Φράση που χρησιμοποιείται για να τονίσει κάποιο ταλέντο ανθρώπου μικρόσωμου/κοντού. Αντίστοιχο του μικρός στο μάτι....
«Μην τόνε βλέπεις έτσι τούτο τον κοντό, το μπόι που του λείπει το 'χει σε μυαλό...»
(Ρίτα Σακελλαρίου, Ο κοντός με τη γραβάτα)
Φράση που χρησιμοποιείται για να τονίσει κάποιο ταλέντο ανθρώπου μικρόσωμου/κοντού. Αντίστοιχο του μικρός στο μάτι....
«Μην τόνε βλέπεις έτσι τούτο τον κοντό, το μπόι που του λείπει το 'χει σε μυαλό...»
(Ρίτα Σακελλαρίου, Ο κοντός με τη γραβάτα)
Got a better definition? Add it!
Η λέξη νταγλαράς, ή νταγκλαράς, ετυμολογείται από την τούρκικη λέξη dοgli (ορεσείβιος), που προέρχεται από την επίσης τούρκικη λέξη dag (βουνό).
Η λέξη dag (βουνό), παραπέμπει σε πολύ ψηλό και άχαρο άνθρωπο (ταβανόσκουπα), ενώ η λέξη dogli (ορεσίβιος), παραπέμπει σε κάποιον που, ενώ μπορεί να ζει στην πόλη, εντούτοις άγεται και φέρεται λες και ζει στα βουνά, σαν ορεσίβιος (φέρεται άγαρμπα, άκομψα, ατσούμπαλα, δεν έχει λεπτούς τρόπους, κλπ).
Εκφέροντας λοιπόν τον όρο, αναφερόμαστε σε έναν πολύ ψηλό και άχαρο άνθρωπο, σε έναν κρεμανταλά.
Ο όρος, έχει αντίστοιχη σημασία με τη λέξη μαγκλαράς.
Τα σπεκια στον φίλο Hank που το ανέβασε στο Δ.Π. αλλά και στον φίλο baznr, που μου το είχε προτείνει τις προάλλες, εδώ.
Got a better definition? Add it!
Ανοιχτό πουκάμισο, καδένα ή χαϊμαλί να ξεχωρίζουν, ελαφρώς γυρισμένα τα μανίκια να φαίνεται η ρολογιά, υπερσιδερωμένο τζηνοειδές, μοκασίνι απαραιτήτως, χωρίς κάλτσα, άρωμα σε σκίζω μωρό μου, καγκουράμαξο, μπάτσικο κούρεμα με τζελ, υπέρ το δέον περιποιημένος γενικά. Πηδάει λαϊκά πινεζοπαστάκια ή ψηλά μπουζουκομούνια. Με τη μάνα όλα ωραία, είναι το παλικάρι της. Δεν είναι κακό παιδί, ούτε άσχημο, αλλά δεν έχει δική του προσωπικότητα. Επίσης δεν γαμάει καλά.
Ο λαϊκογάμητος από τον λαϊκό, διαφέρουν ως προς το ότι ο δεύτερος είναι ωθέντικ, ενώ ο πρώτος είναι απλώς μια εκφυλισμένη κόπια του. Και πιστεύω πως είναι λάθος το ότι η λέξη λαϊκός έχει καταλήξει να χαρακτηρίζει τον λαϊκογάμητο.
- Μα γιατί δεν σου αρέσει ο Στέλιος;
- Καλό παιδί μωρέ, αλλά λίγο λαϊκογάμητος...
Βλ. και λαϊκάτζα(ς), λάικα, η, καραλάικα, λαϊκουριά
Got a better definition? Add it!
Πρόκειται για μαύρη βαφή (FeSO4.7H2O), γνωστή και ως μελάνι μοναχών. Στην αρχαιότητα εκχειλιζόταν με εξάτμιση του νερού από σιδηρούχα εδάφη. Περισσότερα εδώ.
Η σλανγκική εφαρμογή της καραμπογιάς προέρχεται από την συνήθεια πολλών γερομπινέδων που (στην προσπάθεια τους να το παίξουν τζόβενοι) βάφουν το μαλλί με τρόπο που διακρίνεται δια γυμνού οφθαλμού από πέντε χιλιόμετρα μακριά. Η καραμπογιά θεωρείται λοιπόν αλληγορία κάθε χονδροειδούς απόπειρας συγκαλύψεως που βγάζει μάτι.
Εκ του Τουρκικού karaboya.
«Αρκετοί ξέρουμε καλά από πού πηγάζει το μένος του κ. τάδε. [...] δεν θα σχολιάσω την ηθελημένη οξύτητά του [...] τις εσκεμμένες αλλεπάλληλες ψευτιές του (και τις ψυχώσεις του) [...] από τότε που άρχισε να βάφει τα μαλλιά του με καραμπογιά και εγκατέλειψε τις αίθουσες διδασκαλίας για τα υψηλότερα βήματα, τους θώκους και το τηλεοπτικό γυαλί· από τότε που πέρασε στη βιομηχανία των “παιδευτικών” μπεστ σέλλερ [...] από τότε που προόδευσε για τα καλά στο κυνήγι των δημόσιων σχέσεων και “αξιωμάτων” [...] που ξέρει εξ ιδίων πόσους κώλους διδασκόντων, διοικητικών υπαλλήλων και φοιτητικών παρατάξεων χρειάστηκε να γλείψει, και επί πόσο καιρό, για να “αναδειχθεί”, με το ισχύον σύστημα πανεπιστημιακών “εκλογών”».
(Ξεκατίνιασμα υποψήφιου μέλος της Ακαδημίας από συνυποψήφιό του. Από εδώ)
- Ο κίνδυνος όμως δεν προέρχεται μόνο από αυτά τα «παιδιά» αλλά και από μια πληθώρα ήδη γερασμένων και καλά βολεμένων σε πανεπιστήμια, εταιρείες, δικηγορικά γραφεία και ΜΜΕ παλαιών ακροαριστερών που νομίζουν ότι η πολιτική στήριξη κάθε παραβατικότητας, ακόμα και της τρομοκρατίας (το διαπιστώσαμε και με τη 17Ν) βάφει την καρδιά τους νέα, όπως η καραμπογιά βάφει μαύρα τα γκρίζα τους μαλλιά. Οι ενδείξεις είναι πολλές. Περιλαμβάνουν ακόμα και την προβολή των κατάδικων της 17Ν που καλούνται να φωτίσουν τα γεγονότα με τη σοφία τους. Πώς να μη σκεφτείς τις οικογένειες των θυμάτων;
(από εδώ)
Got a better definition? Add it!
O τίγκας, ο γυμνασμένος όσο δεν πάει. Πρέπει να υπάρχει κάποιο φροϋδικό σλιπάκι-τριπάκι ανάμεσα στο χέσιμο, στα λεφτά και στο μπόντι μπίλντιγκ. Δεν είναι τυχαίο ότι εκφράσεις όπως χέζομαι, είμαι σφιχτός, σφίχτερμαν, σφιχτοκώλης, τα χρησιμοποιούμε και για τα τρία.
Πηγή: Ιησούς.
Ήταν χεσμένος στα Ευρώ, τώρα τα ξόδεψε όλα για να γίνει χεσμένος.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Επίσης για υπερμέγεθες πέος!!!
2 φίλες μεταξύ τους:
- Καλά... πες μου ότι εχτές πηδήχτηκες με το Νίκο!!!
- Ναιιιιιιιιι!!!... σου λέω έσπασε το κρεβάτι!!!
- Από εργαλείο τι λέει;
- Σου μιλάω για μεγάάάάάλη κουμούτσα!!!!!!!
- Πωωωωωωωωω.................
βλ. και γκουμούτσα
Got a better definition? Add it!
Το να είναι κάποιος λαϊκός, όχι με την καλή έννοια, όπως ο «λαϊκός» του Χαλικού, αλλά με την κακή, δηλαδή μπασκλασαρία, χυδαιότητα, χαμηλής υποστάθμης.
Σύγκρινε: γκλαμουριά, η, κλασσικούρα.
Άσμα:
Πού είναι ο Βάγκνερ που είναι ο Πουτσίνι
κανένας πια δεν έχει μείνει
μονάχα εσύ μου μένεις μόνο
γλυκιά μου αγάπη στο δηλώνω
μόνο εσύ
solo tu
Κοίταξε του κόσμου
το τέλος πια χαράζει
και η νεολαία μόνο μαστουριάζει
κοίταξε αγάπη μου
ρίξε μια ματιά
όλα τα ισοπέδωσε η λαϊκουριά.
Που είναι ο Βάγκνερ
που είναι ο Πουτσίνι
μονάχα εσύ μου μένεις μόνο
γλυκιά μου αγάπη στο δηλώνω
μόνο εσύ
solo tu
Κοίταξε τι γίνεται μες' την κοινωνία
όλοι στροβιλίζονται στην ανωμαλία
κοίταξε αγάπη μου ρίξε μια ματιά
όλοι οι διαπλεκόμενοι
μεσ' στη λαμογιά
βλ. και λάικα, η, λαϊκογάμητος, λαϊκάτζα(ς), λάικα, η, καραλάικα, λαϊκουριά
Got a better definition? Add it!
Το λέμε για όποιον έχει κορμί σαν τον Απόλλωνα, λ.χ. αυτόν στην Ολυμπία, αλλά πιο πολύ ειρωνικά για όποιον έχει κορμί Σάτυρου.
Με άλλα λόγια, για όποιον έχει σμιλεμένο αλαβάστρινο πραξιτελικό σώμα ή μάλλον το ακριβώς αντίθετο. Όταν τον βλέπουμε, του λέμε: - Μα ποιος είσαι ρε μεγάλε; Ο Σίνης ο Πιτυοκάμπτης;
Στίχοι: Ημισκούμπρια
Μουσική: Ημισκούμπρια
Έφτασε ο Μάιος εμπρός βήμα ταχύ
κορμάρες να πετάξουμε γυμνές στην εξοχη
Να τώρα που κοιτάζομαι μπροστά εις τον καθράφτη
βλέπω κατι τραγικό, το ηθικό μου πέφτει
Κάπου τα χα δει θυμάμαι με σουσουάμι
ήτανε στο φούρνο τα πουλούσαν με το δράμι
Λαχταριστά ψωμάκια ζεστά και τραγανά
μα πάνω στην κορμάρα μου φαντάζαν τραγικά
Για να γλυτώσω φίλε απ' αυτόν τον πανικό
ξανά στο γυμναστήριο σε πρόγραμμα γοργό
Όταν μπήκα μέσα με ύφος Ηρακλή
και με το μαλλί του Βιντιάδη Μεγακλή
τα άτομα τα παίξαν, τ' άτομα ψαρώσαν
και αμέσως πιο πολλά βάρητα σηκώσαν
γιατι ήμουν ενας σφίχτης νιντζάτος τρομερός
Το γυμναστήριο είναι ένας χώρος ιερός
Η γυμνάστρια σαν ήρθε η σούπερ υπεργκόμενα
άκουσα απ' αυτήν τα εξής λεγόμενα
«Καλή σας μέρα κύριοι, ήρθατε να γραφτείτε
μα το κορμί σας για να δω θα πρέπει να γδυθείτε»
Και γδύθηκε ο παίδαρος να αναπτερωθεί
μα με το πρώτο λίκνισμα είχα ξελιγωθεί
Και εγώ με μια ένεση θα παίξω με τα χέρια
στήθος, πόδια, πλάτη, θα καταπιώ μαχαίρια
Γιατί είμαι ο Σβαρτζενέγκερ, γιατί είμαι ο Συλβέστρος
και τρώω τον τουιτισμό γιατί είμαι ένας μαέστρος
Σαν μπήκα μες την αίθουσα τα μπράτσα μου να σφίξω
μόλις κοίταξα καλά μου ήρθε ευθύς να βήξω
και πήρα καραμέλα, το φίλο του ψαρά
γιατί μπροστά μου είδα το φίλο Μιθριδά («Αν ει!»)
-«Τι κάνεις εδώ πέρα;» του είπα με τρομάρα
-«Ήρθα να γυμνάσω...»
Ρεφραιν:
Την Απολλώνια κορμάρα («Τι κορμάρα είναι αυτή»)
Την Απολλώνια κορμάρα («αχ θα πάω ν' αυτοκτονή»)
Την Απολλώνια κορμάρα («δεν έχει ουτε μπιμπίκια»)
Την Απολλώνια κορμάρα («διαθέτει και ποντίκια»)
Το ξέρω οτι είσαι σφίχτης, το ξέρω οτι είσαι strong
και τραβάς τα ζόρια άμα λάχει all night long
Κι εγώ είμαι ένας σφίχτης με τέλειο κορμί
τραβώ την τροχαλία με δύναμη και ορμή
Όλοι μες το gym τους μύες μου χαζεύουν
και από τη λύπη τους τσάρλεστον χορεύουν
γιατι είμαι ο καλύτερος και έχω και γραμμώσεις
Αγόρασα καμπριολέ πληρώνω και τις δόσεις
Κι έχω κάμποσες ξανθές που όλο για 'μένα κλαίνε
Χαϊδεύοντας το στήθος μου συνέχεια μου λένε
«Αγόρι μου, η κορμάρα σου με έκανε κουρέλι
Θα ανέβω στο τραπέζι να χορέψω τσιφτετέλι
Μανάρι μου, στολίδι, λεβέντη μου κι αλήτη,
άσε με να σου κόψω τις τρίχες απ'τη μύτη»
Τα κορίτσια με ποθούν και εγώ όλο τους τάζω
γιατί έχω προσόντα σαν το Σπύρο το Μπουρνάζο
Τραβωώ τα ζοριλίκια για πέντε-έξι ώρες
και όλοι οι τριγύρω κοιμούνται σε αιώρες
Ο τσλεκερε-Τσαν Τσουμ Τσίμπλερ μύγα είναι μπροστά μου
Σηκώνω και κιλά που δεν αντέχουν τα οστά μου
Κουτιά οι πρωτεϊνες που καταναλώνω
Το hell of a body το αναστηλώνω
Κι έτσι εδώ που βρίσκομαι και χτίζω το κορμί
μα όχι με μπετά, ωσάν το μπετατζή
θα γίνω υποψήφιος και φίλε μη γελάς
Εμένα θα εκλέξουνε για Μίστερ της Ελλάς
-«Αλήθεια Μιθριδάτη;»
-Ησύχασε, μωρό μου
Εσένα δε σ'αφήνω, μα έχω το σκοπό μου
γιατι είμαι ένα σώμα με μύωνες γεμάτο
Τις πόζες σαν αρχίσω θα πέσουν όλοι κάτω
Θα βγαίνω σε περιοδικά, θα σφίγγω ποντικάρες
να λιώνουν σα με βλέπουν όλες οι γυναικάρες
Θα γίνω Λου Φερίνιο με το μακρύ μαλλί
και ας μην έχω τίποτα μέσα στην κεφαλή
Τώρα που με άκουσες, τα ζοριλίκια βάρα
Θα κάνω σα γλυπτό...
Got a better definition? Add it!
Όπως το λέει και ο συνδυασμός λέξεων κρεμαστάρια είναι τα β(υ)ζ(ι)ά που είναι τεράστια (μαστάρια), αλλά λόγω της βαρύτητας κρέμονται (χρειάζεται να γράψω κρέμα;).
Βρίσκονται κυρίως στα μιλφέιγ και στα τζιλφέιγ, αλλά δεν είναι απίθανο να δείτε και σε νεαρότερες ηλικίες.
Απαραίτητα επιπλέον χαρακτηριστικά είναι η καμπουρίτσα λόγω του βάρους που πρέπει να σηκωθεί, οι στηθόδεσμοι με γάντζους τόσο μεγάλους και ισχυρούς πίσω που φαίνονται από κάτω από τη μπλούζα, λιγούρια που περιφέρονται γύρω από την κρεμασταρού και δέκα λίτρα σάλιο στο έδαφος.
Από τα ακριβώς παραπάνω γίνεται φανερό ότι τα κρεμαστάρια δεν είναι απαραίτητα αντιαισθητικά, αν και τις περισσότερες φορές είναι, γιατί υπάρχει και η νοοτροπία του όσο περισσότερο βυζί τόσο το καλύτερο. Οπότε το ότι δεν είναι στητά δεν αποτελεί πρόβλημα γιατί το συγκριτικό (κατά Ρικάρντο) πλεονέκτημά τους είναι στο μέγεθος. Νταβάι.
(Δύο φίλοι συζητούν)
Φίλος Α: Την είδες την γκόμενα του Τάκη; Αστέρι φίλε (Β).
Φίλος Β: Σιγά μωρέ, τα είδες τα βυζιά της; Μέχρι το πάτωμα φτάνουν τα κρεμαστάρια της.
Φίλος Α: Όχι φίλε (Β), όσα δε φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια.
Φίλος Β: Με είπες αλεπού ή δεν κατάλαβες τη λέξη;

Got a better definition? Add it!
Απαξιωτική περιγραφή για κάποιον που την έχει δει και καλά και θέλει να μας πουλήσει υφάκι («πού πας ορέ Καραμήτρο») ενώ στην ουσία πρόκειται για έναν παρακατιανέουρα μπαδεαμέα του γλυκού νερού που όσο και να φτιαχτεί θα μείνει κάγκουρας. Συνώνυμο του «Μαγκιά, κλανιά κι εξάτμιση», δηλώνει ότι κατέχουμε το εν λόγω θρασύ ατομάκι σαν κάλπικη δεκάρα, και όσο και να κουνηθεί, δε φτουράει σε τα μας.
Καλά, μιλάμε, το θυμάσαι το χθεσινό τσουτσέκι για ΑΜίτη που μας τα έκανε τσουρέκια στην Πύλη μέχρι να μας αφήσει να βγούμε; Τον είδα στο κλάμπι εξοδούχο, γυαλί μαλλί και παντελόνι Lee, αλλά τί να λέει - χόρευε κάτι σαν μεταξύ προσοχής και ημιανάπαυσης και δε σταύρωσε όλο το βράδυ ούτε θηλυκή αγελάδα. Κηδεία σκέτη.
Δες και το μαλλί, γυαλί και παντελόνι Lee
Got a better definition? Add it!