Γυναίκα κοντή, χοντρή, κακοσούλουπη, δυσκίνητη, μεγάλο βυζί και φαρδειά πλάτη, μαλλί κομμωτηρί, χρυσαφικό, όχι ωραία, ψευτο-επιβλητική και ψευτο-συναισθηματική, της γειτονιάς, τσαντάκι λαϊκής με χρυσό αλυσιδάκι, περί τα πενήντα - εξήντα, που όλα τα ξέρει και όλα τα κανονίζει. Μη σου τύχει. Το είδος εντοπίζεται σε βαφτίσια, γάμους, κηδείες, εκδηλώσεις, κλπ.

- Τι ήθελα και πήγα στα βαφτίσια, πλακώσανε όλες οι θειόκες και με αρχίσανε στα «Σειρά σου τώρα να κάνεις κάνα παιδάκι, άντε μπράβο!»

βλ. και θείτσα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αντρογυναίκα, συνήθως αρρενωπή, ψηλή και υπέρβαρη. Μερικές φορές χρησιμοποιείται για την τσαούσα, δυναμική γκόμενα, που πιάνει τον ταύρο απ' τ' αρχίδια, γυμνασμένη, αθλήτρια.

Αρχετυπικές νταρντάνες είναι οι χωριανές που περνάνε τη μέρα στα χωράφια σκάβοντας και που παρότι έχουν 5 παιδιά, λόγω τρόπου ζωής δεν ασχολούνται με τη θηλυκότητά τους.

- Ρε ο Κώστας τα έφτιαξε με μπασκετμπολίστρια. Μια νταρντάνα μαλάκα, δίμετρη.
- Σοβαρά; Είναι καλή γκόμενα, ή του βγήκε «μητσάρας»;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μικρή, προκλητικά ντυμένη, σε συνδυασμό με σνομπισμό, λαγνεία και πουτανιά, η μικρή ψώλα χαϊδευτικά.

- Κοίτα κάτι ψωλίτσες που βγήκαν από το φροντιστήριο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η άσχημη γυναίκα. Συνώνυμα: μπουρούχα, μουφλόζα, πατόζα.

- Δυστυχώς όλες οι φίλες της αδερφής μου είναι τελείως χαμούρες: δε βλέπονται με τίποτα!

Αστοδγιάλο από δω χαμούρα που να μη σώσεις. (από Galadriel, 01/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πολύ όμορφη, η εντυπωσιακή μελαχρινή γυναίκα.

Χτες στο πάρτι του Γιώργου, γνώρισα την ξαδέρφη του, ένα μελανούρι να το δεις να ζαλιστείς!

(από joe909, 19/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναίκα με ωραίο σώμα, χωρίς απαραίτητα να 'ναι και όμορφη. Γενικά δηλώνει γυναίκα που είναι ό,τι πρέπει για κρεβάτι.

Συνώνυμα: τούμπανο.

- Δες την αυτήν που περνάει. Δες σωματάρα, αν και από φάτσα δεν λέει και πολλά.
- Ωραίο σκυλί ρε.

Κυριολεκτικό σκυλί, μεταφορική πούτσα. (από patsis, 02/05/10)(από Vrastaman, 24/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η νεαρή σε ηλικία κοπέλα, όμορφη και προκλητική, δεν περνάει ποτέ απαρατήρητη.

- Κοίτα την μουνίτσα στο διπλανό τραπέζι! Όλο χαμόγελο και νάζι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα που δεν έχει απλώς μεγάλο στήθος αλλά παραπέμπει με το ντύσιμό της σε σεξουαλικές φαντασιώσεις επ' αυτού.

- Μια ζωή ο Χάρης πρέπει να κυκλοφορεί με μια βυζού!
- Εμ πώς αλλιώς να τον προσέξουν...

Δεν ξέρω να μαγειρεύω.  (από Galadriel, 16/02/09)(από electron, 23/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή που έχει πλούσιο στήθος αλλά δεν είναι απαραιτήτως προκλητική, όμορφη ή νέα γυναίκα.

- Ποτέ δεν μου άρεσαν οι βυζαρούδες, λες να έχω πρόβλημα;

λύση στο πρόβλημα (από xalikoutis, 31/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά λέξη που δηλώνει πολύ άσχημη γυναίκα. Από την φόλα, το δηλητήριο.

- Τι φόλα αυτή η καινούργια!
- Έλα μωρέ, καλή κοπέλα είναι, τι να κάνουμε, δεν μπορεί να είναι όλες μουνάρες..
- Μπα, τι σ' έπιασε εσένα τώρα ; Δε νομίζω να την γουστάρεις;
- ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified