Κωδική ονομασία για τρία από τα προϊόντα για τα οποία φημίζεται η Μεσσηνjία, δηλαδή: σύκα, σταφίδες, σωματέμποροι.
Από Τρία Σίγμα, νταξ! Κάνουμε και εξαγωγές!
Κωδική ονομασία για τρία από τα προϊόντα για τα οποία φημίζεται η Μεσσηνjία, δηλαδή: σύκα, σταφίδες, σωματέμποροι.
Από Τρία Σίγμα, νταξ! Κάνουμε και εξαγωγές!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η λέξη περιγραφεί έναν καβγά/ σύγκρουση/ ρήξη που έχει ένα ή περισσότερα από τα παρακάτω χαρακτηριστικά:
Σε κάθε περίπτωση με τη λέξη μάλλον σχετικοποιούμε τη βαρύτητα του εν λόγω καβγά και βρίσκουμε και την ευκαιρία να κράξουμε τους συμμετέχοντες.
Βεβαίως, υπάρχουν και λιγότερο μεταφορικοί πουτανοκαβγάδες.
- Εμένα είχε βρίσει τύπε ! Και αυτές που πηδάω τις είπε βρωμομούνες! Λες να εννοούσε την Δέσποινα και έκανα 69!
-Eτσι και το μάθει η Δέσποινα θα γίνει μεγάλος πουτανοκαβγάς. (Μια πιο κυριολεκτική χρήση σε μπουρδελοφοράδα).
Η λέξη διασώζεται από τον Ηλία Πετρόπουλο στο Μπουρδέλο (Αθήνα, 1980).
Δες και γατοκαβγάς.
Got a better definition? Add it!
Πέραν του παραδοσιακού μάστορα που κατασκευάζει καλντερίμια στα Ορεινά Σέκλανα, υπάρχουν κι άλλες δυο μεγάλες κατηγορίες καλτεριμιτζήδωνε:
Α. Η αρσενική πόρνη
Βλ. καλντεριμιτζού, βεβαίως-βεβαίως.
- ΡΩΤΑΕΙ ΛΟΙΠΟΝ Ο ΦΙΛΟΣ «ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Ο ΓΙΩΡΓΟΣ;» ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΠΑΝΤΟΥΝ «ΜΕΤΑ ΤΙΣ 12μμ ΚΑΝΕΙ ΠΙΑΤΣΑ». ΟΠΟΤΕ ΞΑΝΑΡΩΤΑΕΙ Ο ΦΙΛΟΣ ΚΑΡΔIΤΣΙΩΤΗΣ «ΠΙΑΤΣΑ;ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΤΑΞΙΤΖΗΣ;» ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΠΑΝΤΟΥΝ "ΟΧΙ ΚΑΛΝΤΕΡΙΜΙΤΖΗΣ". (Φωνακλάς, εδώ)
Β. Φυλή κλεφτρονίων
Σύμφωνα με τον Ηλία Πετρόπουλο, οι καλτεριμιτζήδες είναι συνήθως ομορφόπαιδα με προσεγμένο (πλην μη κραυγαλέο) λουκ και καλούς τρόπους που σουλατσάρει όλη μέρα σέ τράπεζες, κτίρια γραφείων, προθαλάμους ιατρείων κλπ. προσποιούμενος τον πολυάσχολο επαγγελματία. Για ξεκάρφωμα συχνά κρατάει κι ένα χαρτοφύλακα.
- Ο Καλτεριμιτζής ξέρει να περιμένει την ευκαιρία. Και μόλις φανεί ή
ευκαιρία αρπάζει ό,τι είναι αφύλαχτο' αλλοτε εναν αναπτήρα, άλλοτε μιά τσάντα πού ακούμπησε μια κυρία πλάι στην θυρίδα κάποιου ταμείου, άλλοτε ένα μπιμπελό, άλλοτε μια τηλεφωνική συσκευή, ή, ενα πακέτο, ή, ενα λαχείο, ή, μιαν επιταγή, ή ένα τρανζίστορ.
(Ηλία Πετρόπουλου, "Εγχειρίδιον του Καλού Κλέφτη", Εκδ. Νεφέλη, 1979, σ. 37.)
Got a better definition? Add it!