1. Η ταπεινή κολακεία, η δουλοπρέπεια.
    1. Το καλόπιασμα.
    2. Στον στρατό η κολακεία των ανωτέρων για εύνοια.
    3. Το μέσο. Κυρίως στην έκφραση έχω γλείψιμο.
    4. Το στοματικό σεξ.
    5. Στην auto/moto σλανγκ είναι το ξυστό πέρασμα, η ξυστή επαφή.
    6. Το ξυστό πέρασμα σφαίρας ή οβίδας.

α. Κάθε φορά που θέλει κάτι αρχίζει το γλείψιμο. β. Άρχισε το γλείψιμο, για να μη δώσω συνέχεια. γ. Άρχισε το γλείψιμο στον διοικητή, για να πάρει άδεια. δ. Έχει γλείψιμο τον διοικητή. ε. Είναι μαστόρισσα στο γλείψιμο. στ. Τα έχασε με το γλείψιμο που του έκανα στο φτερό και έκανε όλο δεξιά το τιμόνι. ζ. Το γλείψιμο στο αυτί του τού κόστισε για λίγες μέρες την ακοή του.

Got a better definition? Add it!

Published

Η φράση "κόβω φτερό" χρησιμοποιείται για κάποιον ο οποίος έχει ξεπεταχτεί απότομα! Πιο συγκεκριμένα, για να περιγράψει κάποιον που είχε καλή συμπεριφορά, αρχές κ.λπ. και τώρα έχει αρχίσει να παρεκκλίνει. Συνήθως, λέγεται για νέα αγόρια και κορίτσια που ξεφεύγουν σιγά - σιγά από τον έλεγχο της οικογένειάς τους και εκδηλώνουν μια πιο προκλητική συμπεριφορά.

- Είδες πώς κυκλοφορεί η Ελευθερία; Τι ρούχα είναι αυτά, αυτή ήταν μαζεμένη.
- Άσ' τα σου λέω, τον τελευταίο καιρό έχει κόψει φτερό!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μουτσέντζα ή αλλιώς μουτζέντζα (πληθ.: μουτσέντζες). Απότομη μετάπτωση της διάθεσης. Από το αγγλικό mood changes.

- Γιατί τόσο νταουνιασμένη η Σουλτάνα;
- Τίποτα μωρέ, της ήρθε περίοδος και την πιάσαν οι μουτσέντζες της.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα κράμα δυσάρεστου, άσχημου, αμήχανου, ανεπιθύμητου και περίεργου συναισθήματος, προσώπου ή κατάστασης. Παρόμοιο με το κρίντζ.(cringe)

Εμπνευσμένο από τη κ. Κατέλη στο 0:25

Έφτιαξα ένα κέικ για πρώτη φορά. Βγήκε πολύ πνίκει.

Ήπιε πολύ χθές βράδυ και ηταν εντελώς πνίκει.

Got a better definition? Add it!

Published