Ο κυριολεκτικός ορισμός είναι «βρικόλακας». Η λέξη είναι ποντιακή, και σημαίνει μεταφορικά «ξενύχτης». Μπορεί επίσης να χαρακτηρίσει και κάποιον που έχουν κοκκινίσει τα μάτια του για διάφορους λόγους.

Η λέξη πιθανόν να είναι τούρκικη.

Ο τεμέτερον παιδάς άμον το χοτλάχ έρθεν οψές...

Δες ακόμη: σερίφης, χτεσινός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαλικούτες ήταν ομάδες Βορειοαφρικανών κυρίως από Λιβύη, που ήρθαν στην Κρήτη κατά τον 18ο αι. και αποτελούσαν την πιο φτωχή και εξαθλιωμένη τάξη των μουσουλμάνων του νησιού. Η λέξη προέρχεται από το αραβικό χαλκ, που σημαίνει λαός και συνεκδοχικά σημαίνει λαουτζίκος, πλέμπα. Στην κρητική διάλεκτο έχει την έννοια του παρία, του βρωμιάρη του σιχαμένου παρόμοια με την βρισιά της κοινής Νέας Ελληνικής «τουρκόγυφτος».

Για τους παλαιότερους ήταν σοβαρή βρισιά.

Επήγανε για μπάνιο στη θάλασσα και γινήκανε σα τζι χαλικούτηδες....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για τροφαντά κορίτσια ή αγόρια που έχουν ντυθεί είτε περίεργα είτε προκλητικά.

Μα καλά, δεν κοιτάχτηκε στον καθρέπτη ο Κώστας... σα φτσι είναι....!!!! Πού να έρθουν και τα καρναβάλια δηλαδή...

(από Ladysapia, 27/08/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά τη διαδικασία του γδαρσίματος ενός ζώου, χρησιμοποιείται από τον γδάρτη ένα καλάμι (μασούρι), το οποίο περνά στο πίσω πόδι του σφάγιου για να το φουσκώσει, διαχωρίζοντας το δέρμα από το κρέας. Μετά είναι πιο εύκολο να αφαιρέσει την προβιά.

Είναι μία διαδικασία γδαρσίματος κατά την οποία το σφάγιο σχεδόν διπλασιάζεται σε όγκο, οπότε μεταφορικά όταν κάποιος παχύνει απότομα ακούει την εν λόγω φράση.

Συνέχεια της στιχομυθίας του Λιλιάμτη με το συμμαθητή του από το χτενίζω τις κωλότριχες:
- Καλά ρε φιλαράκι πως φούσκωσες έτσι;
- Ε, να τρώμε λιγάκι παραπάνω (λες και τρώνε 2 μαζί)...
- Τι λιγάκι που είσαι σα να σε φούσκωσαν με το μασούρι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Περιοχή στην Άνω Πόλη, Θεσσαλονίκη.

  2. Αναφέρεται όταν κάποιος είναι ντυμένος κυριλέ, σένια, αλλά με γύφτικο τρόπο. Βασικά, η λέξη είναι slang της δεκαετίας του '70 κυρίως (κάτι σαν τον κάγκουρα των seventies).

...ήμασταν έξω απ'τη disco κι έσκασε ένα τσινάρι. Καλά, πού πήγαινε να μπει έτσι στο μαγαζί;

...κι έρχεται ένα τσινάρι κοστουμάτο, τσοσμπά* πρέπει να 'τανε.... (Ζόρζ Πιλαλί)

  • τσοσμπά = μπάτσος στα ποδανά

Καφέ-ουζερί "Τσινάρι" στο Τσινάρι (από poniroskylo, 19/11/10)Η ταμπέλα του παραπλεύρως (από poniroskylo, 19/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι κορόιδευαν οι Ροδίτες τους εσωτερικούς μετανάστες από την Σύμη οι οποίοι φαίνεται ότι, λόγω της έλειψης νερού στο άνυδρο νησί τους, δεν έπλεναν τα μούτρα τους και κυκλοφορούσαν με τις τσίμπλες στα μάτια.

- Αϊ πλύσου, ρε τσιμπλιάρη Συμιακέ... μην κάνεις οικονομία στο νερό... στη Ρόδο είσαι, όχι στο ξερονήσι σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο άπλυτος που φοράει λερωμένα ρούχα.

Είναι, φυσικά, υπαρκτό πρόσωπο που έζησε στα Χανιά. Ο Τιρτιράκης ήταν ένας καθυστερημένος και πονηρός «πολυτεχνίτης». Δεν είχε συγκεκριμένο επάγγελμα, αλλά καταγινόταν με ο,τιδήποτε κι αν του ζητούσες και το έπαιζε ειδικός, χωρίς να έχει φυσικά ιδέα. Π.χ. του ειχε ζητήσει μια γυναίκα να της βάψει τα υπνοδωμάτια. Αυτός πήρε τη μπογιά και έβαψε απο τους τοίχους και τα πλακάκια μέχρι τις πρίζες και τις ντουλάπες. Επίσης, έβαψε και το μηχανάκι του με μπλε μπογιά για να δείξει πόσο καλός φανοποιός είναι (είχε βάψει μέχρι και τα φανάρια).

Φυσικά, πάντα είναι άνεργος και τον περιποιούνται μόνο όσοι τον λυπούνται ή του λένε π.χ. να συμμαζέψει κάποια παλιά αποθήκη και τον πληρώνουν (αν δεν κάνει καμιά καταστροφή) και του δίνουν ό,τι παλιό θέλει από μέσα.

Έμεινε γνωστός για την υποψηφιότητα του για δήμαρχος των Χανίων, με σκοπό μόλις βγει να δώσει χρήματα στον κόσμο. Όλοι τον είχαν πάρει στην πλάκα και του φώναζαν στο δρόμο «Γεια σου πρόεδρε». Ο άνθρωπος πίστεψε τα λόγια των συμπολιτών του και θεωρούσε πως είναι ο νέος δήμαρχος τον Χανίων. Όπως ήταν φυσικό, πήρε μόνο ελάχιστες ψήφους (τον ψήφισαν ορισμένοι αντί λευκού). Την επόμενη των εκλογών όσοι των ρωτούσαν «Πρόεδρε, τι έγινε; Γιατί δεν βγήκες;» έπαιρνε την απάντηση «Άσε άσε... Είμαι πολύ απογοητευμένος... Μπερδευτήκανε οι ψηφοφόροι μου και αντί για να βάλουν σταυρό στο όνομα Τιρτιράκης έβαλαν στο Βυρβιδάκης... Μου φάγανε τους ψηφοφόρους!»

Στις μέρες μας θα τον δεις καβάλα στο μηχανάκι του να κάνει βόλτες στα Χανιά, φορώντας πάντα λερωμένα ρούχα και καλημερίζοντας όποιον δει μπροστά του.

Από πότε έχεις να κάνεις μπάνιο ρε τιρτιρή;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εναλλακτικός (καλαματιανός) τρόπος να αποκαλέσει κανείς την πολύ όμορφη γυναίκα μικρής σχετικά ηλικίας. Συνώνυμες λέξεις: γκομενάκι, πατουράκι, τσουλάκι.

-Πολλά τζα το μαγαζί ρε φίλε ε;
-Τσι πουτάνας γίνεται. Για πολύ γκότζα κολίτζα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κυριλέ φλώρος που προσέχει σε ακραίο βαθμό την εμφάνισή του και την γυαλάδα των προσωπικών του αντικειμένων. Σχετικό με το τσινάρι. Στην Θεσσαλονίκη παραδοσιακό στέκι των τζίντζηδων είναι πολύ γνωστό καφέ απέναντι από την Μητρόπολη. Η προέλευση της λέξης αγνοείται.

Χα! Δες τον τζίντζη που έσκασε με τα γυαλιστερά του τα ρουχαλάκια. Μα τι φλώρος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος άσχημης σαύρας.

Είναι η μούρη της σα σκουτρινέλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified