Further tags

Το πέος, ειδικά όταν είναι μεγάλου μεγέθους.

- Σου λέω διαγραφόταν καθαρά η κρεατόβεργά του, χρυσή μου!

Βέργα (από GATZMAN, 03/02/09)Γυναίκα πάει να ευνουχήσει τσοχανταραίο που της αρπαξε την κόρη της για παστάκι (από GATZMAN, 03/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αντρικό γενετικό μόριο. Συνήθως λέγεται για να δείξει υπερβολή ώς προς το μέγεθος.

- Πάω τη μαλαπέρδα μου στη γυναίκα σου να απλώσει τις κουβέρτες, ρε καραγκιόζη...

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η άσχημη γυναίκα.

α. (www.petrakas.gr) -...Φωνάρα, αλλά η μούρη της έχει μία αρρενωπότητα, σαν τραβέλι ένα πράγμα...
β. (www.infobeto.com) -M'αυτήν είναι παντρεμένος ; Ρε εσύ, αυτή είναι σα τραβέλι...

%

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γυναικείο σώβρακο τύπου string που φαίνεται περισσότερο απ' όσο πρακτικά χρειάζεται.

- Κοίτα κοίτα τη σερβιτόρα! Τι στρινγκαδούρα είναι αυτή ρε...

(από Khan, 18/05/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χαμηλών στάνταρ γενικά μεν, άξιος γαμησιού δε.

- Η γκόμενα δεν είναι καν γαμήσιμη φίλε... δεν είναι ΚΑΝ γαμήσιμη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αβυσσαλέο ντεκολτέ φερόμενο προκλητικότατα από αντίστοιχα προικισμένη γυναίκα. Γνωστό και ως χαράδρα. Προκαλεί συμπτώματα ιλίγγου παραπλήσια μέθης.

- Παραλίγο να πέσω στο βυζολάκκο.
- Κώστα πρόσεχε τη χαράδρα!

(από Khan, 27/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καλλίγραμμος, μικρού σχετικά μεγέθους κώλος. Το κωλαράκι.

Κοίτα τώρα που σκύβει! Τι κωλυθρίνι είν' αυτό μάνα μ'!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κυκλικό σημείο γύρω από την θηλή της γυναίκας.

- Ωραία γκόμενα, αλλά είχε μεγάλο γυροβιζιόν και της χαλούσε το στήθος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ευμέγεθες πέος, συνώνυμο με τη λέξη κρεατόβεργα.

- Και ενώ οι υπόλοιποι κολυμπούσαν, ξαφνικά ο Μάρκος έσκασε μύτη από τη σκηνή κραδαίνοντας το κρεατομάτσουκο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κορίτσι στην εφηβεία.

Σοβαρέψου, είσαι κοτζάμ μαλλιαρομούνα, μεγάλωσες πια.

%

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified