Further tags

Είναι μία γαμάτη φράση για να την χρησιμοποιήσετε όταν κάποιος/-α παπάρας/βλάκας/ηλίθιος/μαλάκας κτλ μιλάει και μιλώντας πετάει τις μπούρδες του.

Αν είναι γυναίκα χαμηλών ηθών, τότε η φράση είναι ακόμα πιο γαμάτη.

- Σου είπα να με πάρεις τηλέφωνο και εσύ δεν με πήρες. Γιατί δεν με πήρες τηλέφωνο; Σου είχα πει ότι στις 6 το απόγευμα θα έχω το κινητό μου ανοιχτό και εσύ δεν με πήρες τηλέφωνο; Α, άσε με να υποθέσω. Είχες πάλι δουλειά στον υπολογιστή σου και όχι χρόνο για μένα... Ναι ναι ναι ξέρω, η κλασική ιστορία σου, αλλά εγώ δεν τα χάφτω αυτά. Θα σε καταστρέψω αλήτη, αχαίρευτε, χα...
- Βούλωσ' το στόμα σου, βρωμάει πουτσίλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εύλογη παράφραση της γνωστής τηλεοπτικής σειράς του Αντένα: «Και οι παντρεμένοι έχουν ψυχή» με Καφετζόπουλο, Παρτσαλάκη κ.τ.λ. Ο ποιητής θέλει να πει ότι και οι παντρεμένες δεν μπορούν να αποκλειστούν από το target group ενός γαμίκου. Κι αυτές έχουν ανάγκες, αξίζουν ένα ψυχικό. Λέγεται αντιστρόφως: «Και οι παντρεμένοι έχουν καυλί».

Λάουρα: - Τά 'μαθες; Ο Βάγγελας κι ο Πέρι αφού μας άφησαν μπουκάλες, τώρα λένε έχουν σοβαρό σκοπό! Θα πάνε να παντρευτούν στην Τήλο!
Λίλιαν: - Έ όχι και μπουκάλες! Speak for yourself! Άλλωστε «και οι παντρεμένοι έχουν καυλί»!
Λάουρα: - Μα δεν είναι αυτή η φράση του τίτλου! Θα μας την πει κανάς σλανγκαρχίδης ότι δεν βάλαμε το λήμμα μες στο παράδειγμα!
Λίλιαν: - Ε, τι θες τώρα; Να γραφτούμε κι εμείς στα ΛΟΑΤ και να παντρευτούμε για να μας λένε «κι οι παντρεμένες έχουν μουνί», για να βγει το γαμωπαράδειγμα; Ορίστε τό 'πα! Ευχαριστήθηκες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασική έκφραση παλιότερων καιρών που έφυγαν ανεπιστρεπτί, τότε που το ξανθό δεν είχε φορεθεί στο Ελλάντα ακόμα και ήταν εγγύηση σούπερ ντούπερ γαμησιού. Τότε που η μοναδική ευκαιρία του Γκρήκ λόβερ με τρίχα για πουλόβερ για ξανθό μουνί, τρελό γαμήσι ήταν με Σουηδανές και ξανθόν γένος.

Αλλά κι όταν φορέθηκε, θεωρείται ότι το ξανθό μουνί είναι τεκμήριο φυσικής ξανθιάς, κι ότι η φυσική ξανθιά είναι το Γκράαλ του πιπινοκυνηγού, ενώ οι βαμένες ξανθιές με τα μελαχροινά μουνιά είναι οι κακές ξανθιές, οι χαζές, που δυσφημούν τον όρο. Στην εποχή, όμως, του Tom Pousti, που κάνει τα μουνιά, όπως γουστάρει, ποτέ δεν μπορείς να είσαι σίγουρος!

- Ξανθό και το Λίλιαν, ξανθιά κι η Καυλάουρα. Αλλά ποια απ' τις δυο είναι η φυσική; Ποια είναι το ξανθό μουνί, τρελό γαμήσι;
- Ύστερα από 9500 λήμματα στο slang.gr θέλει και ρώτημα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η κανονική, όπου φυλάσσεται σπέρμα αντρών για μελλοντικές τεχνητές γονιμοποιήσεις. Από εκεί οι εκφράσεις: «Μην πετάς την μαλακία σου, άνθρωποι είμαστε! Μπορεί και να την χρειαστείς!». «Σπερμούλι το σπερμούλι, γεμίζει το σακούλι».

Και το παλιό ανέκδοτο:
Μια σπείρα από Πόντιους πάνε να ληστέψουν μια τράπεζα. Βλέπουν κάπου που γράφει «τράπεζα», κάνουν την διάρρηξη. Όταν μπαίνουν μέσα δεν βρίσκουν πουθενά λεφτά, παρά μόνο γιαουρτάκια. Μες στην οργή τους, αποφασίζουνε να τα φάνε, για να διασκεδάσουν την αποτυχία τους. Την επόμενη μέρα διαβάζουν στο πρωτοσέλιδο: «Πόντιοι λήστεψαν τράπεζα σπέρματος».

  1. Το μπορντέλο, το κωλοχανείο, το οποιοδήποτε putzinstitut (πουτς ινστιτούτ), όπου γίνονται καταθέσεις. Η τράπεζα που γίνονται καταθέσεις, αλλά όχι αναλήψεις. Τώρα με την κρίση, θα δυσκολευτούν οι άντρες να κάνουν καταθέσεις σε τέτοια τραπεζικά ιδρύματα.

  2. Ο μεγάλος πούτανος επαγγελματικά ή ερασιτεχνικά.

Η Λίλιαν είναι μεγάλη τράπεζα σπέρματος. Αν μαζέψει κανείς όλο το σπέρμα που έχει χυθεί από τους Σλάνγκους Δράκους για πάρτη της, μιλάμε για υπερσυσσώρευση κεφαλαίου, Ελβετική τράπεζα ένα πράμα!...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλη μια εκδοχή του «αιδοίο το οδοντοφόρο - δαγκανόμουνο - vagina dentata», βγαίνει απ' τον οδοντωτό σιδηρόδρομο των Καλαβρύτων.

Κόπι-ράιτ: Βράσταμαν.

Γέρος Καλαβρυτιανός προς νέο: - Μην το ψάχνεις! Μουνί από τον τόπο σου κι ας είναι και οδοντωτό!

Η προτομή της Πανωραίας Πετμεζά στην κεντρική πλατεία των Καλαβρύτων (από GATZMAN, 12/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φαλλοκρατική ρητορική ερώτηση, άμα περνάει όμορφη προκλητική γυναίκα. Είναι σαν τους μπάτσους, που ξυλοφορτώνουν Αλβανούς και μετά ο κοσμάκης λέει: «κι αυτοί ήταν προκλητικοί!».

Μπαίνει ο Πέρι κουνάμενος λυγάμενος.
Βάγγελας: - Μετά φταίει ο βιαστής;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι μέρες της περιόδου, ένας κομψός, αλλά απαισιόδοξος τρόπος να αναφέρεσαι σ' αυτές. Καθιερώθηκε και από μια διαφήμιση στα '80ς, που έλεγε «για τις δύσκολες μέρες».

Οι δύσκολες μέρες μόνο να περάσουν...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι μέρες της περιόδου, ένας κομψός τρόπος να αναφέρεσαι σ' αυτές.

- Κρίμα, κι έπεσε το ταξίδι στο Λονδίνο πάνω σε βροχερές μέρες και δεν το ευχαριστήθηκα...
- Μα πάντα βρέχει στο Λονδίνο.
- Δεν με κατάλαβες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δίστιχο σκυλάδικου («Απόψε έχω περίοδο» ο στίχος στο πρωτότυπο), που έμεινε στην Ιστορία. Υποτίθεται ότι λέγεται από γκόμενες τελειωμένες, που δεν θέλουν να χάσουν καμία μέρα το κοκό, οπότε το πρωκτικό σεξ είναι μια κάποια λύσις. Ή υπενθυμίζεται από άντρες. Επίσης, λέγεται από ανθρώπους που θέλουν να έχουν πάντα μια εναλλακτική λύση στο τσεπάκι τους.

Λάουρα: Δεν μπορώ απόψε, Μένιο, έχω περίοδο.
Μένιος: Κι αν έχεις και περίοδο, έχεις και άλλη δίοδο!
Λ.: Την σκέψη μου διάβασες, πονηρούλη!

Got a better definition? Add it!

Published

Από παλιά διαφήμιση των '80ς, που διαφήμιζε σαμπουάν με μπύρα στα συστατικά του. Και προειδοποιούσε χιουμοριστικά τον θεατή ότι είναι σαμπουάν από μπύρα για να λουστεί, κι όχι μπύρα για να την πιει. Πλέον χρησιμοποιείται στα πλαίσια διασπερμάτευσης, όπου προειδοποιείται ο παθητικός τι να κάνει με τα φλόκια. Μεταφορικά, για κάθε αναποδιά, δυσκολία. Δεν ξέρεις τι είναι χειρότερο, το λούσιμο είναι μεγαλύτερο μπλέξιμο, αλλά το πιοτό πάει σε μεγαλύτερο βάθος.

Ευχαριστώ τον Ειρωνικόλα, που μου το θύμισε...

- Θα πέσει έξω η εταιρεία τώρα με την κρίση;
- Θα είναι «μην την πιείτε, λουστείτε» φάση. Δεν θα πάει πολύ βαθιά.

(από jesus, 15/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified