νέα πορεία». Έτσι οι «Κυρκικοί» αποφάσισαν να κάνουν κολεγιά με τους Δραγασάκηδες, τους Αλαβάνους και τους Λαφαζάνηδες για να «φάνε» τους Μαΐληδες, τους Γόντικες και τις Παπαρήγες.

  1. Από εδώ:

Θα σε προκαλούσα να κάνεις κολεγιά με γύφτισα, ή γύφτο... Απλά να δεις την παιδεία τους και το επίπεδο τους... Αν είναι να με λες ρατσιστή χάρη των γύφτων, ναι ΕΙΜΑΙ ρατσιστής.

  1. Από εδώ:

Το να είναι κανείς γραφικός είναι λιγότερο κακό από το να είναι δολοφόνος, βέβαια. Για μένα πάντως το να είσαι γραφικός είναι απλά θλιβερό, δηλώνει κακή αισθητική, κολλήματα, ανασφάλειες, ζητηματάκια, εν ολίγοις διάφορα πραγματάκια με τα οποία προτιμώ να μην κάνω κολλεγιά. Αλλά αυτό είναι προσωπικό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεξία: είμαι ιντερνετικώς πώς συνδεδεμένος με τον άλλον (σε παιχνίδι, σε τσατ, σε μπλογκ, σε ό,τι).

Μεταφορικά: η σκέψη μου συμπίπτει με του άλλου ως δια μαγείας, σα να λέμε τηλεπάθεια ένα πράμα. Είμαι «στο ίδιο μήκος κύματος» με αυτόν, χωρίς να έχει προηγηθεί καμία συνεννόηση, απολύτως τυχαία.

Αντίθετο: είμαι είμαι οφλάιν, οφ (σημασία 1δ).

Από το αγγλικό on line.

  1. - Ρε φίλο, όλη μέρα σε έβλεπα ονλάιν, γιατί δεν απαντούσες;

  2. - Δε μπάμε να χτυπήσουμε κανα μπυρόνι λέω γω;
    - Καλά ε, είμαστε ονλάιν, αυτό ακριβώς πήγα να σου πω και γω τώρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ακουμπώ > touch
Τζάμι οθόνης
> screen
∴ Aκουμπότζαμο --> touchscreen.
Τυχαίο; δε νομίζω.

- ...όλα τα smartphones with ακουμποτζαμο ονομάζονται iPhone...
εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην στρατιωτική αργκό, είναι το βαρύ κράνος παλαιάς κοπής.

- Καλά, θα κάνουμε πορεία με χέβι μέταλ; - Έεεετσετσέτσι!, θα πήξει η μούνα σου!

Got a better definition? Add it!

Published

Για τους μυημένους στα μυστικά και απόκρυφα της Ανατολής (και δη του Ινδουισμού)...

Πολύ χοντρικά (καθότι δεν θεωρώ τον εαυτό μου έναν από αυτούς) τα τσάκρα είναι κάποια «ενεργειακά κέντρα» κατανεμημένα με συγκεκριμένο τρόπο στο ανθρώπινο σώμα, από τα οποία ελέγχεται ή ρυθμίζεται (μέσω κάποιας ανατολίτικης μεθόδου θεραπείας) η ενεργειακή ισορροπία, ψυχική και σωματική, του ανθρώπινου όλου. Αποτελούν, δηλαδή συνδέσμους μεταξύ του υλικού και του ψυχικού σώματος (αυτό που λέμε «αύρα»).

Η αποκατάσταση της ενεργειακής ισορροπίας του ανθρώπου γίνεται με εφαρμογή συγκεκριμένων βιολογικών και ψυχικών θεραπειών από τον ανατολίτη θεραπευτή, αλλά και σωματική και πνευματική άσκηση και υγιεινή διατροφή από τον πάσχοντα.

Επομένως, ο σύγχρονος δυτικός άνθρωπος, ο οποίος πνίγεται κυριολεκτικά από τα καθημερινά του προβλήματα και δεν εφαρμόζει καλές συνήθειες πνευματικής και σωματικής άσκησης και διατροφής, παρουσιάζει προβληματάκια υγείας τα οποία εντοπίζει ο θεραπευτής από την κατάσταση των δεικτών («Indicators» - ελληνιστί) που λέγονται «τσάκρα». Έτσι, ένα κλειστό τσάκρα σημαίνει ότι το άτομο παρουσιάζει κάποιο συγκεκριμένα πρόβλημα υγείας στο αντίστοιχο όργανο, ή κάποια συγκεκριμένη ψυχική διαταραχή που εντοπίζεται στο τάδε εγκεφαλικό κέντρο, κουτουλού...

Καθ' υπερβολήν, επομένως, μπορούμε να εκφέρουμε στην δυτική -που θέλει να γίνει ανατολικότροπη- σλανγκ «είναι και τα 7 τσάκρα μου κλειστά», εννοώντας την πολύ κακή φυσική κατάσταση ή ψυχολογική διάθεση, συν το λόγω ότι κάποια θεωρία λέει ότι τα τσάκρα του ανθρώπου είναι 7.

Όταν δε κάποιος τύπος απευθυνόμενος σε κάποιον άλλο είναι υπερβολικά ενοχλητικός, ψυχαναγκαστικός έως εξοργιστικός και εκπέμπει αρνητική ενέργεια με αποτέλεσμα να επηρεαστεί η διάθεση και η υγεία του αποδέκτη, τότε, πάλι καθ' υπερβολήν, λέγεται από τον αποδέκτη το «αυτός μου 'κλεισε και το 8ο τσάκρα»...

- Άκου να δεις! Χτες βράδυ μου 'ρθε ένας παλαβός στο μπαρ και μου άρχισε τα «κάπου σε ξέρω...». Του λέω, «δε με ξέρεις»...Αυτός να επιμένει... Με ρώτησε που μένω. Του είπα «Κολωνάκι». Και μου πετάει το αμίμητο «σιγά μη μένεις Κολωνάκι μωρή βλάχα! Άντε τράβα στο χωριό σου!» Και όπως κατάλαβες, εκείνη την ώρα μου έκλεισε και το 8ο τσάκρα και άρπαξα μπουκάλι...

Τα 7 βασικά τσάκρα (από poniroskylo, 08/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified