Further tags

Χαρακτηρίζει κάποιον που δεν ξεκολλάει από κάποιον άλλο, ή που γνωρίζει τα πάντα γι' αυτόν τον άλλο.

-Πού ήταν χθες ο Γιώργος; -Πού να ξέρω; Σπυρί στον κώλο του είμαι;!;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γλοιώδης τύπος που χορεύει προκλητικά.

-Κοίτα αυτόν τον μαλάκα πώς την πέφτει στις γκόμενες. Σαν ξεβιδωμένη κουράδα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πάρα πολύ, εξαιρετικά πολύ.

- Γουστάρεις σήμερα μπαρότσαρκα;
- Άσε ρε, αύριο δίνω κι'έχω να βγάλω του κώλου την ύλη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φοβάμαι, παίρνω τρομάρα. Προκύπτει από το «χέζομαι από τον φόβο». Συνώνυμο: κλάνω μέντες.

-Ήξερα πως η αδερφή μου έβλεπε θρίλερ στην τηλεόραση, οπότε περίμενα λίγο. Ξαφνικά ανοίγω την πόρτα και αρχίζω να φωνάζω! Της πήγε το σκατό στην κάλτσα σου λέω!!

Got a better definition? Add it!

Published

Κάνω πρωκτικό sex. Κυρίως ως απειλή. Επίσης το συναντάμε και ως «γεμίζω κρέας το κωλάντερο».

- Εσύ ήπιες όλες τις μπύρες ρε;
- Ναι...
- Ε, θα σου γεμίσω τον κώλο κρέας για να μάθεις να μην το ξανακάνεις!

όμως ήρθε η ώρα να σε γαμήσω κι εγώ, ψωλορουφήχτρα. (από jesus, 30/08/08)

Got a better definition? Add it!

Published

Τα κασέρια.

Τα φλόκια.

-Η Μαρία τα τρώει τα κασέρια;
-Ναι ρε, γουστάρει τα αλμυρά!

Got a better definition? Add it!

Published

Έκφραση που χρησιμοποιείται ευρέως για να υποδηλώσει διαφωνία η ακόμη και απέχθεια με κάποια κατάσταση ή ενέργεια.

- Καλά, πήγα στη συναυλία του Ζορντί.
- Α, ωραία πέρασες;
- Έβαλα δάχτυλο.
- Μαλάκα.
- Ραμολί.
- Γαμιόλη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σκουπιδιάρα στα ελληνικά στρατά.

- Τι υπηρεσία έχεις σήμερα;
- Πλοίο της Αγάπης...

Captain Stubing (Καπετάν Στουμπωμένος) (από Vrastaman, 31/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το εύφλεκτο μείγμα, που ανακάλυψε ο Καλλίνικος τον 7ο μ.Χ. αιώνα, άγνωστα παραμένουν τα υλικά με τα οποία το έφτιαχνε. Οι ιστορικοί λένε ότι το υγρό πυρ έκαιγε επίμονα και δεν έσβηνε με νερό, παρά μόνο με ούρα ή άμμο.

Για την διαπροσωπική σχέση των φύλων μεταξύ τους χρησιμοποιείται και ως αντίστοιχο του Χοντράδια ή Flintstones δηλαδή συμπυκνωμένο υγρό που έχει πήξει απο την ανύπαρκτη σεξουαλική επαφή.

Αλκιβιάδης: Φίλε μου ένα θα σου πω. Έβγαλα με μίσος παντού το υγρό πυρ δια μέσου της εκτίναξης πάντα. H κοπέλα δεν είχε ξαναδεί κάτι παρόμοιο, έγκαυμα πρώτου βαθμού της προκάλεσα! Σαν γέννα ήταν.

*Αλκιβιάδης = πρώην αμπελοφιλόσοφος, παρέα του Μάκη του Γίγαντα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified