Further tags

Προφέρεται και γράφεται σα μία λέξη. Σημαίνει... το κέρατό μου, συντομία για γαμώ το κέρατό μου, έκφραση αγανάκτησης, τσαντίλας, θυμού.

- Κλείσε επιτέλους να πάρω ένα τηλέφωνο τοκερατόμου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τράβα και γαμήσου. Μάλλον υπερθετικός του «σύρσου και γαμήσου».

α. (gorgonotaverna.blogspot.com) - Σάλτα και γαμήσου ρε φλώρε που τολμάς και σηκώνεις τα μάτια σου πάνω μου, καράβλαχε.

β. (Λέντης) -Σάλτα και γαμήσου και γάμα και την είσπραξη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διαφορετικός τρόπος ώστε να πεις «άντε γαμήσου».

- Ρε πάρε τον πούλο που θα με πεις εσύ εμένα ηλίθιο!

Πάρε τον Πούλο (για κανά ανταλλακτικό) (από Hank, 15/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γαμήσου αμέσως. Από το σαλτάρω (= κάνω άλμα), κάτι που γίνεται πολύ γρήγορα.

*.

-Σάλτα και γαμήσου λίγο παρακάτω, που' χει και άπλα να κάνεις τα τρελά σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ένας άνθρωπος που έχει ξεπεράσει τα επίπεδα ενός απλού μαλάκα.
  2. Αθάνατη ελληνική έκφραση των ελληνικών cult ταινιών των 80's.

- Πού πας με αυτό το σαράβαλο ρε ολυμπιονίκη μαλάκα;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που προτιμάται από τους ιδιαίτερα θρήσκους ανθρώπους σε στιγμές μεγάλου θυμού, αντί για την εξύβριση των θείων.

- Γαμώ το Χριστόφορο τον πούστη, πάλι ξέχασες να πάρεις κωλόχαρτο;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά το ήμισυ λατινογενής φράση, αφού συντίθεται από το ελληνικό «σαύρα» και το ιταλικό «ραγκάτσα», που σημαίνει κοπέλα.

Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάποια κοπέλα είναι πολύ άσχημη.

(εμπνευσμένο από πραγματικό διάλογο σε 5ήμερη εκδρομή λυκείου των Νοτίων Προαστείων)
Αγόρι σε μια κοπέλα γυρισμένη πλάτη αλλά με ωραίο σώμα: -Bella ragazza! (=ωραία κοπέλα)
Το ίδιο αγόρι όταν η κοπέλα γύρισε: -Α!(επιφώνημα φρίκης), σαύρα ραγκάτσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει «ρε άει γαμήσου» και προφέρεται ως μία λέξη: ραγαμήshhh.

-Ραγαμής που θα πάω να σου πάρω και τσιγάρα! Μαλάκα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που εκφωνούμε συνήθως σε στιγμή εκνευρισμού και για να αποφύγουμε να βρίσουμε τα θεία. Στην κυριολεξία σημαίνει «γαμώ τον εξαναγκασμό μου» αλλά ποτέ δεν χρησιμοποιείται μονάχα με αυτή την έννοια.

Πάλι έχασε η Newcastle γαμώ το στανιό μου. Στον κουβά και σήμερα το στοίχημα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απειλητική φρασεολογία η οποία χρησιμοποιείται όταν έχει κανείς περιέλθει σε μια απίστευτη κατάσταση θυμού. Το ταμτιριρί μπορεί να συμβολίζει το πιο αδύναμο στοιχείο ενός ατόμου, κυρίως αυτού στο οποίο επιτιθέμεθα. Δηλαδή, το ταμτιριρί μπορεί να είναι η γυναίκα του αχώνευτου γείτονα, η μάνα του άδικου διαιτητή, το σπίτι του σπαγκοραμμένου αφεντικού μας κ.ο.κ.

- Του καριόλη του διπλανού θα του γαμήσω το ταμτιριρί αν ξαναπαρκάρει μπροστά στο γκαράζ!!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified