- Το παπούτσι που φοράει ο νεκρός στο τελευταίο του ταξίδι.
- Το πολύ κλασσικό μαύρο παπούτσι (περιφρονητικά).
Ρε μαλάκα τί νεκροπάπουτσο είναι αυτό που πήρες; Τέτοια φόραγε ο παππούς μου στο κουτί.
Ρε μαλάκα τί νεκροπάπουτσο είναι αυτό που πήρες; Τέτοια φόραγε ο παππούς μου στο κουτί.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το γυναικείο πράμα μαζί με όλη την γύρω περιοχή. Πιθανόν λόγω τριχοφυΐας. Το ηβαίο.
(βλ. και «γατάκι», αλλά καλύτερα βλέπε το μύδι).
Ρε μαλάκα είχε ένα γατί η γκόμενα, και αχτένιστο μιλάμε.
Μπορεί να σχετίζεται με: τριχοφοβία. Να μην συγχέεται με: γάτα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Υποτιμητικός χαρακτηρισμός, για να πούμε ότι κάτι είναι άλλα αντ΄άλλων, παλιά τεχνολογία, ή για τα μπάζα.
-Η Αϊντχόφεν τι θα κάτσει το βράδυ;
-Πάλι στοίχημα Ολλανδία παίζεις. Αφού ξέρεις ότι πιο ουαγκαντούγκικο πρωτάθλημα δεν υπάρχει!
Βλ. και αντάβαλος
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το όργανο με το οποίο γίνεται η απόσταξη ενός υγρού, ο αποστακτήρας.
Μεταφορικά, ο,τιδήποτε είναι τόσο καθαρό, ώστε να λάμπει.
Ετυμολογία: λαμπίκος = αντιδάνειο < ιταλικό lambicco < αραβικό al-ambiq < αρχαίο ελληνικό άμβιξ = αποστακτήρας. Η δεύτερη έννοια είναι παρετυμολογική επίδραση από το «λάμπω».
Ασίστ: acg.
Λαμπίκος για το οινόπνευμα.
Σφουγγάρισε το πάτωμα και το έκανε λαμπίκο!
Λαμπίκο του τον έκανε τον πούτσο του μπαρμπα-Μπρίλιου ο Πέρι. Σωστός νοικοκύρης!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η κοιλιά, ειδικά η πατσοκοιλιά. Από το σχήμα που είχαν οι παλιές ψωμιέρες. Τώρα το έχουμε κόψει τελείως το ψωμί.
(Από οπλοφόρο: )
Φύγε παλιόπουστα, μη σου ανοίξω τίποτα κουμπότρυπες στην ψωμιέρα...
Σχετικά λήμματα: πατσοκοίλια, πατσοκοιλιάς, σκεμπές, μπάκα, βούζος, μπυροκοιλιά, η, σαπιοκοιλιάς, βοθροκοίλης
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Τα μεγάλα, μπαλκονάτα, σφριγηλά και ιβηρικά βυζιά. Εκ του γαλλικού σλανγκ, les doudounes.
Ο δρόμος μ’ έβγαλε τυχαία
στου «Μαξ, Ανδρικαί Κομμώσεις»
μπήκα να σενιάρω σβέρκο
και να στρώσω μαλλί.
Έπεσα σε ένα σκυλί
μια σαμπουανού
Που μ' έστειλε αλλού
με το παγανιστικό της κάλλος
και τα σαπουνόχερά της.
Μού έσκυψε και άτσα της
δυο ντουντούνια
σαν ροζ ραχάτ λουκούμια
αναπήδησαν στον σβέρκο μου
μπουμ-μπουμ
Θυμήθηκα την κόρη του Χαλίφη
την χιλιοστή δευτέρα βραδιά
και ένιωσα την άκρη του σουγιά
να μου τρυπάει την καρδία.
Της είπα «Μωράκι σε βγάζω απόψε, οκέϊ;»
πρώτα χαμογέλασε με λόξυγκα και μετά
κάτω από τον σιρόκο του σεσουάρ που καίει
το μικρό άφησε να πεταχτεί
«θέλω»
(Serge Gainsbourg, Chez Max Coiffeur Pour Hommes)
Got a better definition? Add it!
Είναι το πολύ κολλητό τζιν παντελόνι. Ήταν πολύ της μόδας στα 80s και συνδέθηκε άρρηκτα με την ενδυματολογική άποψη του heavy metal και ιδιαίτερα του thrash (σε στάνταρ συνδυασμό με αθλητικό μποτάκι). Ακόμα φοριέται από μεταλλάδες νοσταλγούς των χρυσών μέταλ 80s ή ακόμα και από μεταλλάδες πουρέιντζερς που έζησαν οι ίδιοι τα 80s και με κάποιον ανεξήγητο τρόπο έχουν καταφέρει να παγώσουν τον χρόνο πριν την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού.
Γενικότερα πάντως, σωλήνες λέγονται στον χώρο της μόδας τα κολλητά παντελόνια κάθε είδους (ακόμα και τα mainstream και haute couture - τυμβωρυχία και ιεροσυλία!)
(Από εδώ)
«Στο μεταλλάδικο δεν μπορείς να πάς αν δεν έχεις μακρύ μαλλί και παντελόνι σωλήνα με περασμένη αλυσιδίτσα για τα κλειδιά. Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να σας ενημερώσω ότι η αλυσίδα δεν αποτελεί εφεντζίδικο γκάτζετ. Χρειάζεται για να τραβάς και να βγάζεις τα κλειδιά από την τσέπη του σωλήνα αφού άπαξ και τα έχωσες εκεί μέσα, δεν παίζει με τίποτα να χωρέσει το χέρι σου για να τα ξαναβγάλεις.»
(Από blog)
«Ευτυχώς που τελειώνει ο χειμώνας και θα σταματήσει το φαινόμενο «βάζω μπότα μέσα στο παντελόνι, ασχέτως του ότι το παντελόνι είναι baggy και σακκουλιάζει, δεν μπαίνω καν στον κόπο να αγοράσω σωλήνα παντελόνι, δεν μπαίνω άλλωστε μέσα σε σωλήνα παντελόνι επειδή δεν είμαι η Kate Moss, απλώς αγοράζω μπότες ότι να ‘ναι, τις φορώ και κυκλοφορώ όπως τον καουμπόη» (gay ή μη).»
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Παλαιάς κοπής έκφραση που μεταφορικά εκφράζει την απόλυτη αηδία για:
1. Την ανήθικη ή ανάρμοστη συμπεριφορά κάποιου/ας,
2. Το ελεεινό γούστο κάποιου/ας,
3. Την τραγική εμφάνιση κάποιου/ας.
Η λέξη καλαπόδι έχει και άλλες σλανγκικές εφαρμογές, όπως στην διακόρευση αειπαρθένων αλλά και στα ακραία καιρικά φαινόμενα («ρίχνει καλαπόδια»).
Βλ. επίσης: Να μασάς σκατά και να φτύνεις! και να μασάς κουκιά και να φτύνεις!
Έννοια 1
«Και είναι πραγματικά να ξερνάς καλαπόδια κάθε φορά που οι τηλεβρυκόλακες στριμώχνουν κάποιον φουκαρά συνδικαλιστή αστυνομικό και δήθεν τον περνούν από ανάκριση τρίτου βαθμού, τη στιγμή που ο πολιτικός του προϊστάμενος τρώει το χαβιαράκι του, προσκεκλημένος σε καμιά εκδήλωση για τη σωτηρία της μεσογειακής ακρίδας»
(Από εδώ)
Έννοια 2
Ο Πέρι έχει εντελώς εξαχρειωθεί με τις λουγκροενδυμασίες του! Εμφανίστηκε χθες στο Κολωνάκι με ένα πορτοκαλί τιγρέ κολλάν, να ξερνάς καλαπόδια!
Έννοια 3
Είχες δει την Λάουρα πριν κάνει μπαγαποντοπλαστική; Ήταν να ξερνάς καλαπόδια!
Got a better definition? Add it!
Το δασύτριχο στέρνο του Γκρήκ λόβερ με τρίχα για πουλόβερ, η φλοκάτη.
Το σταυρουδάκι χανόταν στο ερωτικό χαλί του.
Σχετικά: αρκουδιάρης, βελέντζας, βερμουδιάρης, ερωτικό χαλί, πιθήκι, πουλόβερ, τριχοφοβία, χαμένος κρίκος
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified