Άρον άρον: λέγεται για κάτι που γίνεται πολύ γρήγορα, πολύ βιαστικά, πολύ εσπευσμένα και πολύ αγχωτικά. Λέγεται για κάτι που γίνεται στην τρεχάλα, πετάδην, σφαιράδην, με την ψυχή στο στόμα, βζιννν κ.λπ. Όπου φύγει φύγει, όποιος πρόλαβε τον Κύριο είδε (sic) κ.ο.κ.

Προέρχεται από το γνωστό ευαγγελικό «άρον άρον σταύρωσον αυτόν» το οποίο, σύμφωνα με τον ευαγγελιστή Ιωάννη, φώναζαν τα καλόπαιδα οι Ισραηλίτες στον Πιλάτο για τον Χριστό. Βεβαίως η έννοια έχει αλλάξει, δώστε βάση στο νόημα: Αίρω στα αρχαία πά' να πει σηκώνω (εξ ου και η «άρση βαρών»). Άρον αυτόν θα πει σήκωσέ τον και κατά μία έννοια πάρ' τον... Σο, οι Ισραηλίτες έλεγαν «πάρ' τον, πάρ' τον και σταύρωσέ τον» και όχι «γρήγορα, γρήγορα σταύρωσέ τον», αλλά φαίνεται τό 'λεγαν με μεγάλη φούρια και έμεινε αλλιώτικα.

  1. Εδώ:
    Άρον άρον ο νέος εκλογικός νόμος - Προωθείται με ρυθμούς-εξπρές, για να μην υπάρξουν αντιδράσεις.

  2. Και μου λέει χτες το μωρό «Έλα ρε Κώστα από το σπίτι μου απόψε, που να τρέχουμε στα ξενοδοχεία, αφού ο βλάκας λείπει». Και πάω σπίτι της. Και τα κατεβάζω. Και μένει το μωρό με το στόμα ανοιχτό και τα μάτια γουρλωμένα. Και χαίρομαι που με θαυμάζει, τον τεράστιο, και της λέω «γουστάρεις μωρό μου;». Και ξεροκαταπίνει. Και μου λέει «Εμ... ναι βρε Κώστα μου, αλλά βασικά... γκχμ γκχμ, μου φάνηκε ότι άκουσα την πόρτα του γκαράζ». Και μου πέφτει μπαμ. Και μαζεύω τα βρακιά μου άρον άρον και στο τσακ την έκανα από την μπαλκονόπορτα.

Μαίρη Αρόνη (από allivegp, 06/08/09)Μαίρη Αρόνη (από allivegp, 06/08/09)Δίκη τζίζα σε πίνακα του 1880 (από johnblack, 06/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που αποτελεί τελευταίο μέσο αποφυγής ξερόλα που μονίμως σου την μπαίνει για το οτιδήποτε. Είναι φράση-τρόμος όλων των τύπων που ξεκινάνε να λένε την άποψή τους τώρα και τελειώνουν όταν εσύ έχεις κάνει δύο πακέτα μάρλμπορο, έχεις αποφασίσει πως δεν είναι η μάρκα σου και ανοίγεις το τρίτο κάμελ.

Δυστυχώς για να ενεργοποιηθεί πρέπει να συνοδεύεται και από την αντίστοιχη παραδοχή του τύπου που έχει παραγγείλει νεράκι για τον επικείμενο λόγο του του, «Σέβομαι την άποψή σου». Αν και αρχικά μόλις διαβάσει κανείς την παραπάνω πρόταση θα κουνήσει το κεφάλι μονολογώντας πως είναι αδύνατο να γίνει κάτι τέτοιο, πρέπει να το σκεφτεί ξανά. Συνήθως, για να δώσουν στον εαυτό τους κάποιο πρεστίζ πετούν αυτή τη πρόταση ως μέσο που με μιας τους χαρίζει χροιά ατόμου που ακούει και τις άλλες απόψεις.

Κατάλληλο τάιμινγκ για να πεις την παρακάτω ατάκα δεν υπάρχει. Για καλύτερα αποτελέσματα πάντως πρέπει να την ξεστομίσεις αμέσως μόλις ο συνομιλητής σου πει πως «σέβεται» την άποψή σου. Αν χάσεις την χρυσή ευκαιρία καραδοκείς για παύσεις για νερό (μόνο όταν πει κάτι «βαρύ και με σημασία» για να δώσει κύρος στα λεγόμενα του), παύσεις για ανάσα (ακόμη πιο σπάνιο) ή την ιερή στιγμή της ηρεμίας μετά τον οργασμό που σίγουρα θα φτάσει ταυτόχρονα με την κορύφωση του λόγου του.

  1. - Κοίτα να δεις, σέβομαι ότι είπες αλλά δεν πρέπει να κρίνεις την Νάντια τόσο άδικα. Αν τη δεις απλά σαν κομμάτι κρέας για σεξουαλική ικανοποίηση...

  2. (Αφού το μετρό της Θεσσαλονίκης έχει φτάσει στην Αριστοτέλους, αφού η Μαρία Σταματέρη έχει καταλάβει ότι είναι βάρος για την τηλεόραση και αφού προβληθούν 3 επεισόδια Κων/νου και Ελένης επανάληψη):
    - Εντάξει ρε Τάκη, άσε με να νομίζω ότι η Νάντια είναι καραμπάζο και κλείσ' το επιτέλους! Σώπα δάσκαλε, σώπα να ακούσουμε το πουλί...

Μπιλ Παπ: Άσε με να κάνω λάθος (από HODJAS, 22/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται σαν κοροϊδευτική απάντηση όταν κάποιος λέει υπερβολές ή/και ψέμματα. Δεν γνωρίζω την προέλευση της και δεν γνωρίζω αν έχει καμία σχέση με τον ποδοσφαιριστή Λυμπερόπουλο.

- Φίλε, που λες προχθές έπιασα ίσα με 15 τσιπούρες.
- Άσε ρε Λίμπε με το παραμύθι σου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ατάκα περίτεχνου ελιγμού και αποφυγής όταν ζητούνται εξηγήσεις.

Ειπώθηκε στα «Φτηνά Τσιγάρα» του Ρένου Χαραλαμπίδη, στην κορύφωση ενός επικού διαλόγου (βλέπε βίδεο). Όχι απλά δεν σου λέω, αλλά θα μείνεις και με την απορία τίστομπούτσο μπορεί να έκανα και σε προφυλάσσω μη λέγοντάς σου.

- Επ, Μήτσακλα!! Χτες σε είδα από μακρυά, σου φώναζα, αλλά στα παπάρια σου. Πού πήγαινες έτσι βιαστικός ρε συ;
- Άσε, μη μάθεις... θα μπλέξεις.

και το ντοκουμέντο...απλά σπεκτ... (από jesus, 26/09/08)κ ένα δεύτερο από την ίδια ταινία, έτσι για την επικούρα (από jesus, 26/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω κάποιον ασήκωτο σημαίνει ότι τον δέρνω πάρα πολύ, σε βαθμό να μην μπορεί να σηκωθεί, να μην μπορεί να πάρει τα πόδια του. Πρόκειται για μπαμπαδισμό, αλλά χρησιμοποιείται ευρέως και στις μέρες μας.

  1. Άσε, πιαστήκαμε στα χέρια με κάτι ΟΥΚάδες και μας κάνανε ασήκωτους.

  2. Τη βγήκε σε κάτι ψωμιά και τον έκαναν ασήκωτο.

(από electron, 21/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με την «κυριολεκτική» έννοια, είναι η μέρα που είναι όλα άσπρα, δηλαδή που έχει πέσει πολύ χιόνι και το έχει στρώσει.

- Άντε να ρίξει κανα χιόνι και στην Αθήνα να δούμε άσπρη μέρα!

Got a better definition? Add it!

Published

Είναι μια έκφραση που χρησιμοποιείται ως απάντηση σε κάποιον πρήχτη για ερωτήσεις που σχετίζονται με το φαγητό: «γιατί είναι έτσι; τι έχει μέσα;« κλπ.

- Ποπο ρε μάνα τι χάλια φαγητό έφτιαξες πάλι, τι έχει μέσα;
- Αυγό σκατό και λεμόνι. Σκάσε και φάε.

(από tribeklis, 24/02/11)προσπάθησα τη συνταγή... (από Τσακ εις την μέσην, 24/02/11)

Δες και γειώσεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρήμα passe partout, μπαλαντέρ, coca cola, πάει με όλα ένα πράμα, το οποίο είναι ιδιαίτερα χρήσιμο όταν ο δόκιμος όρος δε μας έρχεται λόγω ζάλης, άγχους, άγνοιας, μέθης κλπ. Είναι αλήθεια ότι ενίοτε χρησιμοποιείται αντί του γαμώ (ιδίως στη μορφή απαυτώνω), αλλά είναι κρίμα η πολυσχιδής και πολύπλευρη προσωπικότητα του να περιορισθεί μόνο εκεί. Πολλές φορές πάει πακέτο με το λίγο, είτε λόγω της μικρής χρονικής διάρκειας του αυτώματος, είτε λόγω του ελάχιστου κόπου που χρειάζεται για να επιτευχθεί.

  1. Αύτωσε λίγο το αυτό εκεί πέρα.

  2. Μπορείς να αυτώσεις λίγο το σεσουάρ σε παρακαλώ;

  3. Πάω να αυτώσω το λάστιχο κι έρχομαι.

  4. Έλα μανίτσα μου να σε αυτώσω λίγο.

  5. Πω πω, με αύτωσε το κρασί...

  6. Πρέπει να αυτώσω το ριπόρτ για τη Δευτέρα όπως και δήποτε γιατί θα με αυτώσεi ο μαλάκας πάλι.

  7. Να αυτώσω το μαντζαφλέρι εκείνο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελαφρώς περίπλοκη εικονοπλαστική-θρησκευτική-ιστορική έκφραση που απλούστατα σημαίνει: είχε τόση πολλή ζέστη το βράδυ που ο ιδρώτας μου έτρεχε ποτάμι και άφησε το αποτύπωμα του κορμιού μου στο σεντόνι.

Για την προέλευση της βλ. την υπόθεση της Ιεράς Σινδόνης.

- Ο καιρός μία έτσι μία γιουβέτσι, μας έχει πηδήξει. Δεν ξέρεις τι να βάλεις.
- Άστα κι εγώ κοιμάμαι με το μποξεράκι και ξυπνάω μες τη νύχτα τουρτουρίζοντας.
- Εγώ χθες έπαθα το αντίθετο: κοιμήθηκα με πυτζάμες και κουβέρτα και το πρωί ξύπνησα μουσκίδι. Άφησα την σκιά μου σαν τον εσταυρωμένο στο σεντόνι.

Φωτογραφία της Σινδόνης του Τορίνο, Βικιπαίδεια (από patsis, 18/05/09)Φωτογραφία της Σινδόνης του Τορίνο, λεπτομέρεια, επεξεργασμένη απεικόνιση (από patsis, 18/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξοργίζομαι σε τέτοιο βαθμό που με πιάνει μια υστερία, ένα παραλήρημα από φωνές, ουρλιαχτά και μπινελίκια χωρίς αυτοέλεγχο, με αποτέλεσμα η κατάστασή μου να θυμίζει, κυριολεκτικά ή καθ' υπερβολή, λυσσασμένο άνθρωπο με αφρούς στο στόμα.

- Φιλενάδα έκανα μαλακία...
- Μίλα τέκνον μου. Με το Γιάννη;
- Ναι, αλλά όχι γκομενικά και τέτοια. Θυμάσαι το λουκάνικο που έχει και στέκεται στην αποθήκη και μαζεύει σκόνες; Έβγαλα κι έπλυνα τις παραλλαγές του...
- Και;
- Αυτά τα φθηνοπράματα δεν ήταν για πλύσιμο τελικά... Ένα μάτσο κουρέλια έβγαλα από το πλυντήριο. Τα είδε και έβγαλε αφρούς. Το τι άκουσα... Καθόταν κι έκλαιγε για κάτι λοχιόσημα, για κάτι πέυ-μπουκ, ιστορικά εξοδόχαρτα και κάτι τέτοια ακαταλαβίστικα.
- Χαχα! Και δεν του είπες αυτό που λένε στα αγοράκια; «Μέχρι να πας φαντάρος θα γιάνει!». Χαχα!
- Ναι, παίξε με τον πόνο μας τώρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified