Further tags

Η αιφνίδια κατάληψη από ακατάσχετη διάρροια.

Προέρχεται ως προς την εικόνα, από τον παραλληλισμό σοκολατούχου γάλακτος γνωστής μάρκας και του χρώματος και υφής των κοπράνων του ατυχήσαντος.

Συνώνυμα: τσίρλα, τσιρλιπιπί, ζουμί, θόλωσα τα τζάμια, μου φύγανε με πίεση, τα γιόμισα, ευκοίλια, διάρροια, κόψιμο, μ' έχει κόψει, κλάνω φακές, με πήγε σερπαντίνα, έχω ασχημάτιστες κενώσεις.

Αγγλιστί: (I've got the) leak, runs. Ιταλιστί: Ho il cagotto
Ισπανιστί: Tengo la cagalera

- Ρε γαμώτο, δεν έφερα ν' αλλάξω ο μαλάκας, κι έμεινα με το μαγιό και στέγνωσε πάνω μου όλη μέρα.

- Ντάξει μωρέ, καλοκαιράκι είναι ...

- Τί ντάξει ρε παπάρα σου λέω, έχει βάλει και κρύο και μ' έχει πάει μίλκο απ' το πρωί. Έχει εδώ κάνα περίπτερο να πάρω καμιά κόκα-κόλα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά έκφραση του υποκόσμου και ήδη κοινότατης χρήσης: «Σε ξεγέλασα», «σ' έπιασα κορόιδο», «σε εκμεταλλεύθηκα», «σε νίκησα».

Αγνώστου ετύμου.

Συνώνυμα: «Σου την έστησα (τη μηχανή) », «σου την έσκασα» (βλ. στίχους «μέσα στου Μάνθου τον τεκέ»), «σου την κοπάνησα» (βλ. Κιτσάρας στέλνων το Ζήκο να πάει να δεί αν έρχεται, για να του φάει την καρέκλα), «σ' έπιασα κορόιδο / Κώτσο» κ.α.

Κλασικό παράδειγμα: «Τσικαμπούμ κι εγώ την έπεσα στη Βίκυ / σου την έφερα ρε κάλπικο ραδίκι (κ.τ.λ.)» από το τραγούδι «Τσικαμπούμ» του ομώνυμου δίσκου του Γιάννη Κούτρα.

-Ρε πώς γίνεται κι άλλαξε ο ρήγας θέση, αφού τον είχα δεί;
-Σου τη φέρανε ρε κορόιδο οι παπατζήδες, τρυκ είναι για να σου φάνε το εικοσάρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πίνω και μεθώ, ωχ αμάν. Πίνω αλκοόλ με σύστημα, με μεράκι, με σκοπό, με στόχο. Πίνω μερακλίδικα. Είμαι ψιλοαλκοόλα. Ή και τελειωμένος.

- Πού είναι ο Μάκης;
- Ε, στο μπαράκι και θα την πίνει, τι ρωτάς και συ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κωλώνω να κάνω κάτι.

Συνώνυμο του με πάει τσιλιό.

- Αίμα σε πάει να της πεις ότι έχει ωραία βυζόμπαλα.
- Χέζομαι, ρε μαλάκα.

Στο 2,20 η "κυριολεξία" (λέμε τώρα) (από Galadriel, 02/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει την απόγνωση, την υπερβολική κούραση, τη ζαλούρα. Λέγεται όταν είμαστε στα όρια της αντοχής, ψυχικής ή σωματικής.

  1. Πότε φτάνουμε, ρε μαλάκα; Τα'χω παίξει!

  2. Μαλάκα τελείωνε με το τηλέφωνο, θα τα παίξω!

  3. Τα 'παιξα με τη γκόμενα. Της λέω «Να κεράσω ένα ποτάκι;» και μου λέει: «Σπίτι σου ή σπίτι μου;»!

Παιγμένος (από panos1962, 05/11/09)

Βλ. και παίζω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νομίζω είναι προφανές τι ξύνει αυτός στον οποίον αναφέρεται η έκφραση, οπότε το προσπερνάμε...

Λέγεται για αρχιτεμπέλαρους, που αφοσιώνονται στο να μην κάνουν τίποτα ή στο να κάνουν κάτι αμφιβόλου σημαντικότητας και σημασίας.

Λέγεται τόσο για άντρες όσο και για γυναίκες, γιατί συχνό φαινόμενο αποτελεί η φαγούρα στο επίμαχο σημείο και στους δύο.

  1. -Βρήκε δουλειά ο αδερφός σου;
    -Σιγά μην έβρισκε... Αφού βαριέται που ζει ο άνθρωπος, κάθεται όλη μέρα σπίτι και το ξύνει και βαριέται να κουνήσει το δαχτυλάκι του ποδιού του.

  2. -Σταμάτα να το ξύνεις όλη μέρα στον υπολογιστή, βγες λίγο έξω, πήγαινε καμιά βόλτα...
    -Όχου, δε μας χέζεις ρε Νταλάρα!

Βλ. και ξύνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάποιος τρελάθηκε και θέλει ζουρλομανδύα. Ή όταν ένα μηχάνημα χαλάσει.

1 ) - Ααααα τον είδα ρε τον είδα σου λέω!
- Καλά, καλά, ηρέμησε, τι είδες;
- Τον Γκουζγκούνη να φοράει σκάφανδρο!
- Α καλααα ... αδελφή φέρε το σακάκι να φορέσουμε στον φίλο, τα έπαιξε εντελώς!

2) - Μάστρο-Πανοδύε, το μηχανάκι δεν δουλεύει καλά για άκου...
- Αχ παλουκαράκι μου τα έπαιξε το εργαλείο σου, πάει, πας για καινούργιο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έχω μεγάλη όρεξη για κάτι, το θέλω τόσο πολύ που είναι σαν να μου έχει ερεθιστεί το πέος μου (χυδαϊστί, πούτσος), να έχω καυλώσει για κάτι.

  1. Μάγκα μου, μου σηκώθηκε να φάω τώρα μια πίτσα, να!

  2. Επειδή εσένα, δηλαδή, σου σηκώθηκε να πας για κυνήγι, πρέπει και γω να τρέχω μαζί σου στα κατσάβραχα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που δηλώνει ότι με πειράζει κάποιος ή κάτι ή ότι με νευριάζει/εκνευρίζει/οργίζει κάποιο γεγονός ή άτομο.

  1. - Γιατί ρε συ μαλώσατε με τον Φρίξο;
    - Άσε ρε, πήγαινε και έλεγε μαλακίες για μένα πίσω από την πλάτη μου και την έκανα ψώνιο.

  2. Γιατί, ρε συ, δεν συμμάζεψες το σπίτι; Το ξέρεις ότι την κάνω ψώνιο όταν το βλέπω άνω-κάτω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πάει να πει οτι βρίσκομαι σε άσχημη κατάσταση, για την ακρίβεια τραγική. Τόσο άσχημη που το μόνο που μπορώ να κάνω πια είναι να κλάψω.

  1. - Ας υποθέσουμε οτι είσαι πάνω σε μηχανή, τρέχεις με 200, έτοιμος να μπεις στη στροφή και ξαφνικά! Σκάει το πίσω λάστιχο! Τι κάνεις;
    - Το κλαις!!!

  2. - Έμαθα ότι η Ελένη έμεινε έγκυος και δε ξέρει από ποιόν...
    - Ωχ...τότε το κλαίει.

  3. - ...και που λες δε κουβαλάγαμε πάνω μας ταυτότητες και μας πήραν στο τμήμα για εξακρίβωση. Πρέπει να μας είχαν για κάνα 4ωρο εκεί να περιμένουμε...Το κλάψαμε κανονικά και με τον νόμο δηλαδή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified