Further tags

Κάνω σκληρά μεροκάματα (ο γκασμάς είναι σκαπτικό εργαλείο).

- Εμένα που με βλέπεις, βαράω γκασμά. (Από συνέντευξη της λαϊκής τραγουδίστριας Στανίση, αναφερόμενης στο «νυχτοκάματο»)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για παντρεμένους ή γενικότερα έχοντες έτερον ήμισυ: το κράξιμο ή και η χειροδικία που μπορεί να προκληθεί από την ελεύθερη εκδήλωση θαυμασμού ή ενδιαφέροντος για άλλη γυναίκα.

- Πω ρε πούστη μου, τι μωρό είναι αυτό!!
- Α ρε Μάκη, άμα σε άκουγε η Πόπη από κάπου, είχε να πέσει παντόφλα...
- Έλα μωρέ, μεταξύ μας είμαστε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αποχή απο την αυτοϊκανοποίηση για μεγάλο χρονικό διάστημα.

- Είμαι άπαιχτος στο Seattle απο την Τρίτη και μου είναι συνέχεια τσατάλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προφέρεται ΓουΤουΠου. Ακρωνύμια των λέξεων Για Τον Πούτσο. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την αθλιότητα διαφόρων συμπεριφορών και χαρακτήρων.

- Κοίτα πως οδηγεί ρε!
- Τελείως Γ.Τ.Π

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή σκέτο "σακούλααααα!"

Ισοδύναμο της έκφρασης: θα ξεράσω. Λέγεται όταν ακούμε κάτι που μας χαλάει, όπως π.χ. ένα κρύο ανέκδοτο.

Κάνοντας ζάπινγκ πέφτετε σε «κοινωνική εκπομπή» της μεσημεριανής ζώνης. Πατώντας το κουμπί για να αλλάξετε κανάλι το γρηγορώτερο, λέτε: «Θα ξεράσω!» ή «σακούλα καμαρώτε!» ή σκέτο «σακούλαααα!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Την πάτησα, με ξεγέλασαν. Μερικές φορές το χρησιμοποιούμε όταν μας πασάρουν χάλια φαγητό.

- Πώς σου φάνηκε το φαΐ ρε Λάκη;
- Ασ' τα, γάμησέ τα, φάγαμε μια φόλα!

Δες και ρίχνω, τρώω, πέφτω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάσταση σταρχιδισμού, προέρχεται απο το γαλλικό je m'en fous που σημαίνει «δεν με νοιάζει».

  1. - Κάθε μέρα έξω και βόλτες μου είσαι, και κάνα βιβλίο δεν ανοίγεις. Όλο ζαμανφού μου είσαι!!

  2. - Ρε, η γκόμενα θα γίνει έξαλλη αν γυρίσεις αργά σπίτι.
    - Ζαμανφού ρε!

Σάκης Μπουλάς, "Ζαμανφού". (από Hank, 10/02/09)(από Khan, 04/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι που γίνεται για πλάκα, για χόμπυ, απο γούστο, χωρίς ιδιαίτερο κίνητρο.

- Καλά ρε, πώς σού ρθε και δήλωσες για το Σουρβάιβορ;
- Έτσι ρε, για τη γκαύλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Δύσκολη εργασία ή θέμα που καταπιανόμαστε για να βγεί εις πέρας.

  2. Συνουσία.

  1. Λοιπόν φίλε το βάψιμο στο σπίτι μου ήταν πολύ μανίκι, έναν μήνα πάλευα για να τελειώσω.

  2. Φιλαράκο χτες είχα πολλές κάβλες και πήγα στα μπουρδέλα να ρίξω ένα μανίκι να ισιώσω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι που γίνεται βιαστικά, στο πόδι.

-Όταν σχολάσουμε πάμε σε καμια ταβερνούλα;
-Μπα δεν πεινάω πολύ... Αν είναι να τσιμπήσουμε κάτι τσακ μπαμ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified