Ελλειπτική και εύγλωττη έκφραση που με την κατά περίπτωση χρήση συνδέσμων, προθέσεων ή αριθμών μπορεί να σημαίνει:
1) γαμάω κάποιον
(συχνά με διάθεση τιμωρίας, εκμετάλλευσης ή εξευτελισμού, αλλά όχι μόνο).
Προέρχεται από το 'περνώ μια στρώση χρώματος ή άλλου υλικού σε μια επιφάνεια' (π.χ.
"είναι κάτι γκόμενες που λες αυτή τώρα από οικοδομή έχει περάσει κ της πέρασε ένα χέρι τα μούτρα ο σοβατζής με τη μπατανόβουρτσα;").
Συνώνυμα: Περνώ ένα χέρι πούτσο, πηδάω.
- ♪♫ Σαν αγάς μες την αυλή
Όπως θέλεις γλέντησε
Και την κόρη του Βαλή
Δέκα χέρια πέρασε ♪♫
-Νίκος Νικολόπουλος: Η μη επίτευξη συμφωνίας θα σήμαινε αυτομάτως την διάλυση της χώρας μας
-γρήγορα παίρνεις στροφές, σου πήρε 5,5 χρόνια αλλα το κατάλαβες γέροντα
-γι αυτο στηθηκατε στα τεσσερα και σας περασε απο ενα χερι ολη η ευρωπη συντροφε?? (εδώ)"την φόρτωσα, την πήγα σπίτι, την πέρασα ένα χέρι επιτόπου κι άλλο ένα το πρωί πριν φύγει" (κατούρα κ λίγο). (παράδειγμα του jesus)
2) επιμελούμαι, διορθώνω, ελέγχω
περνάω τελευταίο χέρι στο κείμενο για να το παραδώσω.
Συνώνυμα: τσεκεράου, τσεκάρω / καρατσεκάρω
3) μπορώ, έχω δυνατότητα
ευχαρίστως να το κάνω αν περνάει απ΄το χέρι μου
4) αναλαμβάνω μιαν ευθύνη ή αρμοδιότητα που πρώτα την είχε άλλος
Το μεγαλύτερο ανοιχτό οικονομικό ζήτημα της χώρας, το ασφαλιστικό, περνάει στα χέρια του ΠΑΥΛΟΥ ΧΑΪΚΑΛΗ! #tizoume (εδώ)