Further tags

Επιφώνημα-χαρακτηρισμός που χρησιμοποιούν (κυρίως) τα κορίτσια σχετικά με την αγκαλίτσα, με το αίσθημα, ή για να αναφερθούν σε κάτι χαριτωμένο, ζουμπουρλούδικο, φλάφικο και ομορφούλι.

- Σού 'δειξε η Τίτα φωτό από το ανιψάκι της;;
- Ναι! Είναι πολύ γούτσου! Άχου το μωλέ!!

(από Khan, 23/07/09)(από vikar, 29/05/12)

Δες και γουτσισμός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Περίπλοκη πατέντα με την οποία φαλακροί, κυρίως τύπου τάργκα, επιχειρούν να συγκαλύψουν το ένοχο μυστικό τους.

  2. Ιλαροτραγικά καταφανής περούκα που φέρουν πανσέληνοι (και μη) φαλακροί, επιχειρώντας να συγκαλύψουν το ένοχο μυστικό τους.

Δέον να σημειωθεί ότι και οι δύο ποικιλίες φλοκάτης σπάνια ανθίστανται στον αέρα και την βροχή. Με σπάνιες εξαιρέσεις ανθρώπων με διάθεση χιούμορ και αυτοσαρκασμού, οι περισσότεροι φορείς φλοκάτης είναι κομπλεξικοί. Πολλοί ακομπλεξάριστοι άλλωστε φαλακροί επιλέγουν την λύση του ξυρίσματος, η οποία κατά κοινή ομολογία προσδίδει και σεξαπίλ.

Ειρήσθω εν παρόδω, η λέξη φαλακρός υπήρξε σλανγκ κατά την αρχαιότητα (εκ του φαλλού άκρη, αγγλιστί dickhead)

- Ποιον πας να κοροϊδέψεις βρε καράφλα με την φλοκάτη σου; Ουστ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασικό τέχνασμα γυναικών με [/I] σωματότυπο αχλαδιού που δένουν ένα πουλόβερ ή μια ζακέτα στην μέση με σκοπό να υποβαθμίσουν τον ευμεγέθη ποπό τους. Το ότι πρόκειται για τερτίπι προκύπτει και εκ του γεγονότος ότι οι φέρουσες [I]κωλόκρυψη δεν θα φορέσουν την ζακέτα όταν πέσουν τα μπιλοζίρια.

- Ποιον πας να κοροϊδέψεις μωρή κωλαρού; Η κωλόκρυψή σου είσαι τόσο πειστική όσο και το καραφλάζ του θείου Βρασίδα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα με στητό στήθος και παντελή άγνοια περί Νεύτωνος. Προφανώς το στήθος της αψηφά τον νόμο της βαρύτητας. Χρησιμοποιείται ως επίθετο, για να μην δίνει στόχο.

- Πώπω, δες την δεσποινίδα Αψηφά που μπήκε στο μαγαζί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαστράπτουσα χλιδή, πραγματική ή επινοημένη. Οι φέροντες χαρακτηριστικά γκλαμουριάς αποκαλούνται γκλαμουράτοι.

Η έκφραση συνήθως εμπεριέχει ψήγματα σαρκασμού, εκτός εάν ο χρήστης της στερείται παντελώς της αίσθησης του γελοίου.

Είναι απίστευτο, αλλά η λέξη αποτελεί Ελληνικό αντιδάνειο: γκλαμουριά > glamour > gramarye (μαγεύω, στα Σκωτικά) > grammar (η μάθηση, κυρίως απόκρυφων και μαγικών τεχνών, στα μεσαιωνικά Αγγλικά) > γραμματική. (Βλέπε www.etymonline.com)

«Ένα στίγμα που ανάλογο δίνουν πια σχεδόν όλα τα ξένα φεστιβάλ- η γκλαμουριά, η νοτιοευρωπαϊκή κυρίως ιδέα του φεστιβάλ ΄ντυνόμαστε καλά και πάμε να δούμε τον σταρ΄ εξαφανίζεται, ακόμα και στη Βερόνα.» (Τέρμα στους σταρ και στην γκλαμουριά, ΤΑ ΝΕΑ, 28 Ιουνίου 2008)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίθετο: Χαρακτηρίζει μια πολύ κοντή φουστίτσα ή ένα ιδιαίτερα χαμηλοκάβαλο παντελόνι που αποκαλύπτει το μέρος του σώματος ανάμεσα στον μηρό και στο υπογάστριο.

Ουσιαστικό: Πρόκειται για το πιπινοειδές ον που φέρει το ως άνω ένδυμα.

- Και τώρα μια αποκλειστική είδηση του STAR: αδυνατεί η τροχαία να εξηγήσει την μυστήρια αύξηση ατυχημάτων που παρατηρούνται ....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα τατουάζ πάνω από τα οπίσθια έκλυτων γυναικών. Πολλοί τα ερμηνεύουν ως σαφή πρόσκληση για αξέχαστες στιγμές στον νότιο πόλο.

Γνωστό και ως τσουλόσημο ή ξεκωλόσημο.

- Κάθε ξεκωλτέ που σέβεται τον εαυτό του οφείλει να έχει και την αντίστοιχη ξεκολοτυπία!

Ξεκωλοτυπία (από Vrastaman, 06/07/08)(από Vrastaman, 23/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαμηλοκάβαλο παντελόνι που αποκαλύπτει την κορυφογραμμή του κώλου, κατά το ντεκολτέ.

Βλ. και κερματοδέκτης.

- Ήρθε η άνοιξη και τα πιπίνια βάλαν τα ξεκωλτέ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι έτοιμοι, εφεδρικοί και κατεστημένοι συνδυασμοί ρούχων της γυναικείας γκαρνταρόμπας.

Οι «στολές», σωτήρια κατάληξη του γυναικείου ενδυματολογικού αδιέξοδου, υπάρχουν πάντα κρυμμένες, όχι μέσα στο ντουλάπι, αλλά στο μη αυτοκαταστροφικό τμήμα του ασυνειδήτου της γυναικείας ψυχής (υπάρχει και τέτοιο. Ένδον σκάπτε, που έλεγε και ο Μάρκος Αυρήλιος). Καταπολεμούν δραστικά το φαινόμενο κατά το οποίο η γυναίκα κάθεται αγχωμένη και εκνευρισμένη τα μάλα μπροστά στη ντουλάπα (την οποία αδειάζει πάνω στο κρεβάτι, το ένα ρούχο μετά το άλλο, οργισμένη ή/και κλαίγοντας και μισώντας όλον τον κόσμο και κυρίως τους άντρες και τις φίλες της) μην ξέροντας τι να φορέσει, το ένα την παχαίνει, το άλλο την χλωμαίνει, το τρίτο δείχνει το βυζί μικρό, το τέταρτο τετραγωνοποιεί τον κώλο, το πέμπτο θέλει σιδέρωμα, από το έκτο έχει χαθεί το κουμπί, το άλλο φεγγίζει, άλλο ένα παραείναι προκλητικό και κάνει το βυζί αγελαδινό, τα υπόλοιπα όλα δεν της κάνουν πια γιατί πάχυνε).

Οι «στολές» ποικίλλουν ανάλογα με το πού και γιατί θα φορεθούν: στη δουλειά, για την περίοδο, για το σούπερμάρκετ, στις κηδείες, στις εξόδους με φίλες, κλπ.

  1. - Α, τι ωραία που είσαι ντυμένη σήμερα; Δεν τα έχω ξαναδεί αυτά τα ρούχα, καινούργια;
    - Τι καινούργια ρε Βίκη, θα με τρελλάνεις; Στολή είναι, δεν την έχεις ξαναδεί;

  2. - Και τι θα φορέσεις;
    - Ε, στολή, κλασικά, δεν είμαι σε φάση να ψάχνομαι όλο το βράδυ μπροστά στον καθρέφτη!

βλ. και βαφτιστικό, ορισμός doodoon

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπορεί το στρινγκ και το τάνγκα να έχουν τόση σχέση όση ο Στίνγκ με τον Τράγκα, αλλά αμφότερα έχουν ακόμη μικρότερη με το περιοδόβρακο.
Βασικό του χαρακτηριστικό είναι ότι διαγράφεται βασανιστικά πάνω στα κολλητά παντελόνια και μέσα απ' τ' αέρινα φορέματα. Καλύπτει ό,τι θεωρείται από ιατρικής τε και εμπειρικής απόψεως κώλος φτάνοντας στις παρυφές του μπουτιού, και σκεπάζει τα κωλομάγουλα χωρίς να αφήνει αμφιβολίες.
Πλέον απαντάται συστηματικά μόνο σε μη μεσογειακούς λαούς (κεντρική ευρώπη κατά κύριο λόγο, ούναμουχαθείτε άκωλες) και στους μεσογειακούς εξαιρετικά σπάνια, και πάλι με αίσθημα ενοχής από την περιοδοβρακοφορούσα.
Εκτός και είναι φέτα, μπαζόλα και τα λοιπά συναφή επαγγέλματα από τη μία, ή του κατηχητικού από την άλλη. Αν είναι και τα δύο, μάλλον δεν έχει απασχολήσει ποτέ κανέναν τι εσώρουχο φοράει.

Μαλάκα, καλό κωλαράκι αυτή η Γερμανίδα. Πώς κι έτσι!
— Ναι ρε συ, αλλά αυτό το περιοδόβρακο είναι παπαροκτόνο σκέτο να πούμε...

(από ironick, 28/06/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified