Φωνή επιδοκιμασίας του κοινού κατά την προβολή ερωτικών ταινιών την στιγμή που ο πρωταγωνιστής ολοκληρώνει το έργο του -συνοδευόμενη συνήθως και από χειροκρότημα.

(Πρωταγωνιστής) -Πάρτα μωρή άρρωστη!!!
(Κοινό) -Άξιος άξιος!!!!!

(από joe909, 19/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολλές φορές μας ρωτάνε αν έχουμε κάποια συγγένεια με κάποιο άτομο, είτε επειδή μας βλέπουν συχνά μαζί (υποθέτοντας ωστόσο πως μπορεί να 'μαστε φίλοι, γνωστοί, γείτονες, κ.λπ.), είτε επειδή παρατηρούν πως έχουμε συνωνυμία μαζί του, κ.λπ.

Μια απάντηση που περιέχει τον όρο, συγγενείς απ' της συκιάς το γάλα (το γαλακτώδες υγρό που περιέχουν τα ανώριμα σύκα), θυμίζει μεν... τον όρο συγγενείς απ' της μάνας το γάλα... αλλά... αλλά.... αλλού τα κακαρίσματα κι αλλού γεννάνε οι κότες!

  1. Όταν εκφέρουμε τον όρο, υποδηλώνουμε εμφατικά και με χιουμοριστικό τόνο, πως δεν υπάρχει καμιά συγγένεια μεταξύ μας (ή αν υπάρχει είναι τόσο μακρινή, ώστε να μη λογίζεται ως συγγένεια), αφού απ' της συκιάς το γάλα μπορεί να πιει οποιοσδήποτε, εν αντιθέσει με το γάλα της μάνας το οποίο παραπέμπει σε αδελφική συγγένεια (ύψιστη μορφή συγγένειας). Για την περίπτωση αυτή, βλ. παράδειγμα 1.

  2. Εδώ ο όρος έχει απαξιωτική χροιά και αναφέρεται σε κατ' επίφαση συγγενείς (βλ. παράδειγμα 2).

  3. Εδώ ο όρος έχει απαξιωτική χροιά και αναφέρεται σε κατ' επίφαση αδελφικά έθνη. Για την περίπτωση αυτή βλ. παράδειγμα 3.

Συναφής έκφραση: Η μάνα μου κι η μάνα του στον ίδιο ήλιο απλώνανε τα ρούχα τους.

  1. Ο Βασίλης, νεοπροσληφθείς στην εταιρεία συζητάει με τον Μάρκο:
    Βασίλης:
    - Βλέπω πως έχεις πολλές σχέσεις με τον Κώστα. Απ' την άλλη έχετε και το ίδιο επώνυμο. Είστε συγγενείς;
    Μάρκος:
    - Βέβαια… βέβαια! Συγγενείς απ' της συκιάς το γάλα!

  2. Οι Αιγιαλείς πυρόπληκτοι ακόμα δεν έχουν δει το χρώμα του 50ευρω και κάτι «κουμπάροι» από την άλλη άκρη της Ελλάδας πήραν 3.000 ευρώ, γιατί κάποιος ξαδερφοκουνιάδος τους απ' της συκιάς το γάλα έχει κτήμα στην Ηλεία.
    Δες

  3. Φίλοι μας οι Κούρδοι, απ' της συκιάς το γάλα..
    Λες και δεν ήταν οι Κούρδοι τα καλά παιδιά που κατάσφαξαν τους Πόντιους.
    Δες

(από GATZMAN, 30/03/09)(από GATZMAN, 30/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όχι με τίποτα, ούτε καν να το σκέφτεσαι, κ.λ.π.

Γενικά αποτελεί μία παραδειγματική και μεγαλοπρεπή άρνηση, όπως για παράδειγμα το μεγαλοπρεπές «ΟΧΙ» των Ελλήνων απέναντι στους Ιταλούς πριν κάτι χρόνια (τα παραλέω βέβαια λίγο...). Είναι έκφραση παλαιάς κοπής και έφτασε στο αποκορύφωμά της τον Δεκέμβριο του 1999 όταν κυκλοφόρησε το CD «ΠΡΟΦΗΤΕΙΕΣ» από το Δεσποινάκι (ομιλώ για την αοιδό Δέσποινα Βανδή), όπου περιέχονταν το ομώνυμο «Άπαπα», το οποίο έγινε αμέσως επιτυχία και χιλιοτραγουδήθηκε. Πλέον ο όρος τείνει να εξαφανιστεί αφού ολίγοι είναι αυτοί που τον χρησιμοποιούν.

- Σήμερα θέλω το σπίτι γιατί θα φέρω τη Μαιρούλα απο 'δω.
- Άπαπα, ούτε καν να το σκέφτεσαι. Για σήμερα το 'χω κλείσει εγώ το σπίτι εδώ και μία βδομάδα. Αφού σου είχα πει πως θα φέρω το Τζενάκι...
- Ρε μαλούρα, αφού δεν πρόκειται να βάλεις το πλοίο στο λιμάνι. Αφού είσαι καληνυχτάκιας... Πάνε την κάπου έξω και άσε μου το σπίτι να κάνω τη δουλειά μου...
- Ρε @##&%Ε@#^!%$#%$#*$#@& %$#&$#

(από kamakisss, 15/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε για κάποιον που δε θέλουμε να έχουμε πια επαφή, πιθανότατα επειδή στο παρελθόν μας έχει παίξει πουστιά.

- Να πάρω τηλέφωνο και τον Κώστα να έρθει;
- Τι λες μωρέ, αφού ξέρεις ότι δε μιλιόμαστε πια. Από μακριά κι αγαπημένοι...

Got a better definition? Add it!

Published

Κλασική ερώτηση ψευτόμαγκα προς αδαείς και μη, με στόχο να αποδείξει την εμπειρία του σε πλείστους τομείς, την καπατσοσύνη του και ότι γενικώς δεν μπορεί να τον ξεγελάσει κανείς. Όλα αυτά βέβαια ισχύουν αν όντως πέσει σε φελλό τύπο, γιατί άμα πέσει σε κανέναν πιο έξυπνο, την έβαψε.

Προς κατανόηση του ορισμού, όρα παράδειγμα.

- Άσε μας ρε, που θα μας υποδείξει πώς να συμπεριφερθούμε στην γκόμενα! Άντε τράβα πες μας από πού κλάνει το μπαρμπούνι!
- Δεν κλάνει ρε ούφο, αν έκλανε δεν θα ήταν κόκκινο!!!

(από Vrastaman, 22/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιφραστικός επιρρηματικός προσδιορισμός που δηλώνει λόγο ασυνάρτητο, με άσχετες και ασύνδετες μεταβάσεις από το ένα θέμα στο άλλο, που δε βγάζει νόημα.

- Και του λέει η Αννούλα, ξέρεις, εκείνη που τα είχε με τον Τάσο όταν δούλευε στου Βερόπουλου, αυτός δούλευε στην αποθήκη, είχε κι ένα γκολφ, αλλά τα χαλάσανε μετά γιατί ο Τάσος τα'φτιαξε με τη Λίτσα, μεγάλο τσουλί, τη φιλενάδα της Μερόπης, την ξέρεις τη Μερόπη, αυτή ντε, την ξανθούλα, τη μικροκαμωμένη, που έμενε στην Τριανδρία μαζί με την Ντίνα, αλλά μετά έφυγε, γύρισε πίσω στη Βέροια, είχα πάει να τη δω μια φορά, ωραία είχαμε περάσει, είχαμε φάει και ένα στιφάδο είχε κάνει η μαμά της φοβερό, όταν χώρισε με το Νίκο, κρίμα, ωραίο παλικάρι, αλλά παλιοχαραχτήρας, ρεμάλι, τεμπελόσκυλο, μα σάμπως τα είχαν φτιάξει και ποτέ; Ωραίος κύριος ο μπαμπάς της, ομορφάντρας...
- Από τον Αλή στον κατή πας μωρέ Κικίτσα μου, δεν μπορώ να σε παρακολουθήσω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μακρινό παρελθόν.

- Καλά τώρα το έμαθες; Αυτό είναι γνωστό από τότε που βγήκαν οι λάσπες.

Φωτογραφία του Ζολώτα από όταν η Ακρόπολη ήταν στα μπετά. (από Khan, 13/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που δηλώνει πολύ μεγάλη οργή/τσαντίλα κλπ που το συνηθισμένο βρίσιμο ενός Αγίου δε φτάνει.

Έτσι, μια που του Αγίου Βασιλείου είναι την 1η Ιανουαρίου και της Αγίας Μελανίας την 31η Δεκεμβρίου, λέγοντας αυτή τη φράση υποδηλώνεις ότι «περνάς ένα χεράκι» όλους τους ενδιάμεσους.

- Άσ' τα Γιώργο... Σου κόψανε την άδεια.
- Τι λες ρε μη γαμήσω από του Αγίου Βασιλέιου μέχρι της Αγίας Μελανίας... Έχω ήδη βγάλει τα εισιτήρια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να εκφράσει ότι μια κατάσταση ή πρόταση είναι εντελώς ακατανόητη.

Σε περιπτώσεις που κάποιος δε μιλάει σωστά μια ξένη γλώσσα, κάποιος μπορεί να παρομοιάσει τα Αγγλικά του (π.χ.) με τα Αραμαϊκά.
Επίσης, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και με συνδυασμό άλλων γλωσσών για να δώσει μεγαλύτερη έμφαση (π.χ. Ελληνοαραμαϊκά, Γαλλοαραμαϊκά)

  1. - Τελικά ο Κώστας θα έρθει το βράδυ;
    - Του μίλησα και μου έλεγε κάτι Αραμαϊκά ότι έχει να πάει κάπου και καλά σε μια δουλειά.

  2. (Σε κατάστημα με πουκάμισα στο Λονδίνο)
    - This good for me.
    - Τα μιλάς άπταιστα τα Αραμαϊκά ρε πούστη...

  3. (Αργοπορημένος Έλληνας φοιτητής μπαίνοντας στην αίθουσα)
    - Sorry sir, Ι lost the bus
    - Πάλι Ελληνοαραμαϊκά του το 'πε ο μαλάκας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που μπορεί να λεχθεί από άτομα που ο τρόπος ζωής τους και η κουλτούρα τους είναι σε πλήρη αντίθεση με τη μουσική και ξενόγλωσση παιδεία που έπρεπε να διαθέτει κάποτε κάποιος αριστοκράτης. Για τα γαλλικά και το πιάνο, ο λόγος. Η έκφραση αυτή αρμόζει σε άτομα που γουστάρουν κουτούκια, ρεμπέτικα κλπ.

- Εμείς φίλε θεωρούμε πως ένα παιδί, προκειμένου να ανατραφεί σωστά θα πρέπει οπωσδήποτε να γνωρίζει γαλλικά και πιάνο.
- Εμείς πάλι πιστεύουμε πως ένα παιδί πρέπει να μυηθεί από νωρίς στην αργκό και να είναι αριστοτέχνης στο τουμπερλέκι. Αργκό και τουμπερλέκι και ξερό ψωμί!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified